Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Νεμεονίκαις (5.19-5.36)


εἰ δ᾽ ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆ- [στρ. β]
σαι πόλεμον δεδόκηται, μακρά μοι
20 αὐτόθεν ἅλμαθ᾽ ὑποσκά-
πτοι τις· ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν·
καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ᾽ αἰετοί.
πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ᾽ ἐν Παλίῳ
Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός, ἐν δὲ μέσαις
φόρμιγγ᾽ Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον
χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων

25 ἁγεῖτο παντοίων νόμων· αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνη- [ἀντ. β]
σαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν
Πηλέα θ᾽, ὥς τέ νιν ἁβρὰ
Κρηθεῒς Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι
ἤθελε ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπόν
πείσαισ᾽ ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν,
ψεύσταν δὲ ποιητὸν συνέπαξε λόγον,
30 ὡς ἦρα νυμφείας ἐπείρα
κεῖνος ἐν λέκτροις Ἀκάστου

εὐνᾶς· τὸ δ᾽ ἐναντίον ἔσκεν· πολλὰ γάρ νιν παντὶ θυμῷ [ἐπῳδ. β]
παρφαμένα λιτάνευεν.
τοῖο δ᾽ ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι·
εὐθὺς δ᾽ ἀπανάνατο νύμφαν,
ξεινίου πατρὸς χόλον
δείσαις· ὁ δ᾽ εὖ φράσθη κατένευ-
σέν τέ οἱ ὀρσινεφὴς ἐξ οὐρανοῦ
35 Ζεὺς ἀθανάτων βασιλεύς, ὥστ᾽ ἐν τάχει
ποντίαν χρυσαλακάτων τινὰ Νη-
ρεΐδων πράξειν ἄκοιτιν,


Μ᾽ αν είναι λόγος, ή την ευτυχία τους [στρ. β]
ή των χεριώ τη δύναμη να εγκωμιάσω
ή τους σιδερομάχητους πολέμους των,
20τότ᾽ ας μου σκάψουν τόπο για τα πιο μακριά
πηδήματα· ορμήν έχουν ελαφριά
τα γόνατά μου· και πέρ᾽ απ᾽ τα πέλαγα
παίρνουν οι αητοί το πέταμά των.
Για κείνους πρόθυμα τραγούδησε και των Μουσών
ο θεϊκός χορός στο Πήλιο και στη μέση
χτυπώντας την εφτάγλωσση τη φόρμιγγα
ο Απόλλωνας με το χρυσό το πλήχτρο

25τις μελωδίες των οδηγούσε τις πολύτροπες· [αντ. β]
και, πρώτ᾽ από το Δία αρχίζοντας,
τη σεβαστή ύμνησαν τη Θέτη
και τον Πηλέα· κι έλεγαν, πώς ζήτησε
του Κρηθέα η κόρη, η γιόμορφη Ιππολύτη
με δόλο να τον πεδικλώσει και με ποιές
πίβουλες τέχνες τον κατάφερε τον άντρα της
και σύντροφό του, των Μαγνήτων το φρουρό,
ράβοντας λόγια ψεύτικα πλασμένα
30πως τάχα εκείνος στο κρεβάτι επάνω του Άκαστου
δοκίμασε τη νυφική της πίστη

να βιάσει· μα το ενάντιο ήταν η αλήθεια: [επωδ. β]
αυτή, μ᾽ όλη του πάθους της τη φλόγα τού έπεφτε
πολλά παρακαλώντας για να τον πλανέσει·
μα εκείνου μ᾽ αγανάχτηση αγκαθιάσανε
τ᾽ ασύφταστα τα λόγια την καρδιά του
κι αδίσταχτα τη νέα γυναίκ᾽ απόστρεψε
γιατ᾽ είχε του Ξενίου πατρός το φόβο.
Όλα καλ᾽ απ᾽ τ᾽ ουρανό τ᾽ απείκασε
35ο βασιλιάς των αθανάτων, που σηκώνει
τα σύγνεφα και του ᾽ταξε μ᾽ ένα του διάνεμα
γρήγορα να του δώσει μια απὀ τις θαλασσινές
τις Νηρηίδες τις χρυσαδραχτούσες ταίρι,