Ένα Ποντίκι μια φορά σαν μπόρεσε να φύγει
τα νύχια ενός Αγριόγατου, που το ᾽χε στο κυνήγι,
σε λίμνης άκρα εζύγωσε να πιεί, και να δροσίσει
50το διψασμένο αχείλι του, τη φλόγα του να σβήσει.
Συχνοβουτάει στο νερό τη μούρη και ρουφάει,
και τρομασμένο, ασίγητο, εδώ κι εκεί τηράει.
Μόν᾽ σαν απόπιε, εχόρτασε, κι ο φόβος λιγοστεύει,
τον τόπο να κατατηράει περσότερο θαρρεύει.
55Τόσο νερό θιαμαίνεται να πρωτοϊδεί ομπροστά του,
τις πρασινάδες χαίρεται οπὄχει ολόγυρά του.
Τον βλέπει ο μεγαλόφωνος, που στα νερά φυλάει,
και του σιμώνει σιγανά και τον γλυκορωτάει·
«Ξένε μου, πούθεν έρχεσαι; ποιός είσαι; κι οχ τί τόπο;
60μη φοβηθείς να μου το ειπείς, μην έχεις κάναν κόπο.
Γιατί αν από το στόμα σου την πάσα αλήθεια μάθω,
και σε γνωρίσω για σωστόν και φίλο δίχως λάθο,
σου τάζω μες στο σπίτι μου να σε φιλοξενήσω,
κι ως πρέπει με χαρίσματα πολλά να σε τιμήσω.
65Τι εγώ ειμαι ο Φουσκομάγουλος εκείνος, που τιμιούμαι
οχ τους Μπακάκους βασιλιάς, κι αφέντης τους λογιούμαι.
Υγιός Λασπά του βασιλιά, της Νεροθρόνας γέννα,
και κληρονόμος των γονιών που μ᾽ έκαμαν εμένα
οχ της αγάπης τον καημό ερωτολαβωμένοι,
70στου Ηριδανού του ποταμού τις όχθες ενωμένοι.
Αλλά κι εσύ μου φαίνεσαι σαν άξιος κι αντρειωμένος,
και δείχνεις να είσαι βασιλιάς με γνώση προικισμένος.
Πες μου λοιπόν και μην αργείς ν᾽ ακούσω τη γενιά σου,
για να με κάμεις γνώριμον και φίλον της καρδιάς σου».
75Ο Ποντικός με σοβαρά, σκυφτά τα βλέμματά του,
περήφανα αποκρίθηκε σ᾽ αυτό το ρώτημά του·
«Το γένος μου, κυρ Μπάκακα, παντού ειναι φημισμένο,
και από ζώα, και πουλιά, κι αθρώπους γνωρισμένο·
Τριμμούδης ονομάζομαι, και μ᾽ έκαμεν η μοίρα
80νά ειμαι μονάκριβος υγιός και βασιλιάδων κλήρα.
Του Ψωμοφάγου βασιλιά, που τα ποντίκια ορίζει,
για διάδοχο στο θρόνο του ο νόμος με διορίζει.
Κι η μάνα που με γέννησε, λογέται η Αμπαρούλα,
του Ξυγγομάση βασιλιά βαριά βασιλοπούλα·
85οπού σε τρύπα λογιαστή, ζωγραφιστή καμάρα,
βασιλικά μ᾽ ανάστησε μ᾽ αγάπη και λαχτάρα,
σε χάιδια και σ᾽ ανάπαψες σε χίλια δυο παιγνίδια·
και μ᾽ έθρεψε με κάστανα με σύκα με καρύδια,
και με λογής λογιών γλυκά, που ο νους σου δε χωράει,
90γιατί δεν τά ειδες πουθενά, ποτέ δεν τα ᾽χεις φάει.
Πώς είναι τώρα δυνατό να φιλιωθούμε αντάμα,
οπού δεν έχομε όμοιαση μηδέ καν σ᾽ ένα πράμα;
Εσύ έχεις μάθει στα νερά να ζεις ολοκαιρής σου,
σε ταύτα μέσα περπατάς να βρεις την πόρεψή σου.
95Όμως εγώ, κυρ Μπάκακα, περνάω μ᾽ άλλους τρόπους,
και βρίσκομαι συγκάτοικος, και ζιω με τους αθρώπους·
γιατί έτζι αποφασίστηκα, το φυσικό μου κλίνει,
να γεύομαι άκοπα κι εγώ απ᾽ όσα τρων κι εκείνοι·
το πλιο καθάριο το ψωμί, το άσπρο παξιμάδι,
100η πίτα με το βούτυρο, η πίτα με το λάδι,
το χλωροτύρι, ο παστρουμάς, το μέλι και το γάλα
δε με λαθεύουν, Μπάκακα· κι ακόμα κι όσα άλλα
στα μαγειριά του ο άθρωπος σοφίζεται και βρίσκει,
απ᾽ όλα εδοκίμασα, κανένα δε μου μνήσκει.
105Και μη θαρρείς πως μοναχά η φύση μ᾽ έχει δώσει
τόσα αγαθά να χαίρομαι χωρίς καμιά άλλη γνώση·
γιατί και άξιον μ᾽ έκαμε με δύναμη περίσσια,
οπού σε κάθε κίντυνο βαστώ παλληκαρίσια.
Μηδέ του αθρώπου το κορμί, που τόσο δα φαντάζει,
110μου φέρει φόβο στην καρδιά, ή να ειπείς με σκιάζει.
Τα ίσια μες στο στρώμα του, οπού κοιμάται, πάνω,
την άκρα από το δάχτυλο, τη φτέρνα τού δαγκάνω.
Και τον δαγκάνω έτζι αλαφρά, οπού δεν το νογάει,
μηδέ οχ τον ύπνο το γλυκό ταράζεται, ή ξυπνάει.
115Απ᾽ όσα όμως βρίσκονται στης γης την όψη απάνω,
τρία μου φέρουν βάσανα, με κάνουν και τα χάνω·
της Γάτας τα αγριόνυχα, του Γερακιού η μύτη,
κι ο Δόκανος οπού μου στιούν σε κάθε αθρώπου σπίτι.
Αμά θανάσιμος οχτρός και χάρος μου είναι η Γάτα,
120που την ανταίνω αδιάκοπα παντού σε πάσα στράτα,
που μέρα νύχτα ακοίμητη οχ το κοντό με παίρει,
ώς να μπορέσει η άνομη σ᾽ εμέ ν᾽ απλώσει χέρι.
Δεν τρώγω λαχανόφυλλα, σου λέγω την αλήθεια,
δεν τρώγω ρεπανόπρασα, παζιά, και κολοκύθια.
125Αυτά ειναι όλα για τ᾽ εσάς τραπέζια παινεμένα,
που ζιείτε μέσα στα νερά, δεν είναι για τ᾽ εμένα».
|