[1.5.1] Έτσι λεν οι Πέρσες πως έγιναν τα πράγματα, και στην άλωση του Ιλίου βρίσκουν την αιτία της έχθρας τους προς του Έλληνες. [1.5.2] Για την Ιώ δε συμφωνούν με τους Πέρσες οι Φοίνικες· γιατί δεν την άρπαξαν αυτοί, λένε, και δεν την έφεραν στην Αίγυπτο, αλλά ότι στο Άργος έσμιξε με τον καπετάνιο του καραβιού και, όταν κατάλαβε πως ήταν έγκυος, από ντροπή για τους γονείς της — έτσι λοιπόν από μόνη της έφυγε με τα καράβια των Φοινίκων, για να μην προδοθεί. [1.5.3] Αυτά λεν οι Πέρσες και οι Φοίνικες. Εγώ όμως δεν έρχομαι να μιλήσω γι᾽ αυτά, αν έγιναν έτσι ή κάπως αλλιώς, αλλά εκείνον που ο ίδιος ξέρω ότι πρώτος άρχισε τα άδικα έργα στους Έλληνες, αυτόν πρώτα θα παρουσιάσω και θα προχωρήσω στη συνέχεια της ιστορίας μου σταματώντας το ίδιο σε μικρές και μεγάλες πόλεις ανθρώπων. [1.5.4] Γιατί όσες ήταν μεγάλες παλιότερα, οι πιο πολλές τους έχουν γίνει μικρές, κι όσες στα χρόνια μου ήταν μεγάλες, πριν ήταν μικρές. Την ανθρώπινη λοιπόν ευδαιμονία ξέροντάς την, πως δε στέκει αμετακίνητη, θα μνημονεύσω το ίδιο και τις δύο. [1.6.1] Ο Κροίσος ήταν Λυδός στην καταγωγή, γιος του Αλυάττη και τύραννος των εθνών εκείνων που μένουν στη μέσα μεριά του Άλη ποταμού, που από τα μεσημβρινά τρέχει ανάμεσα στους Σύριους και τους Παφλαγόνες και χύνεται βορεινά στον καλούμενο Εύξεινο πόντο. [1.6.2] Αυτός ο Κροίσος πρώτος, όσο ξέρουμε, από τους βαρβάρους, άλλους από τους Έλληνες τους έκανε φόρου υποτελείς και άλλους τούς κέρδισε με το μέρος του ως φίλους. Έκανε φόρου υποτελείς τους Ίωνες και τους Αιολείς και τους Δωριείς της Μικράς Ασίας, κέρδισε με το μέρος του ως φίλους τους Λακεδαιμόνιους. [1.6.3] Πριν από την αρχή του Κροίσου όλοι οι Έλληνες ήταν ελεύθεροι. Γιατί των Κιμμερίων ο στρατός που έφτασε στην Ιωνία, όντας αρχαιότερος από του Κροίσου, δεν προχώρησε στην καθυπόταξη των πόλεων, αλλά έκανε επιδρομή και αρπαγές. [1.7.1] Η ηγεμονία, που ήταν πρώτα των Ηρακλειδών, πέρασε στα χέρια της γενιάς του Κροίσου, στους Μερμνάδες, έτσι: [1.7.2] Ήταν ο Κανδαύλης, που οι Έλληνες τον λεν Μυρσίλο, τύραννος των Σαρδίων και απόγονος του Αλκαίου, γιου του Ηρακλή. Γιατί ο Άγρων, γιος του Νίνου γιου του Βήλου γιου του Αλκαίου, έγινε πρώτος Ηρακλείδης βασιλιάς των Σαρδίων· ο Κανδαύλης, ο γιος του Μύρσου, τελευταίος. [1.7.3] Όσοι βασίλευσαν στη χώρα αυτή πριν από τον Άγρωνα ήταν απόγονοι του Λυδού, γιου του Άτη, από όπου πήρε ο λύδιος λαός ολόκληρος το όνομά του, αυτός που πρώτα ονομαζόταν Μηίων. [1.7.4] Από αυτούς και με τη συγκατάθεσή τους πήραν την αρχή, στηριγμένοι σε χρησμό, οι Ηρακλείδες, που κρατούσε η γενιά τους από μια δούλη του Ιαρδάνου και από τον Ηρακλή και που βασίλευσαν είκοσι δύο γενιές, πεντακόσια πέντε χρόνια, κάθε γιος κληρονομώντας την αρχή από τον πατέρα του, ώς τον Κανδαύλη, το γιο του Μύρσου. [1.8.1] Αυτός λοιπόν ο Κανδαύλης ερωτεύθηκε τη γυναίκα του, και ερωτευμένος μαζί της πίστευε πως η γυναίκα του είναι πολύ πιο όμορφη από όλες τις άλλες. Από μια τέτοια πίστη —γιατί ήταν ένας από τους δορυφόρους του ο Γύγης, ο γιος του Δασκύλου, που είχε κερδίσει την εύνοιά του— σ᾽ αυτόν λοιπόν το Γύγη εμπιστευόταν ο Κανδαύλης τις σπουδαιότερες υποθέσεις του, και του παινούσε ξεχωριστά και την ομορφιά της γυναίκας του. [1.8.2] Δεν πέρασε πολύς καιρός —γιατί ήταν γραμμένο του Κανδαύλη να κακοπάθει— κι έλεγε μια μέρα του Γύγη τέτοια λόγια: «Γύγη, επειδή δε νομίζω πως πείθεσαι σε όσα σου λέω για την ομορφιά της γυναίκας μου (στα αυτιά συμβαίνει οι άνθρωποι να πιστεύουν λιγότερο απ᾽ ό,τι στα μάτια), δέξου να την δεις εκείνη γυμνή». [1.8.3] Αυτός όμως αναφώνησε κι είπε: «Κύριέ μου, τί λόγο αρρωστημένο μού λες, παρακινώντας με, την κυρά μου να την δω γυμνή; Μα από τη στιγμή που μια γυναίκα βγάζει το ρούχο της, αφήνει ακάλυπτη και την ντροπή της. [1.8.4] Από τα παλιά χρόνια βρήκαν οι άνθρωποι γνώμες σοφές, που πρέπει να μας διδάσκουν· μια από αυτές είναι και τούτη: να κοιτάζει καθένας τη δουλειά του. Εγώ δέχομαι πως εκείνη είναι από όλες τις γυναίκες η πιο όμορφη και σου ζητώ να μη ζητάς πράγματα άνομα». [1.9.1] Έτσι μιλώντας πάσχιζε να το αποφύγει, από φόβο μήπως τον βρει κάποιο κακό. Όμως εκείνος του απαντούσε μ᾽ αυτά τα λόγια: «Θάρρος, Γύγη, και μη φοβάσαι ούτε εμένα, πως ίσως θέλοντας να σε δοκιμάσω κάνω μια τέτοια πρόταση, ούτε τη γυναίκα μου, μήπως από κείνη σε βρει κάποιο κακό· [1.9.2] γιατί εγώ θα σε βάλω μέσα στο δωμάτιο που κοιμόμαστε, πίσω από το ανοιχτό θυρόφυλλο· αμέσως μετά από μένα θα έρθει και η γυναίκα μου για ύπνο. Βρίσκεται κοντά στην είσοδο ένα θρονί· πάνω σ᾽ αυτό βγάζοντας ένα προς ένα τα ρούχα της θα τα αποθέσει, και θα μπορέσεις με όλη σου την ησυχία να τη θαυμάσεις. [1.9.3] Όταν από το θρονί προχωρήσει προς το κρεβάτι, και έτσι βρεθείς πίσω από την πλάτη της, κοίτα μόνος σου αποκεί και πέρα να μη σε δει που θα γλιστράς από την πόρτα». [1.10.1] Ο Γύγης λοιπόν, μια και δε γινόταν να το ξεφύγει, δέχτηκε. Και ο Κανδαύλης, όταν είδε πως είναι ώρα για ύπνο, έμπασε το Γύγη στο δωμάτιο, και ύστερα αμέσως παρουσιάστηκε και η γυναίκα του. Την ώρα που μπήκε κι απόθετε τα ρούχα της, τη θαύμαζε ο Γύγης. [1.10.2] Μόλις ωστόσο βρέθηκε πίσω από την πλάτη της, καθώς προχωρούσε η γυναίκα στο κρεβάτι, γλίστρησε να βγει έξω. Μα η γυναίκα τον είδε καλά την ώρα που ξεγλιστρούσε. Ένιωσε τί της είχε κάνει ο άνδρας της, όμως ούτε φώναξε, μ᾽ όλη της την ντροπή, ούτε έδειξε πως το κατάλαβε, έχοντας στο νου της να εκδικηθεί τον Κανδαύλη. [1.10.3] Γιατί στους Λυδούς, όπως επίσης και στους άλλους βαρβάρους, είναι μεγάλη ντροπή ακόμη και έναν άντρα να τον δουν γυμνό. [1.11.1] Τότε λοιπόν η βασίλισσα δίχως να δείξει το παραμικρό κράτησε την ψυχραιμία της. Όμως ευθύς ως ξημέρωσε, εξασφάλισε τη συμπαράσταση εκείνων των υπηρετών που τους ήξερε να της είναι πολύ πιστοί, και έστειλε να φωνάξουν το Γύγη. Και αυτός δίχως να του περάσει από το μυαλό ότι η βασίλισσα ξέρει τα πράγματα, ήρθε στην πρόσκλησή της. Γιατί συνήθιζε και πριν, κάθε φορά που εκείνη τον καλούσε, να έρχεται κοντά της. [1.11.2] Μόλις ο Γύγης έφτασε, του μίλησε η γυναίκα έτσι: «Τώρα σου ανοίγονται δύο δρόμοι, Γύγη, και σου δίνω το δικαίωμα να πάρεις όποιον από τους δύο θέλεις: ή σκότωσε τον Κανδαύλη και πάρε εμένα και τη βασιλεία των Λυδών, ή ο ίδιος αμέσως τώρα πρέπει να πεθάνεις, για να μη γίνει και δεις του λοιπού με την τυφλή σου υπακοή στον Κανδαύλη όσα δε σου επιτρέπεται. [1.11.3] Αλλά ή εκείνος που τα μηχανεύτηκε αυτά πρέπει να αφανιστεί, ή εσύ που εμένα με είδες γυμνή κάνοντας μια πράξη άπρεπη». Ο Γύγης στην αρχή τα έχασε με τα λόγια της, ύστερα την παρακαλούσε να μην τον φέρει στην ανάγκη να κάνει μια τέτοια εκλογή. [1.11.4] Όμως παρόλα αυτά δεν την έπειθε κι έβλεπε ότι η ανάγκη πραγματικά τον πίεζε να διαλέξει: ή να σκοτώσει τον κύριό του ή να αφήσει να τον σκοτώσουν αυτόν οι άλλοι — διαλέγει να ζήσει ο ίδιος. Τότε λοιπόν πρόσθεσε την ακόλουθη ερώτηση: «Μια και με αναγκάζεις να σκοτώσω τον αφέντη μου, κι ας μην το θέλω, πες μου να ακούσω με ποιό τρόπο θα του επιτεθούμε». [1.11.5] Και εκείνη πήρε το λόγο και είπε: «Από το ίδιο μέρος θά ᾽ρθει το χτύπημα, από όπου και κείνος με έδειξε γυμνή· πάνω στον ύπνο θα τον βρει». [1.12.1] Όταν κατέστρωσαν το σχέδιο, σα νύχτωσε (γιατί δε γινόταν πια ο Γύγης να ξεφύγει ούτε κι υπήρχε τρόπος να απαλλαγεί, αλλά έπρεπε ή τον εαυτό του να αφανίσει ή τον Κανδαύλη), ακολουθούσε στον κοιτώνα τη γυναίκα και κείνη του έδωσε ένα μαχαίρι και τον έκρυψε πίσω από το ίδιο θυρόφυλλο. [1.12.2] Μετά, την ώρα που ο Κανδαύλης κοιμόταν, βγήκε πίσω από την πόρτα και τον σκότωσε, και έτσι πήρε και τη γυναίκα του και τη βασιλεία του ο Γύγης. Τον θυμήθηκε και ο Αρχίλοχος ο Πάριος, που έζησε στα ίδια χρόνια, σε ένα του στίχο. [1.13.1] Κέρδισε ο Γύγης τη βασιλεία και έγινε κρατερός με δελφικό χρησμό. Γιατί έτσι που οι Λυδοί πήραν βαριά το πάθος του Κανδαύλη και σήκωσαν τα όπλα, ήρθαν τελικά σε συμβιβασμό οι στασιαστές του Γύγη και οι υπόλοιποι Λυδοί με τον όρο, αν το μαντείο δεχτεί να γίνει αυτός βασιλιάς των Λυδών, τότε να βασιλεύσει, αλλιώτικα να δώσει πίσω στους Ηρακλείδες την αρχή. [1.13.2] Το μαντείο δέχτηκε κι έτσι βασίλευσε ο Γύγης. Τόσο μονάχα πρόσθεσε η Πυθία· ότι θα πέσει η εκδίκηση των Ηρακλειδών στον πέμπτο απόγονο του Γύγη. Όμως στο λόγο αυτόν ούτε οι Λυδοί ούτε οι βασιλιάδες τους δεν έδωσαν σημασία, παρά μόνο όταν εκπληρώθηκε. [1.14.1] Έτσι πήραν στα χέρια τους οι Μερμνάδες την τυραννίδα παραμερίζοντας τους Ηρακλείδες. Όταν ο Γύγης έγινε βασιλιάς, έστειλε πολλά αφιερώματα στους Δελφούς· προκειμένου για αφιερώματα από ασήμι, υπάρχουν πάρα πολλά δικά του στους Δελφούς· έξω όμως από ασήμι αφιέρωσε κι άλλο πολύ χρυσάφι και μάλιστα —κάτι που αξίζει να το θυμάται κανείς— έξι κρατήρες χρυσοί βρίσκονται εκεί, αφιερώματα δικά του· [1.14.2] είναι στημένοι στο θησαυρό των Κορινθίων και ζυγίζουν τριάντα τάλαντα. Στην πραγματικότητα ο θησαυρός δεν είναι του δήμου των Κορινθίων, αλλά του Κυψέλου, γιου του Ηετίωνα. Αυτός ο Γύγης πρώτος από τους βαρβάρους, όσο ξέρουμε, αφιέρωσε αναθήματα στους Δελφούς μετά το Μίδα, το γιο του Γορδία, το βασιλιά της Φρυγίας. [1.14.3] Γιατί βέβαια αφιέρωσε και ο Μίδας τον βασιλικό του θρόνο, που πάνω του καθισμένος δίκαζε μπροστά στο λαό — έργο αξιοθέατο. Βρίσκεται και αυτός ο θρόνος όπου και οι κρατήρες του Γύγη. Τα χρυσά αυτά κα ασημένια αναθήματα του Γύγη στους Δελφούς τα λεν Γυγάδα από το όνομα του αναθέτη. [1.14.4] Κίνησε κι αυτός επίσης στρατό, όταν πήρε την αρχή στα χέρια του, εναντίον της Μιλήτου και της Σμύρνης, και κυρίεψε την πόλη της Κολοφώνος. Αλλά επειδή άλλο έργο σπουδαίο δεν έγινε στα χρόνια της βασιλείας του, που κράτησε τριάντα οχτώ χρόνια, θα τον αφήσουμε με αυτά τα λίγα που διηγηθήκαμε. [1.15.1] Θα μιλήσω τώρα για τον Άρδη, τον γιο του Γύγη που βασίλευσε μετά το Γύγη. Αυτός πήρε την Πριήνη και μπήκε στη Μίλητο και στα χρόνια που ήταν τύραννος στις Σάρδεις, οι Κιμμέριοι, που τους ξεσήκωσαν από τα μέρη τους οι νομάδες Σκύθες, ήλθαν στην Ασία και κυρίεψαν τις Σάρδεις εκτός από την ακρόπολη. |