Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΜΟΣΧΟΣ

Εὐρώπη (28-71)

Ὣς εἰποῦσ᾽ ἀνόρουσε, φίλας δ᾽ ἐπεδίζεθ᾽ ἑταίρας
ἥλικας οἰέτεας θυμήρεας εὐπατερείας,
30τῇσιν ἀεὶ συνάθυρεν, ὅτ᾽ ἐς χορὸν ἐντύνοιτο,
ἢ ὅτε φαιδρύνοιτο χρόα προχοῇσιν ἀναύρων,
ἢ ὁπότ᾽ ἐκ λειμῶνος ἐύπνοα λείρι᾽ ἀμέργοι.
αἳ δέ οἱ αἶψα φάανθεν· ἔχον δ᾽ ἐν χερσὶν ἑκάστη
ἀνθοδόκον τάλαρον· ποτὶ δὲ λειμῶνας ἔβαινον
35ἀγχιάλους, ὅθι τ᾽ αἰὲν ὁμιλαδὸν ἠγερέθοντο
τερπόμεναι ῥοδέῃ τε φυῇ καὶ κύματος ἠχῇ.
αὐτὴ δὲ χρύσεον τάλαρον φέρεν Εὐρώπεια
θηητόν, μέγα θαῦμα, μέγαν πόνον Ἡφαίστοιο,
ὃν Λιβύῃ πόρε δῶρον, ὅτ᾽ ἐς λέχος Ἐννοσιγαίου
40ἤιεν· ἣ δὲ πόρεν περικαλλέι Τηλεφαάσσῃ,
ἥτε οἱ αἵματος ἔσκεν· ἀνύμφῳ δ᾽ Εὐρωπείῃ
μήτηρ Τηλεφάασσα περικλυτὸν ὤπασε δῶρον.
ἐν τῷ δαίδαλα πολλὰ τετεύχατο μαρμαίροντα.
ἐν μὲν ἔην χρυσοῖο τετυγμένη Ἰναχὶς Ἰώ
45εἰσέτι πόρτις ἐοῦσα, φυὴν δ᾽ οὐκ εἶχε γυναίην.
φοιταλέη δὲ πόδεσσιν ἐφ᾽ ἁλμυρὰ βαῖνε κέλευθα
νηχομένῃ ἰκέλη· κυάνου δ᾽ ἐτέτυκτο θάλασσα.
δοιοὶ δ᾽ ἕστασαν ὑψοῦ ἐπ᾽ ὀφρύσιν αἰγιαλοῖο
φῶτες ἀολλήδην, θηεῦντο δὲ ποντοπόρον βοῦν.
50ἐν δ᾽ ἦν Ζεὺς Κρονίδης ἐπαφώμενος ἠρέμα χερσί
πόρτιος Ἰναχίης, τήν δ᾽ ἑπταπόρῳ παρὰ Νείλῳ
ἐκ βοὸς εὐκεράοιο πάλιν μετάμειβε γυναῖκα.
ἀργύρεος μὲν ἔην Νείλου ῥόος, ἡ δ᾽ ἄρα πόρτις
χαλκείη, χρυσοῦ δὲ τετυγμένος αὐτὸς ἔην Ζεύς.
55ἀμφὶ δὲ δινήεντος ὑπὸ στεφάνην ταλάροιο
Ἑρμείης ἤσκητο· πέλας δέ οἱ ἐκτετάνυστο
Ἄργος ἀκοιμήτοισι κεκασμένος ὀφθαλμοῖσι.
τοῖο δὲ φοινήεντος ἀφ᾽ αἵματος ἐξανέτελλεν
ὄρνις ἀγαλλόμενος πτερύγων πολυανθέι χροιῇ·
60ταρσὰ δ᾽ ἀναπλώσας, ὡσεί τέ τις ὠκύαλος νηῦς
χρυσείου ταλάροιο περίσκεπε χείλεα ταρσοῖς.
τοῖος ἔην τάλαρος περικαλλέος Εὐρωπείης.
Αἳ δ᾽ ἐπεὶ οὖν λειμῶνας ἐς ἀνθεμόεντας ἵκανον,
ἄλλη ἐπ᾽ ἀλλοίοισι τότ᾽ ἄνθεσι θυμὸν ἔτερπον.
65τῶν ἡ μὲν νάρκισσον ἐύπνοον, ἡ δ᾽ ὑάκινθον,
ἡ δ᾽ ἴον, ἡ δ᾽ ἕρπυλλον ἀπαίνυτο· πολλὰ δ᾽ ἔραζε
λειμώνων ἐαροτρεφέων θαλέθεσκε πετηλά.
αἳ δ᾽ αὖτε ξανθοῖο κρόκου θυόεσσαν ἔθειραν
δρέπτον ἐριδμαίνουσαι· ἀτὰρ μεστῇσιν ἄνασσα
70ἀγλαΐην πυρσοῖο ῥόδου χείρεσσι λέγουσα
οἷά περ ἐν Χαρίτεσσι διέπρεπεν Ἀφρογένεια.

Έτσι είπε και σηκώθηκε· τις φίλες της καρδιάς της
πάει νά βρει, συνομήλικες κι αρχοντοπούλες όλες,
30συντρόφισσές της στο χορό και στα παιχνίδια, κι όταν
στις εκβολές των ποταμών για να λουστεί τραβούσε
ή να μαζέψει ευωδερά λουλούδια απ᾽ το λιβάδι.
Γρήγορα εκείνες πρόβαλαν· κρατούσε η καθεμιά τους
καλάθι για άνθη· τράβηξαν για το παραθαλάσσιο
35λιβάδι, όπου μαζεύονταν συχνά, για να χαρούνε
των ρόδων το λουλούδισμα, το βούισμα των κυμάτων.
Η Ευρώπη η ίδια ένα χρυσό πανέρι ειχε στο χέρι,
θάμα, έργο του Ήφαιστου λαμπρό, που το ᾽χε στη Λιβύη
ο θεός χαρίσει, όταν αυτή στου Κοσμοσείστη πήγε
40την κλίνη· εκείνη το ᾽δωσε σε μια συγγένισσά της,
την Τηλεφάασσα τη λαμπρή· κι η Τηλεφάασσα τέλος
το έξοχο δώρο χάρισε στην κόρη της Ευρώπη.
Πολλά πλουμίδια πάνω του λαμπρά στραφτολογούσαν.
Η κόρη του Ίναχου, η Ιώ, φτιαγμένη από χρυσάφι,
45δαμάλα ακόμα στην ειδή κι όχι γυναίκα, εκεί ᾽ταν.
Με πλάνα βήματα, τρελά, σε υγρούς γλιστρούσε δρόμους·
κολύμπαε λες· κι η θάλασσα φτιαγμένη από λαζούρι.
Σ᾽ ένα ορθολίθι του γιαλού, πλάι πλάι στεκόταν δυο άντρες
και τη δαμάλα αγνάντευαν τη θαλασσοδρομούσα.
50Κι ο Δίας εκεί ᾽ταν· απαλά την Ιώ χαϊδολογούσε
κι έπειτα, στον εφτάστομο Νείλο κοντά, και πάλι
γυναίκα απ᾽ ωριοκέρικη την έκανε γελάδα.
Ασήμι ηταν του ποταμού το ρέμα, κι η δαμάλα
ήτανε μπρούντζινη, κι ο γιος του Κρόνου από χρυσάφι.
55Γύρω, κάτω απ᾽ του πανεριού του στρογγυλού τα χείλια,
του Ερμή η μορφή, κι εκεί κοντά και ο Άργος ξαπλωμένος,
φαρδύς πλατύς, με ολάνοιχτα, πάντ᾽ άγρυπνα τα μάτια.
Απ᾽ του Άργου το ολοκόκκινο το αίμα πρόβαλε ένα
πουλί, που τα πολύχρωμα καμάρωνε φτερά του
60και γύρω, σα γοργόδρομο καράβι, απλώνοντάς τα
του πανεριού αποσκέπαζε τ᾽ ολόχρυσο στεφάνι.
Τέτοιο ήταν της πεντάμορφης Ευρώπης το πανέρι.
Μες στ᾽ ανθισμένα οι κοπελιές σαν έφτασαν λιβάδια,
ξεχώριζε η αγάπη τους για τα λογής λουλούδια.
65Η μια ζουμπούλια μάζευε, ζαμπάκια μυρωμένα
μάζευε η άλλη, γιούλια αυτή, κι εκείνη το θυμάρι·
πλήθος λουλούδια ανθίζανε στης άνοιξης τους κάμπους.
Και της ξανθής της ζαφοράς τα μυρωδάτα φύλλα
μάζευαν παραβγαίνοντας· στη μέση, η ρηγοπούλα,
70φλογάτα ρόδα κόβοντας, ξεχώριζε απ᾽ τις άλλες
σαν η Αφρογέννητη θεά στη μέση των Χαρίτων.

Αυτά ειπε και σηκώθηκε, τες φίλες νά βρει πάγει
συντρόφισσες, συνήλικες, που εγκαρδιακές της ήτον
30που ᾽παιζε πάντοτε μαζί και χόρευε μαζί των
ή το κορμί της έλουζε μες στες πηγές ομάδι
ή μυροβόλα σύναζε λειριά από το λιβάδι.
Νά σου κι εκείνες καθεμιά μ᾽ ένα πανέρι θάμα
για λούλουδα· και ξεκινούν προς τ᾽ ακρογιάλι αντάμα,
35που πάντοτε συνάζονταν κι ευρίσκαν την χαρά των
στην ευωδιά των λουλουδιών, στον φλοίσβο των κυμάτων.
Η Ευρώπη εκράταε ένα χρυσό χιλιόπλουμο ταλάρι
που το ᾽χε κάμει ο Ήφαιστος και δώρο το ᾽χε πάρει
της Αφρικής σαν έπαιρνε τον Ποσειδώνα ταίρι
40κι εκείνη το ᾽χε της γλυκιάς της Τηλεφάσσας φέρει,
γιατί έπεφτε συγγένισσα· κι εκείνη στην Ευρώπη,
τ᾽ ανύπανδρο κοράσι της, το χάρισε κατόπι.
Μέσα του ξόμπλια περισσά λαμποκοπούσαν πέρα
μέσα χρυσή ήτον η Ιώ, του Ινάχου η θυγατέρα·
45ακόμη δάμαλ᾽ ήτονε, δε έμοιαζε κοράσι
κι εμάχετον τους αλμυρούς τους δρόμους να περάσει
λες κι εκολύμπα· η θάλασσα γαλάζια ήτον παρέκει·
και από τον όχθο του γιαλού, τον ένα και άλλο, στέκει
κόσμος και κόσμος και θωρεί του πόντου το δαμάλι·
50μέσα ο Κρονίδης την Ιώ, το βόιδι, αγάλι αγάλι
χαδεύει με την χέρα του και πλάγι στο ποτάμι
την έχει πια από δάμαλη γυναίκα ξανακάμει.
Ο Νείλος ήτον αργυρός και χάλκινο το βόδι,
κι είχε τον Δία ολόχρυσον από κορφήν ώς πόδι·
55και κάτω από του στρογγυλού ταλάρου την στεφάνη
ο Ερμής κι ύστερ᾽ απλωτός ο Άργος κοντοφθάνει
με τ᾽ ανοικτά τα μάτια του, τ᾽ ακοίμητό του βλέμμα,
και δίπλα από το πορφυρόν εκείνου πετούσ᾽ αίμα
καμαρωτό για των πτερών τα χρώματα παγόνι
60που την ουρά του σαν ταχύ καράβι ανασηκώνει
και περισκέπει το χρυσό του πανεριού γυλάρι.
Αυτό ητον της πεντάμορφης Ευρώπης το ταλάρι.
Και αφού πια κείνες έφθασαν στ᾽ ανθόσπαρτο ακρογιάλι
η μια με το ᾽να λούλουδο, με τ᾽ άλλο έπαιζε η άλλη·
65τούτη με νάρκισσο γλυκό, με υάκινθο εκείνη
τα γιούλια αυτή κατάκοβε κι άλλη το μερσίνι·
κι ανθίζαν πέταλα πολλά μες στα λιβάδια ακόμη·
άλλες του κρόκου του ξανθού την μυρισμένη κόμη
με χίλιες φωνές έκοβαν· μόν᾽ η βασιλοπούλα,
70που ᾽δρεπε ρόδ᾽ ακράνοιχτα, πυρρά με την δροσούλα,
σαν Αφροδίτη φάνταζε στην μέση των Χαρίτων.