Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (58-86)


ΟΙ. ὦ παῖδες οἰκτροί, γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι
προσήλθεθ᾽ ἱμείροντες. εὖ γὰρ οἶδ᾽ ὅτι
60νοσεῖτε πάντες, καὶ νοσοῦντες, ὡς ἐγὼ
οὐκ ἔστιν ὑμῶν ὅστις ἐξ ἴσου νοσεῖ.
τὸ μὲν γὰρ ὑμῶν ἄλγος εἰς ἕν᾽ ἔρχεται
μόνον καθ᾽ αὑτόν, κοὐδέν᾽ ἄλλον, ἡ δ᾽ ἐμὴ
ψυχὴ πόλιν τε κἀμὲ καὶ σ᾽ ὁμοῦ στένει.
65ὥστ᾽ οὐχ ὕπνῳ γ᾽ εὕδοντά μ᾽ ἐξεγείρετε,
ἀλλ᾽ ἴστε πολλὰ μέν με δακρύσαντα δή,
πολλὰς δ᾽ ὁδοὺς ἐλθόντα φροντίδος πλάνοις.
ἣν δ᾽ εὖ σκοπῶν ηὕρισκον ἴασιν μόνην,
ταύτην ἔπραξα· παῖδα γὰρ Μενοικέως
70Κρέοντ᾽, ἐμαυτοῦ γαμβρόν, ἐς τὰ Πυθικὰ
ἔπεμψα Φοίβου δώμαθ᾽, ὡς πύθοιθ᾽ ὅ τι
δρῶν ἢ τί φωνῶν τήνδε ῥυσαίμην πόλιν.
καί μ᾽ ἦμαρ ἤδη ξυμμετρούμενον χρόνῳ
λυπεῖ τί πράσσει· τοῦ γὰρ εἰκότος πέρα
75ἄπεστι πλείω τοῦ καθήκοντος χρόνου.
ὅταν δ᾽ ἵκηται, τηνικαῦτ᾽ ἐγὼ κακὸς
μὴ δρῶν ἂν εἴην πάνθ᾽ ὅσ᾽ ἂν δηλοῖ θεός.
ΙΕ. ἀλλ᾽ ἐς καλὸν σύ τ᾽ εἶπας, οἵδε τ᾽ ἀρτίως
Κρέοντα προσστείχοντα σημαίνουσί μοι.
80ΟΙ. ὦναξ Ἄπολλον, εἰ γὰρ ἐν τύχῃ γέ τῳ
σωτῆρι βαίη λαμπρὸς ὥσπερ ὄμματι.
ΙΕ. ἀλλ᾽ εἰκάσαι μέν, ἡδύς· οὐ γὰρ ἂν κάρα
πολυστεφὴς ὧδ᾽ εἷρπε παγκάρπου δάφνης.
ΟΙ. τάχ᾽ εἰσόμεσθα· ξύμμετρος γὰρ ὡς κλύειν.
85ἄναξ, ἐμὸν κήδευμα, παῖ Μενοικέως,
τίν᾽ ἡμὶν ἥκεις τοῦ θεοῦ φέρων φάτιν;


ΟΙΔ. Παιδιά της λύπης μου,
ήρθατε με βαρύ καημό να πείτε
για τα γνωστά δεινά.
Δεν είναι άγνωστα σ᾽ εμένα.
Γνωρίζω καλά την πάνδημη νόσο.
60Νοσείτε, το ξέρω·
όμως κανένας δεν νοσεί
όπως εγώ.
Καθένας ντύνεται με το δικό του άλγος·
η δική μου ψυχή αλγεί και σπαράζει
για μένα, για σένα και για την πόλη, μαζί.
Από βαθύ λοιπόν δε με ξυπνάτε λήθαργο.
Αν ξέρατε πόσες φορές
έχω λουστεί στα δάκρυα,
πόσες φορές περιπλανήθηκα τη νύχτα
στα μονοπάτια της ανάγκης και της έγνοιας.
Στοχάστηκα πολύ και βρήκα
μονάχα μία γιατρειά·
και την πραγμάτωσα.
Έστειλα τον Κρέοντα, τον γιο του Μενοικέως,
70τον αδελφό της γυναίκας μου,
στον Πυθικό ναό του Φοίβου
να μάθει τί πρέπει να κάνω,
τί πρέπει να πω,
για να σώσω την πόλη μας.
Μετρώ τις μέρες και θλίβομαι.
Τί κάνει τάχα; Χρονοτριβεί·
ξεπέρασε τον λογικό της απουσίας χρόνο.
Μα θα γυρίσει κι αν δεν τελέσω
τα φανερά σημεία του θεού,
να δω το μέγα σκότος.
ΙΕΡ. Καλομελέτησες
κι αυτοί μου γνέφουν
πως μόλις τώρα φάνηκε ο Κρέων.
ΟΙΔ. Άναξ Απόλλων,
80μακάρι να ᾽ρθει
της σωτηρίας φέρνοντας το φως,
καθώς το φως που λάμπει στη ματιά του.
ΙΕΡ. Φαντάζει γαλήνιος· εξάλλου
δεν θα στεφάνωνε την κεφαλή
με δάφνης ανθισμένο κλάδο.
ΟΙΔ. Γρήγορα θα το μάθουμε. Ζυγώνει·
μπορεί ν᾽ ακούσει πια.
Άρχοντα της καρδιάς μου, του Μενοικέως γιε,
τί χρησμό μας φέρνεις από το θεό;


ΟΙΔ. Φτωχά παιδιά, γνωστά κι όχι άγνωστά μου
να μου ζητήσετ᾽ ήρθατε· το ξέρω
καλά πως υποφέρετε όλοι, μα όσα
60και να τραβάτε, δεν είναι κανείς σας
που τόσο σαν και μένα να υποφέρει·
γιατί ο δικός σας πόνος μόνο ένα,
τον εαυτό του καθενός αγγίζει
κι άλλον κανένα· μα η ψυχή η δική μου
για τη χώρα, για μένα και για σένα
μαζί πονεί· κι έτσι δεν με ξυπνάτε
πεσμένο σε ύπνο, μα να ξέρετε
πως πολλά δάκρυα έχω χυμένα ως τώρα
κι ο νους μου σε πολλές πλανήθηκ᾽ έγνοιες
και στοχασμούς, ώσπου τη μόνη που ήβρα
γιατρειά, αφού καλοσκέφτηκα, την έχω
βάλει σε πράξη κιόλα κι έστειλα
το γιο του Μενοικέα, τον Κρέοντα
70το γυναικάδερφό μου, στα μαντεία
τα πυθικά του Φοίβου, να ρωτήσει
με ποιά πράξη ή ποιά λόγια θα μπορούσα
να λύτρων᾽ από το κακό τη χώρα.
Μα όσο μετρώ τις μέρες από τότε
ως τώρα, ανησυχώ, τί του συμβαίνει·
γιατ᾽ από τον καιρό που χρειαζόταν,
πιότερο απ᾽ ό,τι πρέπει λείπει· μα όταν
θα ᾽ρθει, ένας άθλιος θα ᾽μουν, αν δεν κάμω
όσα ήθελε ο Θεός μάς φανερώσει.
ΙΕΡ. Μα και συ τον μελέτησες στην ώρα
που ίσα-ίσα κι αυτοί απ᾽ εδώ μου κάνουν
σημάδι πως ο Κρέοντας, νά τον, φτάνει.
80ΟΙΔ. Βασιλιά Απόλλωνα, άμποτε και νά ᾽ρθει
της σωτηρίας φέρνοντας το φως,
έτσι όπως και το πρόσωπό του λάμπει.
ΙΕΡ. Μα όπως μπορώ να κρίνω, καλά φέρνει,
γιατ᾽ αλλιώς δε θα ᾽ρχόταν έτσι πλούσια
με ολόκαρπη στεφανωμένος δάφνη.
ΟΙΔ. Γρήγορα θα το ξέρομε, γιατί
κοντά ᾽ναι πια, που να μπορεί ν᾽ ακούει.
Άρχοντα, γιε του Μενοικέα, αδερφέ μου,
τί ᾽ναι ο χρησμός που απ᾽ το Θεό μάς φέρνεις;


ΟΙΔ. Ω παιδιά μου άμοιρα, ήρθατε ζητώντας
γνωστά κι όχι άγνωστα· όλοι πως πονάτε
60το ξέρω εγώ καλά, μα ωστόσο ο πόνος
κανενός σας δε φτάνει το δικό μου.
Τι ο καημός σας καθέναν σας αδράχνει
χώρια απ᾽ τους άλλους, μα η ψυχή η δική μου
κλαίει μαζί εμέ και σε κι όλη τη χώρα.
Δε με ξυπνάτε λοιπόν απ᾽ τον ύπνο.
Δάκρυα πολλά έχω χύσει και σε μύριους
δρόμους πλανεύτη η σκέψη μου απ᾽ την έγνοια,
και τη μόνη γιατρειά που βρήκα τέλος
αύτη έκανα· το γιο τού Μενοικέα,
70τον αδερφό μου, τον Κρέοντα, στου Φοίβου
το μαντικό ναό έστειλα, να μάθει
τί αν κάνω, ή τί άμα πω την πόλη σώζω.
Μα ως λογιάζω τις μέρες που περάσαν
από τότες, ξαφνιάζομαι, τι αλήθεια
πιότερο καιρό λείπει απ᾽ ό,τι πρέπει.
Ας γυρίσει, κι εγώ καταραμένος
να ᾽μαι, αν δεν κάνω ό,τι ο Θεός προστάζει.
ΙΕΡ. Για καλό τον μελέτησες, τι τούτοι
τον Κρέοντα τώρα που έρχεται μου δείχνουν.
80ΟΙΔ. Ω Απόλλωνα, η καλή του η τύχη ας φέρνει
τη σωτηρία, τα μάτια του έτσι ως λάμπουν.
ΙΕΡ. Χαρωπός μοιάζει, αλλιώς στεφάνι δάφνης
φουντωτής δε θα φόραε στο κεφάλι.
ΟΙΔ. Θα ιδούμε, μπορεί πια να μας ακούσει.
Άρχοντα, αδερφέ, γιε του Μενοικέα,
τί είναι ο χρησμός του Θεού, που μας φέρνεις;