ΟΡΕΣΤΗΣ
Ω εσύ πιο αγαπημένε μέσα σ᾽ όλους
τους ανθρώπους μας, πόσα δε μου δίνεις
της πίστης σου ολοφάνερα σημάδια!
γιατί σαν άτι από γενιά, που ακόμα
και γέρικο δε χάνει την ορμή του
στον κίντυνο, μα ορθό το αυτί του στήνει,
έτσι και συ και μας εμπρός μάς σπρώχνεις
κι ο ίδιος μαζί μας έρχεσαι απ᾽ τους πρώτους.
Τώρα λοιπόν εγώ θα σου εξηγήσω
το σχέδιο που αποφάσισα και δώσε
30όλη σου εσύ την προσοχή, που αν έβρεις
πως κάπου σφάλλω στο σωστό, με σιάζεις.
Εγώ όταν έφτασα στο Πυθικό
μαντείο, να ρωτήσω με ποιό τρόπο
θα ᾽παιρνα εκδίκηση από τους φονιάδες
του πατέρα μου, μου έδωκεν ο Φοίβος
αυτόν που ευτύς θ᾽ ακούσεις το χρησμό:
«Μόνος σου εσύ, χωρίς στρατό κι ασπίδες,
με δόλο να κλέψεις το δίκαιο φόνο.»
Αφού λοιπόν έχομε τέτοια πάρει
προσταγή του Θεού, κοίτα εσύ νά μπεις,
μόλις θα βρεις βολή, μες στο παλάτι
40και να μάθεις τί γίνετ᾽ εκεί μέσα,
για να ᾽χομε σωστές πληροφορίες·
έτσι όπως είσαι γέρος ασπρομάλλης
κι από τόσα πια χρόνια, κανείς φόβος
να σε γνωρίσουν, ή υποψία να πάρουν.
Τους λες λοιπόν πως είσαι τάχα ξένος
απ᾽ τη Φωκίδα κι έρχεσαι σταλμένος
από το Φανοτέα, που τους είναι
ο πιο μεγάλος σύμμαχος και φίλος,
να τους φέρεις την είδηση, και μ᾽ όρκο
το βεβαιώνεις μάλιστα, πως πάει
από χαμό ανεπάντεχο ο Ορέστης
στους πυθικούς αγώνες, κυλισμένος
50στη γης απ᾽ το άρμα του το τροχοφόρο.
Αυτά έχεις συ να πεις· όσο για μας,
αφού, όπως πρόσταξε ο Θεός, χοές
στου πατέρα μου χύσομε τον τάφο
και με κομμένες απ᾽ την κεφαλή μου
πλεξίδες τον στολίσομε, έτσι πίσω
θενα γυρίσομε ξανά, κρατώντας
το χάλκωμα, που όπως και συ γνωρίζεις,
το ᾽χω μες σε χαμόκλαδα κρυμμένο·
κι έτσι είδησην ευχάριστη με λόγια
θα πάρουνε πλαστά, πως το κορμί μου
το ᾽φαγε η φλόγα πια κι έγινε στάχτη·
τί θα με βλάψει αν ψέματα πεθάνω,
60ενώ στ᾽ αλήθεια ζωντανός θενά ᾽μαι
και θενα δοξαστώ; Θαρρώ δεν είναι
κανείς λόγος κακός, σα φέρνει κέρδος.
Είδα τόσες φορές να βγαίνει ως τώρα
για τους σοφούς ψεύτικος έτσι λόγος
πως πέθαναν, μα όταν ξανά γυρίσουν
στα σπίτια των, τιμή και πιότερη έχουν·
έτσι κι εγώ απ᾽ το ψέμα αυτό είμαι βέβαιος
πως ολοζώντανος μπροστά στα μάτια
των εχθρών μας σαν άστρο θενα λάμψω.
Μα ω πατρική μου γη και θεοί της χώρας,
καλοδεχτείτε με σ᾽ αυτούς τους δρόμους,
και σεις, παλάτια πατρικά, που σας
να καθαρίσω έχω έρθει σταλμένος
70απ᾽ τους θεούς με θέλημα της Δίκης·
μη μ᾽ αποδιώξετε άτιμο απ᾽ τη χώρα,
μα κάμετε να εξουσιάσω πάλι
το βιο μας κι αναστήσω τη γενιά μας.
Αυτά να πώ ειχα· λοιπόν, γέροντά μου,
σύρ᾽ εσύ τώρα να γνοιαστείς το μέρος
πὄχεις να κάμεις· και μεις πάμ᾽ οι δυο μας,
κι είναι ο κατάλληλος καιρός, που εις κάθε
δουλειά ᾽ναι ο πιο μεγάλος κυβερνήτης.
|