Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (39-68)


ΙΣ. τί δ᾽, ὦ ταλαῖφρον, εἰ τάδ᾽ ἐν τούτοις, ἐγὼ
40λύουσ᾽ ἂν εἴθ᾽ ἅπτουσα προσθείμην πλέον;
ΑΝ. εἰ ξυμπονήσεις καὶ ξυνεργάσῃ σκόπει.
ΙΣ. ποῖόν τι κινδύνευμα; ποῖ γνώμης ποτ᾽ εἶ;
ΑΝ. εἰ τὸν νεκρὸν ξὺν τῇδε κουφιεῖς χερί.
ΙΣ. ἦ γὰρ νοεῖς θάπτειν σφ᾽, ἀπόρρητον πόλει;
45ΑΝ. τὸν γοῦν ἐμὸν καὶ τὸν σόν, ἢν σὺ μὴ θέλῃς,
ἀδελφόν· οὐ γὰρ δὴ προδοῦσ᾽ ἁλώσομαι.
ΙΣ. ὦ σχετλία, Κρέοντος ἀντειρηκότος;
ΑΝ. ἀλλ᾽ οὐδὲν αὐτῷ τῶν ἐμῶν ‹μ᾽› εἴργειν μέτα.
ΙΣ. οἴμοι· φρόνησον, ὦ κασιγνήτη, πατὴρ
50ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ᾽ ἀπώλετο,
πρὸς αὐτοφώρων ἀμπλακημάτων διπλᾶς
ὄψεις ἀράξας αὐτὸς αὐτουργῷ χερί·
ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνή, διπλοῦν ἔπος,
πλεκταῖσιν ἀρτάναισι λωβᾶται βίον·
55τρίτον δ᾽ ἀδελφὼ δύο μίαν καθ᾽ ἡμέραν
αὐτοκτονοῦντε τὼ ταλαιπώρω μόρον
κοινὸν κατειργάσαντ᾽ ἐπ᾽ ἀλλήλοιν χεροῖν.
νῦν δ᾽ αὖ μόνα δὴ νὼ λελειμμένα σκόπει
ὅσῳ κάκιστ᾽ ὀλούμεθ᾽, εἰ νόμου βίᾳ
60ψῆφον τυράννων ἢ κράτη παρέξιμεν.
ἀλλ᾽ ἐννοεῖν χρὴ τοῦτο μὲν γυναῖχ᾽ ὅτι
ἔφυμεν, ὡς πρὸς ἄνδρας οὐ μαχουμένα·
ἔπειτα δ᾽ οὕνεκ᾽ ἀρχόμεσθ᾽ ἐκ κρεισσόνων
καὶ ταῦτ᾽ ἀκούειν κἄτι τῶνδ᾽ ἀλγίονα.
65ἐγὼ μὲν οὖν αἰτοῦσα τοὺς ὑπὸ χθονὸς
ξύγγνοιαν ἴσχειν, ὡς βιάζομαι τάδε,
τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι πείσομαι. τὸ γὰρ
περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα.


ΙΣΜ. Μ᾽ αν έτσι είναι, ω ταλαίπωρη, το πράμα,
τί παραπάνω εγώ θενα προστέσω
40αν βάλω ή δεν βάλω χέρι; ΑΝΤ. Σκέψου
μαζί μου αν θα ενεργήσεις και συμπράξεις.
ΙΣΜ. Σε ποιό κίνδυνο λες; πού πάει ο νους σου;
ΑΝΤ. Αν το χέρι αυτό μου εδώ βοηθήσεις
το νεκρό να σηκώσουμε. ΙΣΜ. Μα αλήθεια
να θάψεις σκέφθηκες αυτόν, που η πόλη
απαγορεύει; ΑΝΤ. Ναι, τον αδερφό μου
και τον δικό σου, αν εσύ δε θέλεις·
γιατί κανένας δε θα πει για μένα
πως τον πρόδωσα εγώ. ΙΣΜ. Δυστυχισμένη,
μόλο που το ᾽χει ο Κρέοντας εμποδίσει;
ΑΝΤ. Κανέν᾽ αυτός δικαίωμα δεν έχει
να με χωρίσει απ᾽ τους δικούς μου. ΙΣΜ. Οϊμένα,
σκέψου, αδερφή μου, πόσο μισημένος
50και γιομάτος ντροπές μάς χάθηκε ο
πατέρας μας, αφού απ᾽ τις ανομίες του
πού ηρθαν στο φως, ξερίζωσε μονάχος
με το ίδιο του το χέρι τις δυο του όψες.
Έπειτα εκείνη, που ᾽χε το διπλό
τ᾽ όνομα μάνας και γυναίκας του,
με θηλιά στο λαιμό πήε ντροπιασμένη·
τέλος οι δυο αδερφοί μας σε μια μέρα
σκοτώθηκαν οι δόλιοι μεταξύ τους
δίνοντας θάνατο κοινό με χέρια
επάνω επανωτά ο ένας στον άλλο.
Και τώρα οι δυο μας πὄχουμε απομείνει
σκέψου τί τέλος πιο κακό θα βρούμε,
αν το νόμο αψηφώντας πάμε ενάντια
60σ᾽ ό,τι έχει αποφασίσει η εξουσία.
Κι απ᾽ τ᾽ άλλο, να ξεχνάς αυτό δεν πρέπει,
πρώτα, πως γεννηθήκαμε γυναίκες
να μην μπορεί να τα βάζουμε με άντρες·
έπειτα, πως αυτοί που εξουσιάζουν
πιο δύναμη έχουν από μας, κι ανάγκη
να τους ακούμε και σ᾽ αυτά και σ᾽ άλλα
πιο σκληρότερ᾽ ακόμα και από τούτα.
Εγώ λοιπόν αφού παρακαλέσω
τους κάτω απ᾽ τη γη να συχωρήσουν,
αν υποτάσσομαι έτσι στην ανάγκη,
θα υπακούσω σ᾽ αυτούς που εξουσιάζουν,
γιατί να θέλεις ό,τι ξεπερνά
τη δύναμή σου, καθαρή ᾽ναι τρέλα.


ΙΣΜ. Και μήπως μπορώ εγώ, παράτολμη,
40να δέσω ή να λύσω αλλιώτικα, αφού είναι έτσι;
ANT. Κοίταξε συ μόνο αν θα κάνεις αυτόν τον κόπο
μαζί μου.
ΙΣΜ. Για ποιό κίνημα μου λες, και πού τρέχει ο νους σου;
ANT. Αν θα σηκώσεις μαζί μ᾽ αυτά τα χέρια μου τον πεθαμένο.
ΙΣΜ. Στ᾽ αλήθεια συλλογιέσαι να θάψεις αυτόν,
που έχει απαγορευθεί στην πολιτεία;
ANT. Μάλιστα, τον δικό μου και όχι τον δικό σου τον αδερφό,
σαν δεν θες εσύ,
γιατί ποτέ δεν θα με δεις εγώ να τον προδώσω.
ΙΣΜ. Αχ, κακομοίρα μου, μ᾽ αφού ο Κρέων είπε όχι.
ANT. Δεν έχει να μ᾽ εμποδίσει διόλου σε ό,τι μου ανήκει.
ΙΣΜ. Οϊμένα, συλλογίσου, αδελφή, που ο πατέρας μας
50με κατάρα και καταχθόνια χάθηκε
όταν ξεσκέπασε μονάχος τις αμαρτίες του, βγάζοντας με το χέρι του τα δυο του μάτια.
Έπειτα η μητέρα και γυναίκα του —και τα δυο να την ειπείς—
με πλεχτή θηλιά κρεμιέται και πεθαίνει·
και τρίτο, οι δυο μας αδερφοί σε μια μέρα μέσα
μ᾽ αυτοκτονία πήγανε οι καημένοι, δίνοντας
ο ένας του άλλου με τα δικά τους χέρια θάνατο.
Τώρα που μείναμε οι δυο μας έρημες,
βάλε με τον νου σου τί τρισάθλια που θα χαθούμε
αν κάνομε ενάντια στον νόμο και αψηφήσουμε
60τη δύναμη και διαταγή του βασιλιά.
Μα πρέπει να το καταλάβεις ότι γυναίκες γεννηθήκαμε
και όχι τους άντρες για να πολεμάμε.
Και έπειτα, αφού που ᾽χουν πιο δύναμη μας ορίζουν,
χρωστούμε κι αυτά να δεχτούμε κι ακόμα πιο χειρότερα.
Εγώ το λοιπόν, παρακαλώντας εκείνους που είναι κατ᾽ απ᾽ το χώμα
να με συχωρέσουν επειδή άθελα το κάνω,
θ᾽ ακούσω αυτούς που έχουν να προστάξουν,
γιατί να κάνω πράματα του κάκου μου φαίνεται δεν έχει νου.


40ΙΣΜ. Αν είναι τέτοια που τα λες, σαν τί μπορώ να κάμω;
ΑΝΤ. Πες μου αν μαζί μου θα εργαστείς, σκέψου αν θα με βοηθήσεις.
ΙΣΜ. Τί θα τολμήσεις, δύστυχη; τί μελετάς να κάμεις;
ΑΝΤ. Αν τον αποθαμένο μας μαζί μου θα σηκώσεις.
ΙΣΜ. Τί; να τον θάψεις μελετάς, που ᾽ναι απαγορεμένο;
ΑΝΤ. Ναι, τον δικό μου αδερφό, και βέβαια και δικό σου.
Γιατί δεν θα με πιάσουνε ποτέ μου να προδίδω.
ΙΣΜ. Την προσταγή του βασιλιά ξεχνάς την, κακομοίρα;
ΑΝΤ. Απ᾽ τους δικούς μου δεν μπορεί ποτέ να με χωρίσει!
ΙΣΜ. Αλίμονο! θυμήσου το, στοχάσου το, αδερφή μου,
50πώς πέθανε ο πατέρας μας απ᾽ όλους μισημένος,
αφού έπιασε μονάχος του τα κακουργήματά του
και πέταξε τα μάτια του με το δικό του χέρι.
Κι εκείνη που του ήτανε, καταραμένος λόγος,
και μάνα και γυναίκα του, κρεμιέται και πεθαίνει.
Και τώρα οι δυο μας αδερφοί σκοτώνει ένας τον άλλον
και βρίσκουν ίδιο θάνατο απ᾽ του αδερφού τα χέρια.
Σήμερα πάλι εμείς οι δυο που μείναμε μονάχες,
στοχάσου πόσο πιο κακά κι οι δυο μας θα χαθούμε,
60αν θέληση αψηφήσομε και λόγους βασιλιάδων.
Μα πρέπει να συλλογιστείς πως είμαστε γυναίκες
και πως δεν στέκεται σ᾽ εμάς μ᾽ άντρες να πολεμούμε.
Κι έπειτα, αφού μας κυβερνούν οι δυνατότεροί μας,
κι αυτά ν᾽ ακούμε πρόθυμα, κι άλλα χειρότερά τους.
Εγώ λοιπόν θα υποταχτώ στα λόγια των αρχόντων,
κι οι πεθαμένοι ας συμπαθούν, θωρώντας την ανάγκη.
Μα τα περίσσια — νόημα δεν έχουνε κανένα.