Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΝΤΙΦΩΝ ΡΗΤΩΡ

Φαρμακείας κατὰ τῆς μητρυιᾶς (14-20)

[14] Ὑπερῷόν τι ἦν τῆς ἡμετέρας οἰκίας, ὃ εἶχε Φιλόνεως ὁπότ᾽ ἐν ἄστει διατρίβοι, ἀνὴρ καλός τε καὶ ἀγαθὸς καὶ φίλος τῷ ἡμετέρῳ πατρί· καὶ ἦν αὐτῷ παλλακή, ἣν ὁ Φιλόνεως ἐπὶ πορνεῖον ἔμελλε καταστῆσαι. ταύτην οὖν πυθομένη ἡ μήτηρ τοῦ ἀδελφοῦ ἐποιήσατο φίλην. [15] αἰσθομένη δ᾽ ὅτι ἀδικεῖσθαι ἔμελλεν ὑπὸ τοῦ Φιλόνεω, μεταπέμπεται, καὶ ἐπειδὴ ἦλθεν, ἔλεξεν αὐτῇ ὅτι καὶ αὐτὴ ἀδικοῖτο ὑπὸ τοῦ πατρὸς τοῦ ἡμετέρου· εἰ οὖν ἐθέλοι πείθεσθαι, ἔφη ἱκανὴ εἶναι ἐκείνῃ τε τὸν Φιλόνεων φίλον ποιῆσαι καὶ αὑτῇ τὸν ἐμὸν πατέρα, εἶναι φάσκουσα αὑτῆς μὲν τοῦτο εὕρημα, ἐκείνης δ᾽ ὑπηρέτημα. [16] ἠρώτα οὖν αὐτὴν εἰ ἐθελήσοι διακονῆσαί οἱ, καὶ ἣ ὑπέσχετο τάχιστα, ὡς οἶμαι. μετὰ ταῦτα ἔτυχε τῷ Φιλόνεῳ ἐν Πειραιεῖ ὄντα ἱερὰ Διὶ Κτησίῳ, ὁ δὲ πατὴρ ὁ ἐμὸς εἰς Νάξον πλεῖν ἔμελλεν. κάλλιστον οὖν ἐδόκει εἶναι τῷ Φιλόνεῳ τῆς αὐτῆς ὁδοῦ ἅμα μὲν προπέμψαι εἰς τὸν Πειραιέα τὸν πατέρα τὸν ἐμὸν φίλον ὄντα ἑαυτῷ, ἅμα δὲ θύσαντα τὰ ἱερὰ ἑστιᾶσαι ἐκεῖνον. ἡ οὖν παλλακὴ τοῦ Φιλόνεω ἠκολούθει τῆς θυσίας ἕνεκεν. [17] καὶ ἐπειδὴ ἦσαν ἐν τῷ Πειραιεῖ, οἷον εἰκός, ἔθυεν. καὶ ἐπειδὴ αὐτῷ ἐτέθυτο τὰ ἱερά, ἐντεῦθεν ἐβουλεύετο ἡ ἄνθρωπος ὅπως ἂν αὐτοῖς τὸ φάρμακον δοίη, πότερα πρὸ δείπνου ἢ ἀπὸ δείπνου. ἔδοξεν οὖν αὐτῇ βουλευομένῃ βέλτιον εἶναι μετὰ δεῖπνον δοῦναι, τῆς Κλυταιμνήστρας ταύτης [τούτου μητρὸς] ταῖς ὑποθήκαις ἅμα διακονοῦσαν. [18] καὶ τὰ μὲν ἄλλα μακρότερος ἂν εἴη λόγος περὶ τοῦ δείπνου ἐμοί τε διηγήσασθαι ὑμῖν τ᾽ ἀκοῦσαι· ἀλλὰ πειράσομαι τὰ λοιπὰ ὡς ἐν βραχυτάτοις ὑμῖν διηγήσασθαι, ὡς γεγένηται ἡ δόσις τοῦ φαρμάκου. ἐπειδὴ γὰρ ἐδεδειπνήκεσαν, οἷον εἰκός, ὁ μὲν θύων Διὶ Κτησίῳ κἀκεῖνον ὑποδεχόμενος, ὁ δ᾽ ἐκπλεῖν τε μέλλων καὶ παρ᾽ ἀνδρὶ ἑταίρῳ αὑτοῦ δειπνῶν, σπονδάς τε ἐποιοῦντο καὶ λιβανωτὸν ὑπὲρ αὑτῶν ἐπετίθεσαν. [19] ἡ δὲ παλλακὴ τοῦ Φιλόνεω τὴν σπονδὴν ἅμα ἐγχέουσα ἐκείνοις εὐχομένοις ἃ οὐκ ἔμελλε τελεῖσθαι, ὦ ἄνδρες, ἐνέχει τὸ φάρμακον. καὶ ἅμα οἰομένη δεξιὸν ποιεῖν πλέον δίδωσι τῷ Φιλόνεῳ, ὡς, εἰ δοίη πλέον, μᾶλλον φιλησομένη ὑπὸ τοῦ Φιλόνεω· οὔπω γὰρ ᾔδει ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς τῆς ἐμῆς ἐξαπατωμένη, πρὶν ἐν τῷ κακῷ ἤδη ἦν· τῷ δὲ πατρὶ τῷ ἡμετέρῳ ἔλασσον ἐνέχει. [20] καὶ ἐκεῖνοι ἐπειδὴ ἀπέσπεισαν, τὸν ἑαυτῶν φονέα μεταχειριζόμενοι ἐκπίνουσιν ὑστάτην πόσιν. ὁ μὲν οὖν Φιλόνεως εὐθέως παραχρῆμα ἀποθνῄσκει, ὁ δὲ πατὴρ ὁ ἡμέτερος εἰς νόσον ἐμπίπτει, ἐξ ἧς καὶ ἀπώλετο εἰκοσταῖος. ἀνθ᾽ ὧν ἡ μὲν διακονήσασα καὶ χειρουργήσασα ἔχει τὰ ἐπίχειρα ὧν ἀξία ἦν, οὐδὲν αἰτία οὖσα —τῷ γὰρ δημοκοίνῳ τροχισθεῖσα παρεδόθη—, ἡ δ᾽ αἰτία τε ἤδη καὶ ἐνθυμηθεῖσα ἕξει, ἐὰν ὑμεῖς τε καὶ οἱ θεοὶ θέλωσιν.

[14] Στο σπίτι μας υπήρχε μια σοφίτα, που κρατούσε ο Φιλόνεος, «νοικοκύρης άνθρωπος» και φίλος του πατέρα μας, όποτε έμενε στην πόλη. Αυτός είχε μια παλλακίδα που σκόπευε να εγκαταστήσει σε πορνείο. Η μητέρα του αδερφού μου έμαθε γι᾽ αυτή τη γυναίκα και έπιασε φιλίες μαζί της. [15] Και όταν πληροφορήθηκε ότι ο Φιλόνεος σκόπευε να την εκμεταλλευτεί, την κάλεσε κοντά της και, όταν εκείνη ήρθε, της εκμυστηρεύτηκε ότι και η ίδια υποφέρει από τον πατέρα μας. Αν λοιπόν εκείνη έκανε ό,τι της έλεγε, τη διαβεβαίωνε ότι ήταν σε θέση να κάνει τον Φιλόνεο να την αγαπήσει και τον πατέρα μας να ξαναγαπήσει την ίδια, λέγοντάς της ότι η ίδια είχε βρει τον τρόπο, ενώ δουλειά εκείνης ήταν να ακολουθήσει τις οδηγίες της. [16] Τη ρωτούσε λοιπόν αν ήταν έτοιμη να την συνδράμει στην εκτέλεση του σχεδίου και εκείνη, υποθέτω, της έδωσε αμέσως την υπόσχεσή της.
Ύστερα από αυτά, συμπτωματικά ο Φιλόνεος, που ήταν στον Πειραιά, έτυχε να προσφέρει θυσία στον Κτήσιο Δία, ενώ ο πατέρας μου σκόπευε να ταξιδέψει στη Νάξο. Έτσι, ο Φιλόνεος θεώρησε ότι ήταν πάρα πολύ καλή ιδέα, με το ίδιο ταξίδι, να ξεπροβοδίσει τον πατέρα μου και φίλο του μέχρι τον Πειραιά και συγχρόνως μετά τη θυσία να του κάνει το τραπέζι. Η ερωμένη του Φιλόνεου τους συνόδευσε για τη θυσία. [17] Όταν έφτασαν στον Πειραιά, ο Φιλόνεος άρχισε, όπως ήταν φυσικό, να θυσιάζει. Και από τη στιγμή που είχε τελειώσει η θυσία, από εκεί και πέρα την απασχολούσε συνεχώς η σκέψη πότε θα τους έδινε το δηλητήριο, μπροστά ή μετά το δείπνο. Αφού λοιπόν το σκέφτηκε, κατέληξε στην απόφαση ότι ήταν προτιμότερο να το δώσει μετά το δείπνο, ακολουθώντας τις οδηγίες αυτής εδώ της Κλυταιμνήστρας. [18] Θα μας έπαιρνε πολύ χρόνο, τόσο για εμένα να εξιστορήσω όσο και για σας να με ακούσετε να λέω όλα τα σχετικά με το δείπνο· ωστόσο, θα προσπαθήσω στη συνέχεια να σας διηγηθώ, όσο γίνεται πιο σύντομα, πώς τους έδωσε το δηλητήριο.
Αφού λοιπόν είχαν τελειώσει το δείπνο, άρχισαν, όπως είναι φυσικό σε ανθρώπους που ο ένας προσφέρει θυσία στον Κτήσιο Δία και έχει άνθρωπο στο τραπέζι και ο άλλος είναι έτοιμος να ταξιδέψει και παρακάθεται στο δείπνο φίλου του, να κάνουν σπονδές και να καίνε λιβάνι για να εξασφαλίσουν την εύνοια των θεών. [19] Τότε η ερωμένη του Φιλόνεου, καθώς έχυνε στα ποτήρια τους το κρασί για τη σπονδή, την ώρα που εκείνοι έκαναν ευχές που δεν έμελλαν να εισακουσθούν, έριχνε ταυτόχρονα και το δηλητήριο. Πιστεύοντας ότι κάνει κάτι καλό, έδωσε στον Φιλόνεο μεγαλύτερη δόση, με τη σκέψη ότι, αν του έδινε μεγαλύτερη δόση, θα την αγαπούσε και περισσότερο. Γιατί δεν ήξερε από πριν ότι η μητριά μου την είχε εξαπατήσει, παρά μόνο όταν το κακό είχε ήδη γίνει. Στον πατέρα μας έδωσε μικρότερη δόση. [20] Έτσι, εκείνοι, αφού τελείωσαν τις σπονδές τους, παίρνοντας στα χέρια τους το φονικό ποτήρι, ήπιαν ως τον πάτο το στερνό ποτό τους. Ο θάνατος του Φιλόνεου υπήρξε ακαριαίος· ο πατέρα μας αρρώστησε βαριά, με αποτέλεσμα να πεθάνει είκοσι ημέρες αργότερα. Για όλα αυτά η υπηρέτρια, που ήταν και το εκτελεστικό όργανο, τιμωρήθηκε όπως της άξιζε, παρόλο που δεν ήταν καθόλου ένοχη —ανακρίθηκε με τον τροχό και παραδόθηκε στο δήμιο— η ηθική αυτουργός όμως, η ένοχη για το σχεδιασμό του εγκλήματος, θα λάβει την ανταμοιβή της, αν εσείς το επιθυμείτε και είναι θέλημα των θεών.