Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον (Ἠθικὰ 146b-164d) (147b-148b)


«Ἀλλὰ τοῦτο μέν,» εἶπεν ὁ Θαλῆς, «Πιττακοῦ ἐστιν, εἰρημένον ἐν παιδιᾷ ποτε πρὸς Μυρσίλον· [147c] ἐγὼ δὲ θαυμάσαιμ᾽ ἄν,» ἔφη, «οὐ τύραννον ἀλλὰ κυβερνήτην γέροντα θεασάμενος. πρὸς δὲ τὴν μετάθεσιν τὸ τοῦ νεανίσκου πέπονθα τοῦ βαλόντος μὲν ἐπὶ τὴν κύνα πατάξαντος δὲ τὴν μητρυιὰν καὶ εἰπόντος “οὐδ᾽ οὕτω κακῶς.” διὸ καὶ Σόλωνα σοφώτατον ἡγησάμην οὐ δεξάμενον τυραννεῖν. καὶ Πιττακὸς οὗτος εἰ μοναρχίᾳ μὴ προσῆλθεν, οὐκ ἂν εἶπεν ὡς “χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι.” Περίανδρος δ᾽ ἔοικεν ὥσπερ ἐν νοσήματι πατρῴῳ τῇ τυραννίδι κατειλημμένος οὐ φαύλως ἐξαναφέρειν, χρώμενος ὁμιλίαις ὑγιειναῖς ἄχρι γε νῦν καὶ συνουσίας ἀνδρῶν νοῦν ἐχόντων ἐπαγόμενος, [147d] ἃς δὲ Θρασύβουλος αὐτῷ κολούσεις τῶν ἄκρων οὑμὸς πολίτης ὑφηγεῖται μὴ προσιέμενος. γεωργοῦ γὰρ αἴρας καὶ ὀνώνιδας ἀντὶ πυρῶν καὶ κριθῶν συγκομίζειν ἐθέλοντος οὐδὲν διαφέρει τύραννος ἀνδραπόδων μᾶλλον ἄρχειν ἢ ἀνδρῶν βουλόμενος· ἓν γὰρ ἀντὶ πολλῶν κακῶν ἀγαθὸν αἱ δυναστεῖαι τὴν τιμὴν ἔχουσι καὶ τὴν δόξαν, ἄνπερ ἀγαθῶν ὡς κρείττονες ἄρχωσι καὶ μεγάλων μείζονες εἶναι δοκῶσι· τὴν δ᾽ ἀσφάλειαν ἀγαπῶντας ἄνευ τοῦ καλοῦ προβάτων ἔδει πολλῶν καὶ ἵππων καὶ βοῶν ἄρχειν, μὴ ἀνθρώπων. ἀλλὰ γὰρ εἰς οὐδὲν προσήκοντας [147e] ἐμβέβληκεν ἡμᾶς,» ἔφη, «ὁ ξένος οὑτοσὶ λόγους, ἀμελήσας λέγειν τε καὶ ζητεῖν ἃ ἁρμόττει ἐπὶ δεῖπνον βαδίζουσιν. ἦ γὰρ οὐκ οἴει, καθάπερ ἑστιάσοντος ἔστι τις παρασκευή, καὶ δειπνήσοντος εἶναι; Συβαρῖται μὲν γὰρ ὡς ἔοικε πρὸ ἐνιαυτοῦ τὰς κλήσεις ποιοῦνται τῶν γυναικῶν, ὅπως ἐκγένοιτο κατὰ σχολὴν παρασκευασαμέναις ἐσθῆτι καὶ χρυσῷ φοιτᾶν ἐπὶ τὸ δεῖπνον· ἐγὼ δὲ πλείονος οἶμαι χρόνου δεῖσθαι τὴν ἀληθινὴν τοῦ δειπνήσοντος ὀρθῶς παρασκευήν, ὅσῳ χαλεπώτερόν ἐστιν ἤθει τὸν πρέποντα κόσμον ἢ σώματι τὸν περιττὸν [147f] ἐξευρεῖν καὶ ἄχρηστον. οὐ γὰρ ὡς ἀγγεῖον ἥκει κομίζων ἑαυτὸν ἐμπλῆσαι πρὸς τὸ δεῖπνον ὁ νοῦν ἔχων, ἀλλὰ καὶ σπουδάσαι τι καὶ παῖξαι καὶ ἀκοῦσαι καὶ εἰπεῖν ὡς ὁ καιρὸς παρακαλεῖ τοὺς συνόντας, εἰ μέλλουσι μετ᾽ ἀλλήλων ἡδέως ἔσεσθαι. καὶ γὰρ καὶ ὄψον πονηρὸν ἔστι παρώσασθαι, κἂν οἶνος ᾖ φαῦλος, ἐπὶ τὰς νύμφας καταφυγεῖν· σύνδειπνος δὲ κεφαλαλγὴς καὶ βαρὺς καὶ ἀνάγωγος παντὸς μὲν οἴνου καὶ ὄψου πάσης δὲ μουσουργοῦ χάριν ἀπόλλυσι καὶ λυμαίνεται, καὶ οὐδ᾽ ἀπεμέσαι [148a] τὴν τοιαύτην ἀηδίαν ἕτοιμόν ἐστιν, ἀλλ᾽ ἐνίοις εἰς ἅπαντα τὸν βίον ἐμμένει τὸ πρὸς ἀλλήλους δυσάρεστον, ὥσπερ ἑωλοκρασία τις ὕβρεως ἢ ὀργῆς ἐν οἴνῳ γενομένης. ὅθεν ἄριστα Χίλων, καλούμενος ἐχθές, οὐ πρότερον ὡμολόγησεν ἢ πυθέσθαι τῶν κεκλημένων ἕκαστον. ἔφη γὰρ ὅτι σύμπλουν ἀγνώμονα δεῖ φέρειν καὶ σύσκηνον οἷς πλεῖν ἀνάγκη καὶ στρατεύεσθαι· τὸ δὲ συμπόταις ἑαυτὸν ὡς ἔτυχε καταμιγνύειν οὐ νοῦν ἔχοντος ἀνδρός ἐστιν. ὁ δ᾽ Αἰγύπτιος σκελετός, ὃν ἐπιεικῶς εἰσφέροντες εἰς τὰ συμπόσια προτίθενται καὶ [148b] παρακαλοῦσι μεμνῆσθαι τάχα δὴ τοιούτους ἐσομένους, καίπερ ἄχαρις καὶ ἄωρος ἐπίκωμος ἥκων, ὅμως ἔχει τινὰ καιρόν, καὶ εἰ μὴ πρὸς τὸ πίνειν καὶ ἡδυπαθεῖν ἀλλὰ πρὸς φιλίαν καὶ ἀγάπησιν ἀλλήλων προτρέπεται, καὶ παρακαλεῖ τὸν βίον μὴ τῷ χρόνῳ βραχὺν ὄντα πράγμασι κακοῖς μακρὸν ποιεῖν.»


«Μα η φράση αυτή», είπε ο Θαλής, «είναι του Πιττακού, που την είπε κάποτε σε μια ομαδική διασκέδαση ενσχέσει με τον Μυρσίλο· [147c] εμένα», είπε, «θα με παραξένευε πολύ, αν έβλεπα όχι γέρο τύραννο, αλλά γέρο κυβερνήτη πλοίου. Όσο για τη μετακίνηση της φράσης, συνέβη και σ᾽ εμένα ό,τι σ᾽ εκείνον τον νεαρό που πέταξε μια πέτρα για να χτυπήσει το σκυλί του, χτύπησε όμως τη μητριά του και —τότε— είπε: “Και έτσι δεν είναι άσχημα”. Γι᾽ αυτό και θεώρησα σοφότατο τον Σόλωνα που δεν δέχτηκε να γίνει τύραννος. Αλλά και ο Πιττακός επίσης, αν δεν είχε γίνει μονάρχης, δεν θα είχε πει πως είναι “δύσκολο να είναι κανείς καλός”. Όσο για τον Περίανδρο, μολονότι η τυραννίδα τον πρόσβαλε σαν κληρονομική αρρώστια, φαίνεται πως συνέρχεται καλά από την αρρώστια του χάρη στις υγιεινές συντροφιές που έχει ώς τώρα και στη συναναστροφή με μυαλωμένους ανθρώπους που εξασφαλίζει στον εαυτό του, [147d] αποκρούοντας την υπόδειξη του συμπολίτη μου Θρασύβουλου να κόβει όσες κορυφές προεξέχουν. Γιατί ο τύραννος που προτιμάει να κυβερνάει ανδράποδα παρά ελεύθερους ανθρώπους δεν διαφέρει καθόλου από τον γεωργό που θέλει να συγκομίζει όχι σιτάρι και κριθάρι αλλά ήρες και τριβόλια· γιατί τα τυραννικά καθεστώτα ένα μόνο καλό έχουν ως αντιστάθμισμα για τα πολλά κακά τους, την τιμή και τη δόξα — αν βέβαια οι τύραννοι κυβερνούν καλούς ανθρώπους φροντίζοντας να είναι καλύτεροι από αυτούς και αν φαίνεται να ξεπερνούν τους πολίτες τους στη μεγαλοσύνη· αν όμως μένουν ευχαριστημένοι με την ασφάλεια δίχως την τιμή, ε τότε θα έπρεπε να κυβερνούν κοπάδια πρόβατα, άλογα και βόδια, και όχι ανθρώπους. Τούτος εδώ, πάντως, ο ξένος μας [147e] μάς έμπλεξε», είπε, «σε συζητήσεις τελείως αταίριαστες, παραλείποντας να μιλάει και να διερευνά θέματα που ταιριάζουν σε ανθρώπους που πηγαίνουν σε δείπνο. Αλήθεια, δεν νομίζεις ότι, όπως ακριβώς πρέπει να προετοιμασθεί με κάποιον τρόπο αυτός που θα παραθέσει το δείπνο, πρέπει επίσης να προετοιμασθεί και αυτός που θα συμμετάσχει στο δείπνο; Οι Συβαρίτες, επί παραδείγματι, κάνουν τις προσκλήσεις των γυναικών πριν από ένα χρόνο, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να προσέλθουν στο δείπνο έχοντας ετοιμάσει με την ησυχία τους τα φορέματα και τα κοσμήματά τους. Εγώ προσωπικά είμαι της γνώμης ότι η σωστή προετοιμασία αυτού που θα συμμετάσχει στο δείπνο με τον καθωσπρέπει τρόπο, απαιτεί περισσότερο χρόνο, και ο λόγος είναι ότι είναι δυσκολότερο να βρει κανείς τα στολίδια που ταιριάζουν στο χαρακτήρα και στην ψυχή [147f] παρά να βρει τα περιττά και άχρηστα για το σώμα στολίδια. Γιατί ο νουνεχής άνθρωπος δεν φέρνει τον εαυτό του στο δείπνο σαν ένα αγγείο για να το γεμίσει, αλλά και για να ασχοληθεί με κάτι σοβαρό, να διασκεδάσει, να ακούσει και να πει πράγματα που η περίσταση απαιτεί από τους συνδαιτημόνες, αν είναι όλοι τους να περάσουν εκεί ευχάριστα. Ένα άνοστο φαγητό μπορείς να το βάλεις στην άκρη· αν το κρασί είναι κακό, μπορείς να καταφύγεις στο νερό· ο σύνδειπνος όμως που πονοκεφαλιάζει τους υπόλοιπους και είναι φορτικός και απαίδευτος χαλάει και καταστρέφει την ευχαρίστηση κάθε κρασιού, κάθε φαγητού και κάθε τραγουδίστριας· και ούτε υπάρχει τρόπος να απαλλαγεί κανείς με εμετό [148a] από μια τέτοια αηδία, αλλά σε μερικούς η αμοιβαία δυσαρέσκεια παραμένει σε όλη τη ζωή τους — κάτι σαν εωλοκρασία από κάποια προσβλητική συμπεριφορά ή από ξέσπασμα θυμού λόγω οινοποσίας. Έκανε λοιπόν πολύ καλά χτες ο Χίλωνας που, όταν πήρε την πρόσκληση, δεν την αποδέχτηκε αμέσως παρά μόνο όταν έμαθε έναν έναν τους καλεσμένους. Είπε, πράγματι, ότι έναν απερίσκεπτο συνταξιδιώτη της θάλασσας ή σύντροφο στη σκηνή είναι υποχρεωμένοι να τον ανεχθούν όσοι βρίσκονται στην ανάγκη να ταξιδέψουν ή να πάρουν μέρος σε μια εκστρατεία· το να αφήνει όμως κανείς στην τύχη να αποφασίσει με ποιούς θα βρεθεί στο συμπόσιο, δεν δείχνει μυαλωμένο άνθρωπο. Ο σκελετός που οι Αιγύπτιοι τον φέρνουν —πολύ σωστά— στα συμπόσια και τον βάζουν μπροστά στους συμπότες [148b] προτρέποντάς τους με αυτόν τον τρόπο να θυμούνται ότι σύντομα θα γίνουν και αυτοί έτσι, μολονότι έρχεται σαν ένας άχαρος και καθυστερημένος συνδιασκεδαστής, έχει, παρ᾽ όλα αυτά, κάτι που ταιριάζει με την περίσταση, και αν δεν παρακινεί στο ποτό και στην απόλαυση, παρακινεί όμως στη φιλία και στην αμοιβαία συμπάθεια, και προτρέπει τη ζωή που είναι χρονικά σύντομη να μη τη μακραίνουμε με άσχημες συμπεριφορές.»