ΙΣΜ. Μ᾽ αν έτσι είναι, ω ταλαίπωρη, το πράμα,
τί παραπάνω εγώ θενα προστέσω
40αν βάλω ή δεν βάλω χέρι; ΑΝΤ. Σκέψου
μαζί μου αν θα ενεργήσεις και συμπράξεις.
ΙΣΜ. Σε ποιό κίνδυνο λες; πού πάει ο νους σου;
ΑΝΤ. Αν το χέρι αυτό μου εδώ βοηθήσεις
το νεκρό να σηκώσουμε. ΙΣΜ. Μα αλήθεια
να θάψεις σκέφθηκες αυτόν, που η πόλη
απαγορεύει; ΑΝΤ. Ναι, τον αδερφό μου
και τον δικό σου, αν εσύ δε θέλεις·
γιατί κανένας δε θα πει για μένα
πως τον πρόδωσα εγώ. ΙΣΜ. Δυστυχισμένη,
μόλο που το ᾽χει ο Κρέοντας εμποδίσει;
ΑΝΤ. Κανέν᾽ αυτός δικαίωμα δεν έχει
να με χωρίσει απ᾽ τους δικούς μου. ΙΣΜ. Οϊμένα,
σκέψου, αδερφή μου, πόσο μισημένος
50και γιομάτος ντροπές μάς χάθηκε ο
πατέρας μας, αφού απ᾽ τις ανομίες του
πού ηρθαν στο φως, ξερίζωσε μονάχος
με το ίδιο του το χέρι τις δυο του όψες.
Έπειτα εκείνη, που ᾽χε το διπλό
τ᾽ όνομα μάνας και γυναίκας του,
με θηλιά στο λαιμό πήε ντροπιασμένη·
τέλος οι δυο αδερφοί μας σε μια μέρα
σκοτώθηκαν οι δόλιοι μεταξύ τους
δίνοντας θάνατο κοινό με χέρια
επάνω επανωτά ο ένας στον άλλο.
Και τώρα οι δυο μας πὄχουμε απομείνει
σκέψου τί τέλος πιο κακό θα βρούμε,
αν το νόμο αψηφώντας πάμε ενάντια
60σ᾽ ό,τι έχει αποφασίσει η εξουσία.
Κι απ᾽ τ᾽ άλλο, να ξεχνάς αυτό δεν πρέπει,
πρώτα, πως γεννηθήκαμε γυναίκες
να μην μπορεί να τα βάζουμε με άντρες·
έπειτα, πως αυτοί που εξουσιάζουν
πιο δύναμη έχουν από μας, κι ανάγκη
να τους ακούμε και σ᾽ αυτά και σ᾽ άλλα
πιο σκληρότερ᾽ ακόμα και από τούτα.
Εγώ λοιπόν αφού παρακαλέσω
τους κάτω απ᾽ τη γη να συχωρήσουν,
αν υποτάσσομαι έτσι στην ανάγκη,
θα υπακούσω σ᾽ αυτούς που εξουσιάζουν,
γιατί να θέλεις ό,τι ξεπερνά
τη δύναμή σου, καθαρή ᾽ναι τρέλα.
|