[6] Εγώ, Αθηναίοι, αφού πήρα την απόφαση να παντρευτώ και τελικά παντρεύτηκα, τον πρώτο καιρό τηρούσα τέτοια στάση απέναντι στη γυναίκα μου, ώστε μήτε να τη δυσαρεστώ μήτε όμως και να παραείναι ελεύθερη να κάνει ό,τι θέλει· την επιτηρούσα, όσο ήταν δυνατό, και επαγρυπνούσα, όπως ήταν φυσικό. Από τότε όμως που γεννήθηκε το παιδί, της είχα πλέον εμπιστοσύνη και της παρέδωσα ό,τι είχα και δεν είχα, επειδή πίστευα ότι το παιδί αποτελεί τον πιο ισχυρό δεσμό. [7] Τον πρώτο καιρό λοιπόν, Αθηναίοι, ήταν όντως η καλύτερη απ᾽ όλες: ήταν νοικοκυρά φοβερή και μετρημένη στα έξοδα και διαχειριζόταν τα πάντα με μέτρο. Όταν όμως είχα την ατυχία να χάσω τη μητέρα μου — ο θάνατός της στάθηκε η αιτία για όλα τα δεινά που με βρήκαν. [8] Συγκεκριμένα στην κηδεία της συνόδεψε και η γυναίκα μου την νεκρή· εκεί την είδε ο άνθρωπος αυτός και με τον καιρό την παρέσυρε. Παρακολουθούσε δηλαδή από τότε τη δούλα που πήγαινε στην αγορά, έκανε μέσω αυτής προτάσεις στη γυναίκα μου και τελικά την κατέστρεψε. [9] Καταρχάς, συμπολίτες, —είμαι, βλέπετε, υποχρεωμένος να σας διηγηθώ και αυτά— έχω ένα σπιτάκι δίπατο, πάνω και κάτω όμοιο ως προς τον γυναικωνίτη και τον ανδρωνίτη. Όταν αποχτήσαμε το παιδί, η μητέρα του το θήλαζε· για να μην κινδυνεύει λοιπόν κατεβαίνοντας τη σκάλα όποτε χρειαζόταν να το πλύνει, έμενα εγώ πάνω και οι γυναίκες κάτω. [10] Και είχαμε ήδη συνηθίσει τόσο, ώστε πολλές φορές η γυναίκα μου έφευγε και πήγαινε να κοιμηθεί κάτω με το παιδί, για να το θηλάζει και να μην κλαίει. Αυτά γίνονταν όπως σας τα λέω πολύν καιρό· και εγώ ποτέ δεν έβαλα κακό με τον νου μου, αλλά με έδερνε τέτοια αφέλεια, ώστε νόμιζα πως η γυναίκα μου ήταν υπόδειγμα ηθικής στην πόλη. [11] O καιρός περνούσε, συμπολίτες, ώσπου κάποτε γύρισα από τα χτήματα χωρίς να με περιμένουν. Μετά το δείπνο το παιδί έκλαιγε και είχε γκρίνια — το ενοχλούσε επίτηδες η δούλα, για να αντιδρά έτσι· ο λόγος ήταν ότι βρισκόταν μέσα το συγκεκριμένο πρόσωπο· αργότερα έμαθα τα πάντα. [12] Εγώ τότε έλεγα στη γυναίκα μου να κατεβεί κάτω και να θηλάσει το παιδί, για να σταματήσει να κλαίει. Εκείνη στην αρχή δεν ήθελε — περιχαρής, υποτίθεται, που μ᾽ έβλεπε στο σπίτι έπειτα από τόσον καιρό. Όταν όμως εγώ άρχισα να εκνευρίζομαι και επέμενα να πάει, «για να ερωτοτροπείς», είπε, «του λόγου σου εδώ με τη μικρή· και την άλλη φορά, όταν είχες μεθύσει, της επιτέθηκες.» [13] Εγώ τότε γελούσα· εκείνη σηκώνεται, κλείνει βγαίνοντας την πόρτα —αστειευόμενη δήθεν— και κατεβάζει την αμπάρα. Εγώ, χωρίς να με προβληματίσει κάτι απ᾽ αυτά και χωρίς να βάλω κακό με τον νου μου, κοιμήθηκα με ευχαρίστηση — είχα έρθει, είπα, από τα χτήματα. [14] Την ώρα που έπαιρνε να ξημερώσει, ήρθε εκείνη και άνοιξε την πόρτα. Όταν τη ρώτησα γιατί χτυπούσαν νυχτιάτικα οι πόρτες, έλεγε ότι έσβησε το λυχνάρι του παιδιού και έπειτα έστειλε και πήρε φωτιά από τους γείτονες. Εγώ δεν μίλησα και πίστευα ότι έτσι είχαν τα πράγματα. Μου φάνηκε όμως, συμπολίτες, ότι είχε βάλει ψιμύθιο στο πρόσωπό της, ενώ ο αδελφός της δεν είχε ακόμα τριάντα ημέρες πεθαμένος. Ωστόσο, ακόμα και τότε, χωρίς να πω τίποτα για το θέμα, βγήκα έξω και έφυγα αμίλητος.
|