Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΓΟΡΓΙΑΣ

Ὑπὲρ Παλαμήδους ἀπολογία (11-21)

[11] καὶ δὴ τοίνυν γενέσθω καὶ τὰ μὴ γενόμενα, συνήλθομεν, εἴπομεν, ἠκούσαμεν, χρήματα παρ᾽ αὐτῶν ἔλαβον, ἔλαθον λαβών, ἔκρυψα. ἔδει δήπου πράττειν ὧν ἕνεκα ταῦτα ἐγένετο. τοῦτο τοίνυν ἔτι τῶν εἰρημένων ἀπορώτερον. πράττων μὲν γὰρ αὐτὸς ἔπραττον ἢ μεθ᾽ ἑτέρων· ἀλλ᾽ οὐχ ἑνὸς ἡ πρᾶξις. ἀλλὰ μεθ᾽ ἑτέρων; τίνων; δηλονότι τῶν συνόντων. πότερον ἐλευθέρων ἢ δούλων; ἐλευθέροις μὲν γὰρ ὑμῖν σύνειμι. τίς οὖν ὑμῶν ξύνοιδε; λεγέτω. δούλοις δὲ πῶς οὐκ ἄπιστον; ἑκόντες ‹τε› γὰρ ἐπ᾽ ἐλευθερίᾳ χειμαζόμενοί τε δι᾽ ἀνάγκην κατηγοροῦσιν. [12] ἡ δὲ πρᾶξις πῶς ‹ἂν› ἐγένετο; δηλονότι τοὺς πολεμίους εἰσαγαγεῖν ἔδει κρείττονας ὑμῶν· ὅπερ ἀδύνατον. πῶς ἂν οὖν εἰσήγαγον; πότερα διὰ πυλῶν; ἀλλ᾽ οὐκ ἐμὸν ταύτας οὔτε κλῄειν οὔτε ἀνοίγειν, ἀλλ᾽ ἡγεμόνες κύριοι τούτων. ἀλλ᾽ ὑπὲρ τειχέων ‹διὰ› κλίμακος; οὔκουν ‹ἐφωράθην ἄν;› ἅπαντα γὰρ πλήρη φυλακῶν. ἀλλὰ διελὼν τοῦ τείχους; ἅπασιν ἄρα φανερὰ γένοιτο ἄν. ὑπαίθριος γὰρ ὁ βίος (στρατόπεδον γάρ) ἔστ᾽ ἐν ὅπλοις, ἐν οἷς ‹πάντες› πάντα ὁρῶσι καὶ πάντες ὑπὸ πάντων ὁρῶνται. πάντως ἄρα καὶ πάντῃ πάντα πράττειν ἀδύνατον ἦν μοι.
[13] σκέψασθε κοινῇ καὶ τόδε. τίνος ἕνεκα προσῆκε βουληθῆναι ταῦτα πράττειν, εἰ μάλιστα πάντων ἐδυνάμην; οὐδεὶς γὰρ βούλεται προῖκα τοὺς μεγίστους κινδύνους κινδυνεύειν οὐδὲ τὴν μεγίστην κακότητα εἶναι κάκιστος. ἀλλ᾽ ἕνεκα τοῦ; (καὶ αὖθις πρὸς τόδ᾽ ἐπάνειμι.) πότερον ‹τοῦ› τυραννεῖν; ὑμῶν ἢ τῶν βαρβάρων; ἀλλ᾽ ὑμῶν [ἀλλ᾽] ἀδύνατον τοσούτων καὶ τοιούτων, οἷς ὑπάρχει ἅπαντα μέγιστα, προγόνων ἀρεταί, χρημάτων πλῆθος, ἀριστεῖαι, ἀλκὴ φρονημάτων, βασιλεία πόλεων. [14] ἀλλὰ τῶν ‹βαρβάρων›; ὁ δὲ παραδώσων τίς; ἐγὼ δὲ ποίᾳ δυνάμει παραλήψομαι Ἕλλην βαρβάρους, εἷς ὢν πολλούς; πείσας ἢ βιασάμενος; οὔτε γὰρ ἐκεῖνοι πεισθῆναι βούλοιντ᾽ ἄν, οὔτ᾽ ἐγὼ βιάσασθαι δυναίμην. ἀλλ᾽ ἴσως ἑκόντες ἑκόντι παραδώσουσιν, μισθὸν τῆς προδοσίας ἀντιδιδόντες; ἀλλά γε ταῦτα πολλῆς μωρίας καὶ πιστεῦσαι καὶ δέξασθαι· τίς γὰρ ἂν ἕλοιτο δουλείαν ἀντὶ βασιλείας, ἀντὶ τοῦ κρατίστου τὸ κάκιστον; [15] εἴποι τις ἂν ὅτι πλούτου καὶ χρημάτων ἐρασθεὶς ἐπεχείρησα τούτοις. ἀλλὰ χρήματα μὲν μέτρια κέκτημαι, πολλῶν δὲ οὐθὲν δέομαι· πολλῶν γὰρ δέονται χρημάτων οἱ πολλὰ δαπανῶντες, ἀλλ᾽ οὐχ οἱ κρείττονες τῶν τῆς φύσεως ἡδονῶν, ἀλλ᾽ οἱ δουλεύοντες ταῖς ἡδοναῖς καὶ ζητοῦντες ἀπὸ πλούτου καὶ μεγαλοπρεπείας τὰς τιμὰς κτᾶσθαι. τούτων δὲ ἐμοὶ πρόσεστιν οὐθέν. ὡς δ᾽ ἀληθῆ λέγω, μάρτυρα πιστὸν παρέξομαι τὸν παροιχόμενον βίον· τῷ δὲ μάρτυρι μάρτυρες ὑμεῖς ἦτε· σύνεστε γάρ μοι, διὸ σύνιστε ταῦτα. [16] καὶ μὴν οὐδ᾽ ἂν τιμῆς ἕνεκα τοιούτοις ἔργοις ἀνὴρ ἐπιχειρήσειε καὶ μέσως φρόνιμος. ἀπ᾽ ἀρετῆς γὰρ ἀλλ᾽ οὐκ ἀπὸ κακότητος αἱ τιμαί· προδότῃ δὲ τῆς Ἑλλάδος ἀνδρὶ πῶς ἂν γένοιτο τιμή; πρὸς δὲ τούτοις οὐδὲ τιμῆς ἐτύγχανον ἐνδεὴς ὤν· ἐτιμώμην γὰρ ἐπὶ τοῖς ἐντιμοτάτοις ὑπὸ τῶν ἐντιμοτάτων, ὑφ᾽ ὑμῶν ἐπὶ σοφίᾳ. [17] καὶ μὴν οὐδ᾽ ἀσφαλείας [ὧν] οὕνεκά τις ἂν ταῦτα πράξαι. πᾶσι γὰρ ὅ γε προδότης πολέμιος, τῷ νόμῳ, τῇ δίκῃ, τοῖς θεοῖς, τῷ πλήθει τῶν ἀνθρώπων· τὸν μὲν γὰρ νόμον παραβαίνει, τὴν δὲ δίκην καταλύει, τὸ δὲ πλῆθος διαφθείρει, τὸ δὲ θεῖον ἀτιμάζει. τῷ δὲ τοιούτῳ ‹ὁ› βίος περὶ κινδύνων τῶν μεγίστων οὐκ ἔχει ἀσφάλειαν. [18] ἀλλὰ δὴ φίλους ὠφελεῖν βουλόμενος ἢ πολεμίους βλάπτειν; καὶ γὰρ τούτων ἕνεκά τις ἂν ἀδικήσειεν. ἐμοὶ δὲ πᾶν τοὐναντίον ἐγίνετο· τοὺς μὲν φίλους κακῶς ἐποίουν, τοὺς δὲ ἐχθροὺς ὠφέλουν. ἀγαθῶν μὲν οὖν ἔγκτησιν οὐδεμίαν εἶχεν ἡ πρᾶξις· κακῶς δὲ παθεῖν οὐδὲ εἷς ἐπιθυμῶν πανουργεῖ. [19] τὸ δὲ λοιπόν ἐστιν, εἴ τινα φόβον ἢ πόνον ἢ κίνδυνον φεύγων ἔπραξα. ταῦτα δ᾽ οὐθεὶς ἂν εἰπεῖν ἔχοι τί μοι προσήκειν. δισσῶν γὰρ τούτων ἕνεκα πάντες πάντα πράττουσιν, ἢ κέρδος τι μετιόντες ἢ ζημίαν φεύγοντες· ὅσα δὲ τούτων ἔξω πανουργεῖται, ‹ὅτι› κακῶς ἐμαυτὸν ἐποίουν ταῦτα [γὰρ] πράττων, οὐκ ἄδηλον· προδιδοὺς γὰρ τὴν Ἑλλάδα προὐδίδουν ἐμαυτόν, τοκέας, φίλους, ἀξίωμα προγόνων, ἱερὰ πατρῷα, τάφους, πατρίδα τὴν μεγίστην τῆς Ἑλλάδος. ἃ δὲ πᾶσι περὶ παντός ἐστι, ταῦτα ἂν τοῖς ἀδικήσασιν ἐνεχείρισα. [20] σκέψασθε δὲ καὶ τόδε. πῶς οὐκ ἂν ἀβίωτος ἦν ὁ βίος μοι πράξαντι ταῦτα; ποῖ γὰρ τραπέσθαι με χρῆν; πότερον εἰς τὴν Ἑλλάδα; δίκην δώσοντα τοῖς ἠδικημένοις; τίς δ᾽ ἂν ἀπείχετό μου τῶν κακῶς πεπονθότων; ἀλλὰ μένειν ἐν τοῖς βαρβάροις; παραμελήσαντα πάντων τῶν μεγίστων, ἐστερημένον τῆς καλλίστης τιμῆς, ἐν αἰσχίστῃ δυσκλείᾳ διάγοντα, τοὺς ἐν τῷ παροιχομένῳ βίῳ πόνους ἐπ᾽ ἀρετῇ πεπονημένους ἀπορρίψαντα; καὶ ταῦτα δι᾽ ἐμαυτόν, ὅπερ αἴσχιστον ἀνδρί, δυστυχεῖν δι᾽ αὑτόν. [21] οὐ μὴν οὐδὲ παρὰ τοῖς βαρβάροις πιστῶς ἂν διεκείμην· πῶς γάρ, οἵτινες ἀπιστότατον ἔργον συνηπίσταντό μοι πεποιηκότι, τοὺς φίλους τοῖς ἐχθροῖς παραδεδωκότι; βίος δὲ οὐ βιωτὸς πίστεως ἐστερημένῳ. χρήματα μὲν γὰρ ἀποβαλὼν ‹ἢ› τυραννίδος ἐκπεσὼν ἢ τὴν πατρίδα φυγὼν ἀναλάβοι τις ἄν· ὁ δὲ πίστιν ἀποβαλὼν οὐκ ἂν ἔτι κτήσαιτο. ὅτι μὲν οὖν οὔτ᾽ ἂν ‹ἐδυνάμην βουλόμενος οὔτ᾽ ἂν δυνάμενος› ἐβουλόμην προδοῦναι τὴν Ἑλλάδα, διὰ τῶν προειρημένων δέδεικται.

[11] Αλλά έστω ότι έγιναν αυτά που δεν έγιναν. Συναντηθήκαμε, μιλήσαμε, συνεννοηθήκαμε, πήρα απ᾽ αυτούς χρήματα, τα πήρα κρυφά και τα έκρυψα. Θα έπρεπε μετά να κάνω αυτά για τα οποία έγιναν όλα τούτα. Και αυτό είναι ακόμα πιο αδύνατον απ᾽ τα όσα ανέφερα προηγουμένως. Γιατί θα είχα ενεργήσει είτε μόνος μου είτε μαζί με άλλους· αλλά η πράξη αυτή χρειάζεται περισσότερους από έναν. Μαζί με άλλους λοιπόν; Με ποιούς; Με τους συντρόφους μου προφανώς. Και τί, με τους ελεύθερους ή με τους δούλους; Γιατί οι ελεύθεροι σύντροφοί μου είσαστε εσείς. Ποιός λοιπόν από σας το γνωρίζει; Ας το πει. Από την άλλη μεριά πώς να πιστέψει κανείς ότι χρησιμοποίησα δούλους; Γιατί αυτοί καταγγέλλουν και από μόνοι τους προκειμένου να κερδίσουν την ελευθερία τους, αλλά και όταν εξαναγκαστούν με βασανιστήρια. [12] Και η πράξη η ίδια με ποιόν τρόπο θα μπορούσε να γίνει; Προφανώς θα έπρεπε να φέρω μέσα στο στρατόπεδο δυνάμεις εχθρικές, ανώτερες από σας· πράγμα αδύνατον. Γιατί με ποιόν τρόπο θα τους έβαζα μέσα; Μήπως από τις πύλες; Μα δεν είναι στη δικαιοδοσία μου ούτε να τις κλείνω ούτε να τις ανοίγω, παρά υπάρχουν φρούραρχοι που έχουν αυτή την αρμοδιότητα. Μήπως όμως πάνω από τα τείχη με σκάλα; Μα δεν θα με έβλεπαν; Αφού παντού είναι γεμάτο φρουρές. Μήπως λοιπόν τρυπώντας το τείχος; Μα τότε θα το έβλεπαν οι πάντες. Γιατί σε καιρό πολέμου ζούμε στο ύπαιθρο —στρατόπεδο είναι— και όλοι τα βλέπουν όλα, και όλοι είναι κάτω από τα βλέμματα όλων. Επομένως μου ήταν εντελώς αδύνατον να κάνω με οποιονδήποτε τρόπο οτιδήποτε απ᾽ όλα αυτά.
[13] Σκεφτείτε μαζί και τούτο: έστω και αν είχα, κατ᾽ εξαίρεση, τη δυνατότητα να τα κάνω όλα αυτά, με ποιό σκοπό θα ήθελα να τα κάνω; Γιατί κανείς δεν θέλει έτσι, χωρίς ανταμοιβή, να διατρέξει μέγιστους κινδύνους, ούτε να φορτωθεί το πιο μεγάλο από τα κρίματα. Αλλά τότε —ξαναγυρίζω τώρα σ᾽ αυτό το ζήτημα— για ποιό λόγο; Μήπως για χάρη της εξουσίας; Πάνω σε σας ή στους βαρβάρους; Μα πάνω σε σας είναι αδύνατον, αφού είσαστε τόσοι πολλοί και τόσο σπουδαίοι, αφού διαθέτετε τα πιο μεγάλα προσόντα, αρετή των προγόνων, πλήθος χρημάτων, ανδρεία, υψηλό φρόνημα, βασιλική εξουσία πάνω στις πολιτείες σας. [14] Μήπως πάνω στους βαρβάρους; Και ποιός θα μου την παρέδιδε; Και εγώ, ένας Έλληνας, με ποιά δύναμη θα έπαιρνα την εξουσία πάνω σε βαρβάρους, ένας εγώ από πολλούς; Με την πειθώ ή με τη βία; Γιατί ούτε εκείνοι θα ήθελαν να πεισθούν, ούτε εγώ θα μπορούσα να τους εξαναγκάσω με τη βία. Μήπως όμως επρόκειτο να την παραδώσουν πρόθυμα στη δική μου προθυμία, δίνοντας την ως αμοιβή της προδοσίας μου; Μα θα πρέπει κανείς να είναι πολύ ανόητος για να πιστέψει και να παραδεχτεί κάτι τέτοιο· ποιός θα διάλεγε τη σκλαβιά από τη βασιλεία, αντί για το μέγιστο αγαθό το χειρότερο κακό; [15] Μπορεί κανείς να πει ότι τα επιχείρησα αυτά από αγάπη για τον πλούτο και το χρήμα· Όμως χρήματα έχω αρκετά και δεν χρειάζομαι πολλά· πολλά χρήματα έχουν ανάγκη όσοι ξοδεύουν πολλά και όχι αυτοί που είναι υπεράνω των ηδονών της φύσης, αλλά αυτοί που είναι σκλάβοι των ηδονών και αποζητούν να αποκτήσουν δόξα από τα πλούτη και τα μεγαλεία. Τίποτε απ᾽ αυτά όμως δεν ισχύει για μένα. Και για να αποδείξω ότι λέω την αλήθεια, επικαλούμαι ως αδιάψευστο μάρτυρα τον πρότερο βίο μου· και του μάρτυρα αυτού μάρτυρες είσαστε εσείς· γιατί σύντροφοί μου είσαστε, και έτσι τα γνωρίζετε αυτά. [16] Αλλά ούτε για χάρη της δόξας θα επιχειρούσε κανείς τέτοιες πράξεις αν είχε λίγο μυαλό. Γιατί οι τιμές έρχονται από την αρετή, όχι από την κακία· και τί τιμή θα μπορούσε να έχει ένας προδότης της Ελλάδας; Άλλωστε δεν μου έλειπε η δόξα· γιατί με τιμούσαν οι πιο τιμημένοι για το πιο τιμημένο πράγμα: εσείς για τη σοφία μου. [17] Αλλά ούτε και για χάρη της ασφάλειας θα μπορούσε κανείς να τα κάνει αυτά. Γιατί ο προδότης είναι εχθρός για όλους: για το νόμο, για τη δικαιοσύνη, για τους θεούς, για τους περισσότερους ανθρώπους· αφού παραβαίνει το νόμο, καταλύει τη δικαιοσύνη, καταστρέφει πλήθος ανθρώπων και ατιμάζει το θείο. Και τούτου η ζωή είναι εκτεθειμένη στους πιο μεγάλους κινδύνους. [18] Μήπως όμως επιδίωκα να ωφελήσω τους φίλους μου ή να βλάψω τους εχθρούς μου; Γιατί μπορεί κανείς να κάνει άδικες πράξεις και γι᾽ αυτό. Με μένα όμως θα συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο· θα έκανα κακό στους φίλους και θα ωφελούσα τους εχθρούς. Επομένως η πράξη μου δεν θα μου απέφερε κανένα όφελος· και κανένας δεν μηχανεύεται κάτι από επιθυμία να πάθει κακό. [19] Απομένει όμως να εξετάσουμε αν έκανα την πράξη για να αποφύγω κάτι φοβερό, οδυνηρό ή επικίνδυνο. Απ᾽ αυτά όμως κανείς δεν θα μπορούσε να πει ότι κάποιο ταιριάζει για την περίπτωσή μου. Όλοι κάνουν όλα όσα κάνουν για τούτα τα δύο: ή για να αποκτήσουν κάποιο κέρδος ή για να αποφύγουν κάποια ζημιά· και ό,τι μηχανεύεται κανείς έξω απ᾽ αυτά, αν το έκανα, είναι προφανές ότι θα έκανα κακό στον εαυτό μου· αφού προδίδοντας την Ελλάδα θα πρόδιδα τον εαυτό μου, τους γονείς μου, τους φίλους μου, την τιμή των προγόνων, τα πατροπαράδοτα ιερά, τους τάφους, την πιο μεγάλη πατρίδα, την Ελλάδα. Και αυτά που για όλους αποτελούν την ύψιστη αξία, αυτά θα τα είχα παραδώσει σ᾽ αυτούς που τα έβλαψαν. [20] Αλλά σκεφτείτε και το εξής: αν τα είχα κάνει αυτά δεν θα γινόταν αβίωτος ο βίος μου; Γιατί πού θα έπρεπε να στραφώ; Στην Ελλάδα; Να υποστώ την τιμωρία απ᾽ αυτούς που έβλαψα; Ποιός θα μου χαριζόταν απ᾽ όσους θα είχαν πάθει κακό εξαιτίας μου; Να μείνω με τους βαρβάρους; Να παραμελήσω έτσι όλα τα πιο σημαντικά πράγματα, στερημένος από τη πιο καλή δόξα, περνώντας τη ζωή μου μέσα στη χειρότερη ντροπή, πετώντας τους κόπους που κατέβαλα στην προηγούμενη ζωή μου για την αρετή; Και αυτά εξαιτίας εμού του ίδιου, πράγμα που είναι το χειρότερο για έναν άνθρωπο, να πέφτει σε δυστυχία εξαιτίας του ίδιου του εαυτού του. [21] Όμως ούτε και οι βάρβαροι θα μου είχαν εμπιστοσύνη· πώς, αφού θα γνώριζαν και εκείνοι ότι θα είχα διαπράξει τη μεγαλύτερη απιστία, παραδίδοντας τους φίλους μου στους εχθρούς; Και χωρίς εμπιστοσύνη, ο βίος είναι αβίωτος. Γιατί αν κανείς χάσει χρήματα ή εξουσία ή διωχτεί από τη πατρίδα του, μπορεί να τα ανακτήσει· όμως όποιος χάσει την εμπιστοσύνη των άλλων δεν μπορεί πια ξανά να την αποκτήσει. Αποδείχθηκε λοιπόν με όσα είπα ότι ούτε αν ήθελα θα μπορούσα, ούτε αν μπορούσα θα ήθελα να προδώσω την Ελλάδα.