Χτυπά την πόρτα του Ηρακλή.
ΗΡΑΚΛΗΣ, από μέσα.
Ποιός είναι; Ποιός μου χτύπησε την πόρτα
σαν Κένταυρος;
Ανοίγει και παραξενεύεται βλέποντας το Διόνυσο.
Βρε, τί ᾽ναι τούτο; Μίλα.
ΔΙΟ. (σιγά.) Ξανθία. ΞΑΝ. Τί τρέχει; ΔΙΟ. Πρόσεξες; ΞΑΝ. Τί πράμα;
40ΔΙΟ. Με φοβήθηκε. ΞΑΝ. Ναι, μη… σου ᾽χει στρίψει.
ΗΡΑ. Μα τη Δήμητρα, πώς να μη γελάω;
Τα χείλια μου δαγκάνω, μα του κάκου.
ΔΙΟ. Σίμωσε, ευλογημένε, και σε θέλω.
ΗΡΑ. Μα δεν μπορώ να κρατηθώ απ᾽ τα γέλια.
Πάνω σε κροκωτό λεοντή! Τί νόημα;
Και ρόπαλο με κόθορνο παρέα!
Ξεκίνησες για πού; ΔΙΟ. Επιβάτης ήμουν
του Κλεισθένη. ΗΡΑ. Μην πήρες κιόλας μέρος
σε ναυμαχία; ΔΙΟ. Και δώδεκα εχθρικά
50ή δεκατρία βουλιάξαμε καράβια.
ΗΡΑ. Οι δυο σας; ΔΙΟ. Ναι. ΞΑΝ. (μέσα του.) Εγώ ξύπνησα κατόπι.
ΔΙΟ. Στο πλοίο λοιπόν, ενώ την Αντρομέδα
διάβαζα σιωπηλός, ξάφνω ένας πόθος
τάραξε δυνατά τα σωθικά μου.
ΗΡΑ. Πόθος; Και πόσος; ΔΙΟ. Με το Μόλωνα ίσος.
ΗΡΑ. Γυναίκας; ΔΙΟ. Όχι. ΗΡΑ. Τί; παιδιού; ΔΙΟ. Καθόλου.
ΗΡΑ. Γι᾽ άντρα; ΔΙΟ. Όχι δα. ΗΡΑ. Μην έσμιξες κανέναν
Κλεισθένη; ΔΙΟ. Α αδερφέ, μη με πειράζεις·
μου φτάνει το κακό μου· αχ τί λαχτάρα
60με τρώει! ΗΡΑ. Σαν ποιά, αδερφάκι; ΔΙΟ. Με τα λόγια
δε λέγεται· με παρομοίωση μόνο.
Σου ᾽ρθε όρεξη ποτέ άξαφνα για φάβα;
ΗΡΑ. Για φάβα; Μια και δυο φορές; Χιλιάδες.
ΔΙΟ. Ξηγιέμαι καθαρά ή να συνεχίσω;
ΗΡΑ. Όσο για φάβα, αρκεί· βαθιά σε νιώθω.
ΔΙΟ. Νά, για τον Ευριπίδη τέτοιος πόθος
με βασανίζει. ΗΡΑ. Για έναν πεθαμένο;
ΔΙΟ. Κι ας μη μου πει κανείς ν᾽ αλλάξω γνώμη·
θα πάω και θα τον βρω. ΗΡΑ. Στον Άδη κάτω;
70ΔΙΟ. Ναι, μα το Δία, κι αν είναι και πιο κάτω.
ΗΡΑ. Και τί τον θες; ΔΙΟ. Ποιητής μού χρειάζεται άξιος.
Όσοι άξιοι, πάνε· οι ζωντανοί είν᾽ ανάξιοι.
ΗΡΑ. Ο Ιοφώντας; Δε ζει; ΔΙΟ. Ναι, η μόνη αξία
που ᾽χει απομείνει ακόμα, αν είναι κιόλας·
πόσο ακριβώς βαραίνει δεν το ξέρω.
|