[4] Ο Διόδοτος και ο Διογείτων, άνδρες δικαστές, ήταν αδέρφια από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα. Είχαν μοιράσει την κινητή περιουσία, ενώ κατείχαν εξ αδιαιρέτου την ακίνητη. Όταν ο Διόδοτος είχε κερδίσει πολλά χρήματα από το θαλάσσιο εμπόριο, τον πείθει ο Διογείτων να παντρευτεί την κόρη του, που την είχε μοναχοκόρη. Και αποχτάει δυο γιους και μια κόρη. [5] Έπειτα από αρκετό καιρό κατατάχθηκε ο Διόδοτος οπλίτης υπό τον Θράσυλλο. Κάλεσε τότε τη γυναίκα του, που ήταν κόρη του αδελφού του, και συγχρόνως τον πατέρα της και δικό του πεθερό και αδελφό, παππού δε των παιδιών και θείο, και του παραδίδει μια διαθήκη και πέντε αργυρά τάλαντα προς φύλαξη, επειδή νόμιζε ότι, λόγω αυτών των συγγενικών δεσμών, κανένας άλλος δεν θα ήταν πιο ενδεδειγμένος για να φερθεί με δικαιοσύνη στα παιδιά του. [6] Αποκάλυψε ακόμη ότι είχαν δοθεί ως ναυτικά δάνεια επτά τάλαντα και σαράντα μνες … και ότι του χρωστούσαν δύο χιλιάδες δραχμές στη Χερσόνησο. Του άφησε επίσης εντολή, αν πάθαινε κάτι, να δώσει ένα τάλαντο προίκα στη γυναίκα του και ό,τι υπήρχε στον κοιτώνα, και ένα τάλαντο στην κόρη του. Άφησε τέλος είκοσι μνες στη γυναίκα του και τριάντα στατήρες Κυζίκου. [7] Αφού τα έκανε αυτά και άφησε αντίγραφο στο σπίτι, έφυγε για την εκστρατεία με τον Θράσυλλο. Όταν ο Διόδοτος σκοτώθηκε στην Έφεσο, ο Διογείτων ένα διάστημα απέκρυπτε από την κόρη του τον θάνατο του άντρα της, και παίρνει την καταγραφή που είχε αφήσει σφραγισμένη, ισχυριζόμενος ότι έπρεπε με αυτό το γραπτό τεκμήριο να εισπράξει τα ποσά που είχαν δοθεί ως ναυτικά δάνεια. [8] Όταν καθυστερημένα τους ενημέρωσε για τον θάνατό του και ετέλεσαν τα καθιερωμένα, τον πρώτο χρόνο έμεναν στον Πειραιά. Ο λόγος ήταν ότι εκεί βρίσκονταν όλα τα τρόφιμα. Όταν εκείνα άρχισαν να εξαντλούνται, στέλνει τα παιδιά στην πόλη και συνάμα παντρεύει τη μητέρα τους δίνοντάς της προίκα πέντε χιλιάδες δραχμές — χίλιες λιγότερες από το ποσό που ο άντρας της είχε αφήσει εντολή να της δοθεί. [9] Οχτώ χρόνια αργότερα, όταν ενηλικιώθηκε το μεγαλύτερο από τα αγόρια, τα κάλεσε ο Διογείτων και τους είπε ότι ο πατέρας τους τούς είχε αφήσει είκοσι αργυρές μνες και τριάντα στατήρες. «Εγώ έως τώρα έχω ξοδέψει πολλά από τα δικά μου για να σας μεγαλώσω. Όσον καιρό είχα, ποσώς με απασχολούσε. Τώρα ωστόσο πένομαι και ο ίδιος. Εσύ λοιπόν, αφού έχεις υποβληθεί ήδη στη διαδικασία της δοκιμασίας και ενηλικιώθηκες, σκέψου πλέον μόνος σου πώς θα εξασφαλίσεις τα προς το ζην.» [10] Όταν τα αγόρια τα άκουσαν αυτά, συγκλονισμένα και με δάκρυα στα μάτια κίνησαν και πήγαν στη μητέρα τους και, αφού την πήραν μαζί τους, ήρθαν και με βρήκαν. H κατάστασή τους, έπειτα από αυτό που τους είχε συμβεί, σε συντάραζε: είχαν εκδιωχθεί κακήν κακώς, έκλαιγαν και με παρακαλούσαν να μην επιτρέψω να στερηθούν την πατρική τους περιουσία ούτε να καταλήξουν πάμφτωχα, επειδή τους είχαν φερθεί ανάλγητα οι τελευταίοι που θα ᾽πρεπε να τους φερθούν έτσι· μου ζητούσαν λοιπόν να τα βοηθήσω και για χάρη της αδερφής τους και για χάρη τους. [11] Θα πήγαινε μακριά, αν σας έλεγα τι οδύνη επικρατούσε στο σπίτι μου εκείνο τον καιρό. Στο τέλος, η μητέρα τους με εκλιπαρούσε και με ικέτευε να φέρω σε κοινή συνάντηση τον πατέρα της και τους φίλους, λέγοντας ότι, όσο και αν έως τότε δεν ήταν συνηθισμένη να μιλάει μπροστά σε άντρες, το μέγεθος των συμφορών της θα την αναγκάσει να μας φανερώσει όλη της τη δυστυχία.
|