1. Ο ΥΠΟΚΡΙΤΗΣ [1.1] [Η υποκρισία, για να την ορίσουμε περιληπτικά, θα έδινε την εντύπωση ότι είναι η προσποιητή υποβάθμιση (του εαυτού μας) με πράξεις και με λόγια,] [1.2] ενώ ο υποκριτής το είδος του ανθρώπου που πλησιάζει τους εχθρούς του και είναι πρόθυμος να κουβεντιάσει μαζί τους. Επαινεί, όταν είναι παρόντες, αυτούς τους οποίους κατηγόρησε στα κρυφά και συμπάσχει μαζί τους, αν αυτοί ηττηθούν (σε μια δίκη). Συγχωρεί εκείνους που τον κακολογούν και γελά με όσα λέγονται εναντίον του. [1.3] Συνομιλεί ήρεμα με ανθρώπους που έχουν υποστεί αδικία και είναι οργισμένοι. [1.4] Σε αυτούς, οι οποίοι επιθυμούν να τον συναντήσουν επειγόντως, παραγγέλλει να ξανάρθουν αργότερα και —δίχως να ομολογεί τί (σκοπεύει να) κάνει— ισχυρίζεται ότι το σκέφτεται και προσποιείται ότι μόλις έχει επιστρέψει (στο σπίτι), ότι είναι αργά και ότι είναι άρρωστος. [1.5] Σε όσους του ζητούν δανεικά ή μια συνεισφορά λέει ότι δεν είναι πλούσιος. Όταν πουλά κάτι, ισχυρίζεται ότι δεν πουλά, ενώ όταν δεν πουλά, τότε λέει ότι πουλά. Αν έχει ακούσει κάτι, προσποιείται ότι δεν το άκουσε, και αν είδε κάτι, ισχυρίζεται ότι δεν είδε, και τη συμφωνία που έκλεισε κάνει ότι δεν την θυμάται. Άλλα ζητήματα ισχυρίζεται ότι θα τα σκεφτεί, άλλα ότι δεν τα γνωρίζει, για άλλα ότι μένει έκπληκτος, για άλλα ότι κάποτε στο παρελθόν τα είχε σκεφτεί και ο ίδιος με παρόμοιο τρόπο. [1.6] Και γενικά έχει την ικανότητα να χρησιμοποιεί τέτοιου είδους φρασεολογία: «Δεν το πιστεύω», «Δε νομίζω», «Εκπλήσσομαι· και λέει ότι έγινε άλλος άνθρωπος!», «Κι όμως, εμένα δεν μου είπε τέτοια πράγματα», «Με παραξενεύει αυτή η υπόθεση», «Αυτά να τα πεις σε κανέναν άλλο», «Δυσκολεύομαι να μη σε πιστέψω ή να τον καταδικάσω», «Πρόσεξε μήπως δείχνεις εμπιστοσύνη γρηγορότερα (απ᾽ ό,τι πρέπει)». [1.7] [Είναι λοιπόν χαρακτηριστικό γνώρισμα των υποκριτών να επινοούν τέτοιες φράσεις, τεχνάσματα και επαναλήψεις. Κι από τους χαρακτήρες που δεν είναι απλοί, αλλά επίβουλοι, πρέπει κανείς να φυλάγεται πιο πολύ κι απ᾽ τις οχιές.]
|