Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ἐκκλησιάζουσαι (30-67)


ΓΥΝΗ Α’
30ὥρα βαδίζειν, ὡς ὁ κῆρυξ ἀρτίως
ἡμῶν προσιόντων δεύτερον κεκόκκυκεν.
ΠΡ. ἐγὼ δέ γ᾽ ὑμᾶς προσδοκῶσ᾽ ἐγρηγόρειν
τὴν νύκτα πᾶσαν. ἀλλὰ φέρε τὴν γείτονα
τήνδ᾽ ἐκκαλέσωμαι θρυγανῶσα τὴν θύραν·
35δεῖ γὰρ τὸν ἄνδρ᾽ αὐτῆς λαθεῖν. ΓΥΝΗ Β’ ἤκουσά τοι
ὑποδουμένη τὸ κνῦμά σου τῶν δακτύλων,
ἅτ᾽ οὐ καταδαρθοῦσ᾽. ὁ γὰρ ἀνήρ, ὦ φιλτάτη,—
Σαλαμίνιος γάρ ἐστιν ᾧ ξύνειμ᾽ ἐγώ,—
τὴν νύχθ᾽ ὅλην ἤλαυνέ μ᾽ ἐν τοῖς στρώμασιν,
40ὥστ᾽ ἄρτι τουτὶ θοἰμάτιον αὐτοῦ ᾽λαβον.
ΠΡ. καὶ μὴν ὁρῶ καὶ Κλειναρέτην καὶ Σωστράτην
προσιοῦσαν ἤδη τήνδε καὶ Φιλαινέτην.
οὔκουν ἐπείξεσθ᾽; ὡς Γλύκη κατώμοσεν
τὴν ὑστάτην ἥκουσαν οἴνου τρεῖς χοᾶς
45ἡμῶν ἀποτείσειν κἀρεβίνθων χοίνικα.
ΓΥ. Β’ τὴν Σμικυθίωνος δ᾽ οὐχ ὁρᾷς Μελιστίχην
σπεύδουσαν ἐν ταῖς ἐμβάσιν; καίτοι δοκεῖ
κατὰ σχολὴν παρὰ τἀνδρὸς ἐξελθεῖν μόνη.
ΓΥ. Α’ τὴν τοῦ καπήλου δ᾽ οὐχ ὁρᾷς Γευσιστράτην
50ἔχουσαν ἐν τῇ δεξιᾷ τὴν λαμπάδα;
ΠΡ. καὶ τὴν Φιλοδωρήτου τε καὶ Χαιρητάδου
ὁρῶ προσιούσας χἀτέρας πολλὰς πάνυ
γυναῖκας, ὅ τι πέρ ἐστ᾽ ὄφελος ἐν τῇ πόλει.
ΓΥΝΗ Γ’
καὶ πάνυ ταλαιπώρως ἔγωγ᾽, ὦ φιλτάτη,
55ἐκδρᾶσα παρέδυν. ὁ γὰρ ἀνὴρ τὴν νύχθ᾽ ὅλην
ἔβηττε τριχίδων ἑσπέρας ἐμπλήμενος.
ΠΡ. κάθησθε τοίνυν, ὡς ‹ἂν› ἀνέρωμαι τάδε
ὑμᾶς, ἐπειδὴ συλλελεγμένας ὁρῶ,
ὅσα Σκίροις ἔδοξεν εἰ δεδράκατε.
60ΓΥ. Α’ ἔγωγε. πρῶτον μέν γ᾽ ἔχω τὰς μασχάλας
λόχμης δασυτέρας, καθάπερ ἦν ξυγκείμενον·
ἔπειθ᾽ ὁπόθ᾽ ἁνὴρ εἰς ἀγορὰν οἴχοιτό μου
ἀλειψαμένη τὸ σῶμ᾽ ὅλον δι᾽ ἡμέρας
ἐχραινόμην ἑστῶσα πρὸς τὸν ἥλιον.
65ΓΥ. Β’ κἄγωγε· τὸ ξυρὸν δέ γ᾽ ἐκ τῆς οἰκίας
ἔρριψα πρῶτον, ἵνα δασυνθείην ὅλη
καὶ μηδὲν εἴην ἔτι γυναικὶ προσφερής.


(Τρυπώνει στο δρομάκο. Φτάνει μια γυναίκα και κατόπι της άλλες. Φοράνε χοντροπάπουτσα και κρατάνε ραβδιά και στο μπράτσο τους αντρικούς μαντύες.)
ΠΡΩΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
30Είναι ώρα να βιαστούμε. Δυο φορές
κακάρισεν ο κήρυκας ως τώρα.
ΠΡΑ. Κι εγώ μάτι δεν έκλεισα όλη νύχτα
να σας προσμένω. Εμπρός να γρατσουνίσουμε
την πόρτα της γειτόνισσας για νά ᾽βγει
κρυφά, να μην τη νιώσει ο προκομμένος της.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
(βγαίνοντας από το σπίτι της)
Άκουσα το γρατσούνισμα την ώρα
που ᾽δενα τα παπούτσια μου. Όλη νύχτα
να κοιμηθώ δε μ᾽ άφηνεν ο αντρούλης μου.
Κουλουριώτης βαρκάρης ασταμάτητα
κουπηλατούσε στρωματσάδα ο μάγκας
και μόλις τώρα πρόφτασα ν᾽ αρπάξω
40την παλιοπατατούκα του. ΠΡΑ. Α, νά τες,
ερχόνται η Κλειναρέτη κι η Σωστράτη
μαζί τους κι η Φιλάνθη. Κάντε γρήγορα
κι η Γλαύκη έβαλε πρόστιμο: που θά ᾽ρτει
τελευταία θα πληρώσει τρία κανάτια
καλό κρασί κι ένα κιλό στραγάλια!
Β’ ΓΥΝ. Μα νά την κι η γυναίκα του Σμικύθα
τρεχάτη κατά δω με τα κουντούρια.
Κι όμως λένε πως εύκολα το σκάει
χωρίς να τηνε νιώθει το χαϊβάνι.
Α’ ΓΥΝ. Γιά κοίτα πέρα την ταβερναρού
την Καταβόθρα, που ᾽ρχεται κρατώντας
50μιαν αναμμένη δάδα. ΠΡΑ. Βλέπω να ᾽ρχονται
του Φιλοδώρου και του Χαιρητάδη
οι γυναίκες. Μαζί τους κι άλλες πλήθος
να σώσουν την πατρίδ᾽ από τους άντρες.
ΤΡΙΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
Με ζόρι τα κατάφερα, καλή μου,
να ξεπορτίσω. Όλη τη νύχτα ο κύρης μου
έβηχε, τι ᾽χε φάει πολλούς τριχιούς.
ΠΡΑ. Καθίστε τώρα, μια και μαζευτήκαμε,
να σας ρωτήσω αν όσα συμφωνήσαμε,
στην Ιεράν Οδό, τα ᾽χετε πράξει.
60Α’ ΓΥΝ. Εγώ, ναι. Πρώτα πρώτα έχω μασκάλες
τόσο πηχτές, που μοιάζουν μ᾽ αστοιβιά,
όπως μας το παράγγειλες. Και μόλις
ο άντρας μου βγήκε για την Αγορά,
γυμνώθηκα κι αλείφτηκα με ξίγκι
κι όλη μέρα καθόμουν στον ήλιο
να μαυρίσω. Β’ ΓΥΝ. Κι εγώ δουλειά μου πρώτη
να ρίξω στα σκουπίδια το ξουράφι
για να δασώσ᾽ η τρίχα μου. Καθόλου
να μη μοιάζω με θηλυκό ορεξάτο.