ΟΙΔ. Φτωχά παιδιά, γνωστά κι όχι άγνωστά μου
να μου ζητήσετ᾽ ήρθατε· το ξέρω
καλά πως υποφέρετε όλοι, μα όσα
60και να τραβάτε, δεν είναι κανείς σας
που τόσο σαν και μένα να υποφέρει·
γιατί ο δικός σας πόνος μόνο ένα,
τον εαυτό του καθενός αγγίζει
κι άλλον κανένα· μα η ψυχή η δική μου
για τη χώρα, για μένα και για σένα
μαζί πονεί· κι έτσι δεν με ξυπνάτε
πεσμένο σε ύπνο, μα να ξέρετε
πως πολλά δάκρυα έχω χυμένα ως τώρα
κι ο νους μου σε πολλές πλανήθηκ᾽ έγνοιες
και στοχασμούς, ώσπου τη μόνη που ήβρα
γιατρειά, αφού καλοσκέφτηκα, την έχω
βάλει σε πράξη κιόλα κι έστειλα
το γιο του Μενοικέα, τον Κρέοντα
70το γυναικάδερφό μου, στα μαντεία
τα πυθικά του Φοίβου, να ρωτήσει
με ποιά πράξη ή ποιά λόγια θα μπορούσα
να λύτρων᾽ από το κακό τη χώρα.
Μα όσο μετρώ τις μέρες από τότε
ως τώρα, ανησυχώ, τί του συμβαίνει·
γιατ᾽ από τον καιρό που χρειαζόταν,
πιότερο απ᾽ ό,τι πρέπει λείπει· μα όταν
θα ᾽ρθει, ένας άθλιος θα ᾽μουν, αν δεν κάμω
όσα ήθελε ο Θεός μάς φανερώσει.
ΙΕΡ. Μα και συ τον μελέτησες στην ώρα
που ίσα-ίσα κι αυτοί απ᾽ εδώ μου κάνουν
σημάδι πως ο Κρέοντας, νά τον, φτάνει.
80ΟΙΔ. Βασιλιά Απόλλωνα, άμποτε και νά ᾽ρθει
της σωτηρίας φέρνοντας το φως,
έτσι όπως και το πρόσωπό του λάμπει.
ΙΕΡ. Μα όπως μπορώ να κρίνω, καλά φέρνει,
γιατ᾽ αλλιώς δε θα ᾽ρχόταν έτσι πλούσια
με ολόκαρπη στεφανωμένος δάφνη.
ΟΙΔ. Γρήγορα θα το ξέρομε, γιατί
κοντά ᾽ναι πια, που να μπορεί ν᾽ ακούει.
Άρχοντα, γιε του Μενοικέα, αδερφέ μου,
τί ᾽ναι ο χρησμός που απ᾽ το Θεό μάς φέρνεις;
|