Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Φιλοκτήτης (26-53)


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
ἄναξ Ὀδυσσεῦ, τοὔργον οὐ μακρὰν λέγεις·
δοκῶ γὰρ οἷον εἶπας ἄντρον εἰσορᾶν.
ΟΔ. ἄνωθεν, ἢ κάτωθεν; οὐ γὰρ ἐννοῶ.
ΝΕ. τόδ᾽ ἐξύπερθε, καὶ στίβου γ᾽ οὐδεὶς τύπος.
30ΟΔ. ὅρα καθ᾽ ὕπνον μὴ καταυλισθεὶς κυρῇ.
ΝΕ. ὁρῶ κενὴν οἴκησιν ἀνθρώπων δίχα.
ΟΔ. οὐδ᾽ ἔνδον οἰκοποιός ἐστί τις τροφή;
ΝΕ. στιπτή γε φυλλὰς ὡς ἐναυλίζοντί τῳ.
ΟΔ. τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἐρῆμα, κοὐδέν ἐσθ᾽ ὑπόστεγον;
35ΝΕ. αὐτόξυλόν γ᾽ ἔκπωμα, φλαυρουργοῦ τινος
τεχνήματ᾽ ἀνδρός, καὶ πυρεῖ᾽ ὁμοῦ τάδε.
ΟΔ. κείνου τὸ θησαύρισμα σημαίνεις τόδε.
ΝΕ. ἰοὺ ἰού· καὶ ταῦτά γ᾽ ἄλλα θάλπεται
ῥάκη, βαρείας του νοσηλείας πλέα.
40ΟΔ. ἁνὴρ κατοικεῖ τούσδε τοὺς τόπους σαφῶς,
κἄστ᾽ οὐχ ἑκάς που. πῶς γὰρ ἂν νοσῶν ἀνὴρ
κῶλον παλαιᾷ κηρὶ προσβαίη μακράν;
ἀλλ᾽ ἢ ᾽πὶ φορβῆς νόστον ἐξελήλυθεν,
ἢ φύλλον εἴ τι νώδυνον κάτοιδέ που.
45τὸν οὖν παρόντα πέμψον ἐς κατασκοπήν,
μὴ καὶ λάθῃ με προσπεσών· ὡς μᾶλλον ἂν
ἕλοιτό μ᾽ ἢ τοὺς πάντας Ἀργείους λαβεῖν.
ΝΕ. ἀλλ᾽ ἔρχεταί τε καὶ φυλάξεται στίβος.
σὺ δ᾽ εἴ τι χρῄζεις, φράζε δευτέρῳ λόγῳ.
50ΟΔ. Ἀχιλλέως παῖ, δεῖ σ᾽ ἐφ᾽ οἷς ἐλήλυθας
γενναῖον εἶναι, μὴ μόνον τῷ σώματι,
ἀλλ᾽ ἤν τι καινόν, ὧν πρὶν οὐκ ἀκήκοας,
κλύῃς, ὑπουργεῖν, οἷς ὑπηρέτης πάρει.


ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Βασιλιά μου Οδυσσέα, δεν είν᾽ ανάγκη
να πάω μακριά γι᾽ αυτό που λες· μια τέτοια,
μου φαίνεται, σπηλιά πως βλέπω κιόλας.
ΟΔΥ. Απάνω ή κάτω; εγώ δε διακρίνω.
ΝΕΟ. Νά, εδώ αποπάνω· μα κανένα κρότο
από βήματ᾽ ανθρώπου δεν ακούω.
30ΟΔΥ. Κοίτα μην κάπου το ᾽στρωσε στον ύπνο.
ΝΕΟ. Βλέπω άδεια τη σπηλιά και κανείς μέσα.
ΟΔΥ. Και τίποτε νοικοκυριό ή προμήθειες;
ΝΕΟ. Νά, στοίβες φύλλα, σα για να κοιμάται
κανείς επάνω. ΟΔΥ. Μόνο αυτό, και τίποτ᾽ άλλο
σε καμιά κόχη; ΝΕΟ. Ναι, κι έν᾽ από ξύλο
ποτήρι, σα να το ᾽χει μαστορέψει
αδέξιο χέρι· — νά και πυροδότες.
ΟΔΥ. Δικά του ειναι νοικοκυριά όλα τούτα.
ΝΕΟ. Ω, ω! κι ακόμα τ᾽ άλλ᾽ αυτά: κουρέλια
για στέγνωμ᾽ απλωμένα — όμπυο γιομάτα.
ΟΔΥ. Άσφαλτο αυτό σημάδι πως εδώ ᾽ναι
40που ο άνθρωπός μας κάθεται· και θα ᾽ναι
όχι κάπου μακριά· γιατί και πώς
θα μπορούσ᾽ ένας άνθρωπος με πόδι
αρρωστημένο απ᾽ την παλιά πληγή του
να πάει μακριά; μα θενα βγήκε
ή θροφή να ζητήσει ή κάπου αν ξέρει
βοτάνι, που τους πόνους ν᾽ αλαφρώνει.
Στείλε λοιπόν αυτόν εδώ πιο πάνω
για να φυλάγει, μήπως βγει από κάπου
μπροστά μου εκείνος δίχως να τον νιώσω·
γιατί θα προτιμούσ᾽ εμέ παρ᾽ όλους
μαζί τους Αχαιούς να ᾽βαζε χέρι.
ΝΕΟ. Έφυγε κιόλας και το μονοπάτι
θα φυλαχτεί· μ᾽ αν έχεις τίποτ᾽ άλλο
να μου προστέσεις, λέγε και σ᾽ ακούω.
ΟΔΥ. Γιε του Αχιλλέα, πρέπει σ᾽ αυτή τώρα
50τη δουλειά πὄχεις έρθει να φανείς
γενναίος, κι όχι μοναχά στα χέρια,
μα κι αν τίποτ᾽ ακούς αλλιώτικο
απ᾽ όσα σού ειπα πριν, με προθυμία
να το εχτελείς, σαν βοηθός μου πού εισαι.