Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πρωταγόρας (310a-311a)

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Διπλῆ ἂν εἴη ἡ χάρις. ἀλλ᾽ οὖν ἀκούετε.
Τῆς γὰρ παρελθούσης νυκτὸς ταυτησί, ἔτι βαθέος ὄρθρου, Ἱπποκράτης, ὁ Ἀπολλοδώρου ὑὸς Φάσωνος δὲ ἀδελφός, τὴν [310b] θύραν τῇ βακτηρίᾳ πάνυ σφόδρα ἔκρουε, καὶ ἐπειδὴ αὐτῷ ἀνέῳξέ τις, εὐθὺς εἴσω ᾔει ἐπειγόμενος, καὶ τῇ φωνῇ μέγα λέγων, «Ὦ Σώκρατες,» ἔφη, «ἐγρήγορας ἢ καθεύδεις;» Καὶ ἐγὼ τὴν φωνὴν γνοὺς αὐτοῦ, «Ἱπποκράτης,» ἔφην, «οὗτος· μή τι νεώτερον ἀγγέλλεις;» «Οὐδέν γ᾽,» ἦ δ᾽ ὅς, «εἰ μὴ ἀγαθά γε.» «Εὖ ἂν λέγοις,» ἦν δ᾽ ἐγώ· «ἔστι δὲ τί, καὶ τοῦ ἕνεκα τηνικάδε ἀφίκου;» «Πρωταγόρας,» ἔφη, «ἥκει,» στὰς παρ᾽ ἐμοί. «Πρῴην,» ἔφην ἐγώ· «σὺ δὲ ἄρτι πέπυσαι;» «Νὴ τοὺς θεούς,» ἔφη, «ἑσπέρας γε.» [310c] Καὶ ἅμα ἐπιψηλαφήσας τοῦ σκίμποδος ἐκαθέζετο παρὰ τοὺς πόδας μου, καὶ εἶπεν· «Ἑσπέρας δῆτα, μάλα γε ὀψὲ ἀφικόμενος ἐξ Οἰνόης. ὁ γάρ τοι παῖς με ὁ Σάτυρος ἀπέδρα· καὶ δῆτα μέλλων σοι φράζειν ὅτι διωξοίμην αὐτόν, ὑπό τινος ἄλλου ἐπελαθόμην. ἐπειδὴ δὲ ἦλθον καὶ δεδειπνηκότες ἦμεν καὶ ἐμέλλομεν ἀναπαύεσθαι, τότε μοι ἁδελφὸς λέγει ὅτι ἥκει Πρωταγόρας. καὶ ἔτι μὲν ἐνεχείρησα εὐθὺς παρὰ σὲ ἰέναι, ἔπειτά μοι λίαν πόρρω ἔδοξε τῶν νυκτῶν εἶναι· ἐπειδὴ [310d] δὲ τάχιστά με ἐκ τοῦ κόπου ὁ ὕπνος ἀνῆκεν, εὐθὺς ἀναστὰς οὕτω δεῦρο ἐπορευόμην.» Καὶ ἐγὼ γιγνώσκων αὐτοῦ τὴν ἀνδρείαν καὶ τὴν πτοίησιν, «Τί οὖν σοι,» ἦν δ᾽ ἐγώ, «τοῦτο; μῶν τί σε ἀδικεῖ Πρωταγόρας;» Καὶ ὃς γελάσας, «Νὴ τοὺς θεούς,» ἔφη, «ὦ Σώκρατες, ὅτι γε μόνος ἐστὶ σοφός, ἐμὲ δὲ οὐ ποιεῖ.» «Ἀλλὰ ναὶ μὰ Δία,» ἔφην ἐγώ, «ἂν αὐτῷ διδῷς ἀργύριον καὶ πείθῃς ἐκεῖνον, ποιήσει καὶ σὲ σοφόν.» «Εἰ γάρ,» ἦ δ᾽ ὅς, «ὦ Ζεῦ καὶ θεοί, ἐν [310e] τούτῳ εἴη· ὡς οὔτ᾽ ἂν τῶν ἐμῶν ἐπιλίποιμι οὐδὲν οὔτε τῶν φίλων· ἀλλ᾽ αὐτὰ ταῦτα καὶ νῦν ἥκω παρὰ σέ, ἵνα ὑπὲρ ἐμοῦ διαλεχθῇς αὐτῷ. ἐγὼ γὰρ ἅμα μὲν καὶ νεώτερός εἰμι, ἅμα δὲ οὐδὲ ἑώρακα Πρωταγόραν πώποτε οὐδ᾽ ἀκήκοα οὐδέν· ἔτι γὰρ παῖς ἦ ὅτε τὸ πρότερον ἐπεδήμησε. ἀλλὰ γάρ, ὦ Σώκρατες, πάντες τὸν ἄνδρα ἐπαινοῦσιν καί φασιν σοφώτατον εἶναι λέγειν· ἀλλὰ τί οὐ βαδίζομεν παρ᾽ αὐτόν, ἵνα [311a] ἔνδον καταλάβωμεν; καταλύει δ᾽, ὡς ἐγὼ ἤκουσα, παρὰ Καλλίᾳ τῷ Ἱππονίκου· ἀλλ᾽ ἴωμεν.» Καὶ ἐγὼ εἶπον· «Μήπω, ἀγαθέ, ἐκεῖσε ἴωμεν —πρῲ γάρ ἐστιν— ἀλλὰ δεῦρο ἐξαναστῶμεν εἰς τὴν αὐλήν, καὶ περιιόντες αὐτοῦ διατρίψωμεν ἕως ἂν φῶς γένηται· εἶτα ἴωμεν. καὶ γὰρ τὰ πολλὰ Πρωταγόρας ἔνδον διατρίβει, ὥστε, θάρρει, καταληψόμεθα αὐτόν, ὡς τὸ εἰκός, ἔνδον.»

Η επίσκεψη του Ιπποκράτη στο σπίτι του Σωκράτη.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Κι από τις δυο μεριές θα ᾽ναι η υποχρέωση. Λοιπόν ακούστε. Τη νύχτα αυτή που μας πέρασε, βαθιά χαράματα ακόμη, ο Ιπποκράτης, ο γιος του Απολλοδώρου και αδερφός του Φάσωνα, [310b] χτυπούσε με το ραβδί του την πόρτα μου πολύ δυνατά· όταν του άνοιξαν, ήρθε αμέσως μέσα βιαστικός και μ᾽ όλη τη δύναμη της φωνής του είπε: «Σωκράτη, ξύπνησες ή κοιμάσαι;» Και εγώ τον κατάλαβα από τη φωνή του και: Γιά κοίταξε, είπα, ο Ιπποκράτης! Μήπως μας φέρνεις καμιά κακή είδηση;
Τίποτα τέτοιο, μόνο ευχάριστα, μου είπε.
Τέτοια ν᾽ ακούμε! του είπα εγώ. Τί όμως συμβαίνει και για ποιά αιτία ήρθες τόσο πρωί;
Ήρθε κοντά μου και είπε: Ο Πρωταγόρας έφτασε.
Από προχτές, του είπα εγώ. Εσύ τώρα το ᾽μαθες;
Μά τους θεούς, ναι, είπε, χτες βράδυ.
[310c] Και την ίδια στιγμή ψάχνοντας στο σκοτάδι βρήκε το ξυλοκρέβατο, κάθισε δίπλα στα πόδια μου και είπε: Ναι, χτες βράδυ, την ώρα που, πολύ αργά, γύρισα από την Οινόη. Γιατί ο δούλος μου ο Σάτυρος δραπέτευσε. Λογάριαζα μάλιστα να σε ειδοποιήσω ότι θα κινούσα να τον αναζητήσω, αλλά κάτι μπήκε στη μέση και ξεχάστηκα. Τέλος, όταν έφτασα στο σπίτι και είχαμε πάρει το βραδινό και πηγαίναμε να πέσουμε στο κρεβάτι, τότε μου λέει ο αδερφός μου ότι έφτασε ο Πρωταγόρας. Και αμέσως κίνησα, έστω και τέτοια ώρα, να έρθω στο σπίτι σου, έπειτα όμως είδα ότι η νύχτα ήταν πολύ προχωρημένη· [310d] μόλις ωστόσο ο ύπνος μ᾽ αλάφρωσε από τον κόπο, στη στιγμή σηκώθηκα και όπως ήμουν πορεύτητα ώς εδώ.

Η λαχτάρα του Ιπποκράτη να γίνει μαθητής του Πρωταγόρα.
Και εγώ, νιώθοντας την αποφασιστικότητα και τη λαχτάρα του, του είπα: Και τί έχει να κάνει μ᾽ εσένα αυτό; Μήπως σ᾽ αδίκησε σε τίποτα ο Πρωταγόρας;
Κι αυτός γελώντας είπε: Μά τους θεούς, ναι, Σωκράτη, γιατί κρατά τη σοφία για τον εαυτό του, εμένα όμως δε με κάνει σοφό.
Ε λοιπόν, μα τον Δία, είπα κι εγώ, αν του δώσεις χρήματα και προσπαθήσεις να τον πείσεις, θα σε κάνει κι εσένα σοφό.
Μακάρι, μά τον Δία και τους άλλους θεούς, είπε, αυτή να ήταν η δυσκολία· [310e] κι ας ξόδευα όλα, και τα δικά μου και των φίλων μου, τα χρήματα. Αλλά γι᾽ αυτόν το λόγο ίσα ίσα ήρθα στο σπίτι σου, για να του μιλήσεις εσύ για χάρη μου. Γιατί εγώ και κάπως νέος είμαι και ώς τώρα ούτε έχω δει ποτέ ούτε έχω ακούσει καθόλου τον Πρωταγόρα· γιατί την προηγούμενη φορά που ήρθε και έμεινε στην πόλη μας ήμουν ακόμη παιδί. Αλλά νά, Σωκράτη, όλος ο κόσμος επαινεί τον άνθρωπο κι έχουν να λεν ότι είναι θαυμάσιος ομιλητής· όμως, γιατί καθόμαστε; δε ξεκινάμε, [311a] για να τον βρούμε στο σπίτι; Τον φιλοξενεί, όπως άκουσα, ο Καλλίας, ο γιος του Ιππονίκου. Εμπρός, πάμε.
Κι εγώ είπα: Ας μην κινήσουμε ακόμη για κει, καλέ μου· είναι πολύ νωρίς· αλλά ας σηκωθούμε να βηματίσουμε έξω στην αυλή, κι ας περάσουμε εκεί την ώρα μας με το πήγαινε έλα, ωσότου φέξει· κατόπι ξεκινάμε. Εξάλλου ο Πρωταγόρας τον περισσότερο καιρό του τον περνά στο σπίτι· ησύχασε λοιπόν, θα τον βρούμε, κανονικά, στο σπίτι.