Διήγηση [4] Ο πατέρας μου Κέφαλος ακολούθησε τη συμβουλή του Περικλή και ήρθε σ᾽ αυτό τον τόπο, όπου έζησε τριάντα χρόνια· και με κανέναν ποτέ ούτε εμείς ούτε εκείνος δεν ήρθαμε σε δικαστικό αγώνα, ούτε ως κατήγοροι ούτε ως κατηγορούμενοι, αλλά ζούσαμε τον καιρό της δημοκρατίας με τέτοιον τρόπο, που ούτε εμείς βλάφταμε τους άλλους ούτε οι άλλοι μας ενοχλούσαν. [5] Όταν πήραν την εξουσία οι Τριάντα, αυτοί οι πανούργοι και συκοφάντες, διακήρυξαν ότι ήταν απαραίτητο να εκκαθαρίσουν την πόλη από τα επικίνδυνα στοιχεία, και έτσι να οδηγηθούν οι πολίτες σε μια φρόνιμη και ενάρετη ζωή. Μολονότι όμως υπόσχονταν κάτι τέτοια, τίποτε απ᾽ αυτά δεν επιχειρούσαν να πραγματοποιήσουν, όπως θα προσπαθήσω να σας θυμίσω και σχετικά μ᾽ εσάς, αφού μιλήσω πρώτα για το προσωπικό μου θέμα. [6] Ο Θέογνης και ο Πείσωνας σε μια σύσκεψη των Τριάντα υποστήριξαν σχετικά με τους μετοίκους ότι ήταν ανάμεσά τους μερικοί δυσαρεστημένοι με την πολιτική κατάσταση· είχαν λοιπόν οι Τριάντα μια θαυμάσια πρόφαση να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι επιβάλλουν κυρώσεις, στην πράξη όμως να εξοικονομήσουν χρήματα· άλλωστε η πόλη βρισκόταν σε οικονομικό αδιέξοδο, και η κυβέρνηση χρειαζόταν πόρους. [7] Δε δυσκολεύτηκαν να πείσουν το ακροατήριό τους· γι᾽ αυτούς η εκτέλεση ανθρώπων είχε ελάχιστη σημασία, ενώ η εξασφάλιση χρημάτων μεγάλη. Αποφάσισαν λοιπόν να συλλάβουν δέκα μετοίκους, ανάμεσά τους και δύο φτωχούς, για να έχουν και για την περίπτωση των υπολοίπων κάποιο πρόσχημα, ό,τι τάχα οι ενέργειές τους δεν είχαν οικονομικά κίνητρα, αλλά αποσκοπούσαν στο συμφέρον της πολιτείας ― λες και οποιαδήποτε άλλη από τις πράξεις τους ήταν δικαιολογημένη. [8] Μοίρασαν λοιπόν ανάμεσά τους τα σπίτια και ξεκίνησαν. Εμένα με βρήκαν να έχω τραπέζι σε κάτι φίλους· τους διώχνουν και με παραδίνουν στον Πείσωνα. Οι υπόλοιποι πήγαν στο εργαστήριό μας και άρχισαν να καταγράφουν τους δούλους. Ρώτησα τότε τον Πείσωνα αν ήταν διατεθειμένος να με σώσει παίρνοντας χρήματα· [9] εκείνος είπε ναι, αρκεί να ήταν πολλά. Του είπα ότι ήμουν έτοιμος να δώσω ένα τάλαντο ασημένια νομίσματα· συμφώνησε να το κάνει. Ήξερα, φυσικά, ότι δε φοβάται ούτε θεούς ούτε ανθρώπους, αλλά, κάτω από τις συνθήκες εκείνες, νόμισα ότι ήταν απόλυτη ανάγκη να του αποσπάσω κάποια ένορκη διαβεβαίωση. [10] Όταν ορκίστηκε στη ζωή του και στη ζωή των παιδιών του ότι, μόλις πάρει το ποσό, θα με σώσει, μπαίνω στο δωμάτιό μου και ανοίγω το χρηματοκιβώτιο. Όταν με αντιλήφθηκε ο Πείσωνας, έρχεται μέσα και, βλέποντας το περιεχόμενο του κιβωτίου, φωνάζει δύο από τους βοηθούς του και δίνει εντολή να πάρουν όσα είχε μέσα. [11] Επειδή όμως, δικαστές, το κιβώτιο δεν είχε μόνο όσα είχαμε συμφωνήσει, αλλά τρία τάλαντα ασημένια νομίσματα, τετρακόσιους κυζικηνούς και εκατό δαρεικούς και ακόμα τέσσερις ασημένιες κούπες, τον παρακάλεσα να μου αφήσει τουλάχιστο τα απαραίτητα για το ταξίδι, αλλά εκείνος μου είπε να είμαι ευχαριστημένος, αν σώσω τη ζωή μου.
|