ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ IIIΝΕΟΙ ΚΑΙ ΝΕΕΣ Ή Ο ΘΗΣΕΑΣ Έσκιζε ένα γαλαζόπλωρο καράβι [στρ. α]
τα νερά του κρητικού πελάγου· μέσα,
ήρωας άσκιαχτος σε αγώνες, ο Θησέας,
και μαζί του αγόρια εφτά και εφτά κοπέλες·
όλοι απ᾽ τη φυλή των Ιώνων·
στο πανί, που λαμποκόπαε πέρα, εφύσα
ο βοριάς, για να χαρεί και η Αθηνά,
η θεά που του πολέμου ορίζει ασπίδα.
Μα του Μίνωα την καρδιά μια αψιά κεντιά
κέντησε, σταλτή απ᾽ την Κύπρη,
10τη θεά με το μαγνάδι των ερώτων·
δε συγκράτησε το χέρι του, σε μια
τ᾽ άπλωσε από τις κοπέλες
και της άγγιξε τα ολόασπρα μάγουλά της·
τότες έμπηξε η Ερίβοια μια φωνή,
του Πανδίονα για ν᾽ ακούσει ο εγγονός
ο χαλκοθωρακισμένος· μόλις το ᾽δε
ο Θησέας, κάτω απ᾽ τα φρύδια σκοτεινές
άγριες παίξανε οι ματιές του· από τον πόνο
σπάραξε η καρδιά του και είπε:
20«Γιε του υπέρτατου του Δία, στα στήθια μέσα
την καρδιά σου ευλαβικά δεν κυβερνάς·
την αγέρωχη συγκράτησε, ήρωα, βία.
Κείνο που ᾽ναι απ᾽ τους θεούς, αυτό που η Μοίρα, [αντ. α]
παντοδύναμη, έχει γράψει, και της Δίκης
όπου γέρνει η ζυγαριά, σα φτάσει η ώρα,
θα το κάμουμε ώς την άκρη, εσύ όμως πάλι
τη βαριά βουλή συγκράτα.
Αν του Φοίνικα η τρισάξια, η παινεμένη
30θυγατέρα σ᾽ έχει κάμει εσένα, αφού
σε ψηλή πλαγιά της Ίδης είχε σμίξει
με το Δία, κι αν είσαι ασύγκριτος θνητός,
μα κι εμένα είναι γονιός μου
του πελάγου ο Ποσειδώνας, κι έχω μάνα
του Πιτθέα του πλούσιου κόρη, που χρυσό
οι μενεξεδομαλλούσες
θυγατέρες του Νηρέα τής δώσαν πέπλο.
Της Κνωσού πολέμαρχε, άκου με λοιπόν·
τόσο αυθαίρετος μην είσαι· αυτό μπορεί
40συμφορές πολλές να φέρει· κάλιο το ᾽χω
της αθάνατης Αυγής πια να μη δω
το γλυκό το φως ποτέ, παρά ν᾽ αφήσω
ένα νέο απ᾽ τους δικούς μου
να προσβάλεις άθελά του· πριν, θα δείξω
των χεριών μου εγώ τη δύναμη· ο θεός
πια θα κρίνει τί θα γίνει παραπέρα.»
Είπε ο Θησέας, ο δεινός [επωδ. α]
κονταρομάχος, κι οι ναύτες ξαφνιάστηκαν
για το περήφανο που έδειχνε θάρρος.
50Χόλιασε του Ήλιου ο γαμπρός, και μια σκέψη βαθιά και πρωτάκουστη
έβαλε αμέσως στο νου:
«Μεγαλοδύναμε Δία και πατέρα μας,
δέηση σου κάνω θερμή·
αν μ᾽ έχεις γιο σου στ᾽ αλήθεια απ᾽ του Φοίνικα
την κρουσταλλόκορφη κόρη,
στείλε ολοφάνερο αμέσως σημάδι
φλογομαλλούσα αστραπή· κι αν εσύ αληθινά,
που η Τροιζηνιώτισσα σ᾽ έκαμε η Αίθρα, Θησέα,
τον Ποσειδώνα έχεις κύρη σου
τον κοσμοσείστη, μπρος, ρίξου στη θάλασσα,
μες στο παλάτι του,
60και το χρυσό δαχτυλίδι μου αυτό, που στολίζει το χέρι μου,
φέρ᾽ το απ᾽ τα βάθη ξανά.
Κι έτσι θα δεις
αν ο τρανός γιος του Κρόνου μ᾽ ακούει, σαν του κάνω μια δέηση,
που όλα τα ορίζει, κι αυτός κυβερνά τη βροντή.»
|