Έτσι είπε και σηκώθηκε· τις φίλες της καρδιάς της
πάει νά βρει, συνομήλικες κι αρχοντοπούλες όλες,
30συντρόφισσές της στο χορό και στα παιχνίδια, κι όταν
στις εκβολές των ποταμών για να λουστεί τραβούσε
ή να μαζέψει ευωδερά λουλούδια απ᾽ το λιβάδι.
Γρήγορα εκείνες πρόβαλαν· κρατούσε η καθεμιά τους
καλάθι για άνθη· τράβηξαν για το παραθαλάσσιο
35λιβάδι, όπου μαζεύονταν συχνά, για να χαρούνε
των ρόδων το λουλούδισμα, το βούισμα των κυμάτων.
Η Ευρώπη η ίδια ένα χρυσό πανέρι ειχε στο χέρι,
θάμα, έργο του Ήφαιστου λαμπρό, που το ᾽χε στη Λιβύη
ο θεός χαρίσει, όταν αυτή στου Κοσμοσείστη πήγε
40την κλίνη· εκείνη το ᾽δωσε σε μια συγγένισσά της,
την Τηλεφάασσα τη λαμπρή· κι η Τηλεφάασσα τέλος
το έξοχο δώρο χάρισε στην κόρη της Ευρώπη.
Πολλά πλουμίδια πάνω του λαμπρά στραφτολογούσαν.
Η κόρη του Ίναχου, η Ιώ, φτιαγμένη από χρυσάφι,
45δαμάλα ακόμα στην ειδή κι όχι γυναίκα, εκεί ᾽ταν.
Με πλάνα βήματα, τρελά, σε υγρούς γλιστρούσε δρόμους·
κολύμπαε λες· κι η θάλασσα φτιαγμένη από λαζούρι.
Σ᾽ ένα ορθολίθι του γιαλού, πλάι πλάι στεκόταν δυο άντρες
και τη δαμάλα αγνάντευαν τη θαλασσοδρομούσα.
50Κι ο Δίας εκεί ᾽ταν· απαλά την Ιώ χαϊδολογούσε
κι έπειτα, στον εφτάστομο Νείλο κοντά, και πάλι
γυναίκα απ᾽ ωριοκέρικη την έκανε γελάδα.
Ασήμι ηταν του ποταμού το ρέμα, κι η δαμάλα
ήτανε μπρούντζινη, κι ο γιος του Κρόνου από χρυσάφι.
55Γύρω, κάτω απ᾽ του πανεριού του στρογγυλού τα χείλια,
του Ερμή η μορφή, κι εκεί κοντά και ο Άργος ξαπλωμένος,
φαρδύς πλατύς, με ολάνοιχτα, πάντ᾽ άγρυπνα τα μάτια.
Απ᾽ του Άργου το ολοκόκκινο το αίμα πρόβαλε ένα
πουλί, που τα πολύχρωμα καμάρωνε φτερά του
60και γύρω, σα γοργόδρομο καράβι, απλώνοντάς τα
του πανεριού αποσκέπαζε τ᾽ ολόχρυσο στεφάνι.
Τέτοιο ήταν της πεντάμορφης Ευρώπης το πανέρι.
Μες στ᾽ ανθισμένα οι κοπελιές σαν έφτασαν λιβάδια,
ξεχώριζε η αγάπη τους για τα λογής λουλούδια.
65Η μια ζουμπούλια μάζευε, ζαμπάκια μυρωμένα
μάζευε η άλλη, γιούλια αυτή, κι εκείνη το θυμάρι·
πλήθος λουλούδια ανθίζανε στης άνοιξης τους κάμπους.
Και της ξανθής της ζαφοράς τα μυρωδάτα φύλλα
μάζευαν παραβγαίνοντας· στη μέση, η ρηγοπούλα,
70φλογάτα ρόδα κόβοντας, ξεχώριζε απ᾽ τις άλλες
σαν η Αφρογέννητη θεά στη μέση των Χαρίτων.
|