ΕΥΕ. Φοβερό, να γυρεύουμε να πάμε
στον κόρακα, πανέτοιμοι, και δρόμο
να μη μπορούμε κατά κει να βρούμε.
30Το αντίθετο απ᾽ το Σάκα εμείς το Σκύθη,
θεατές, έχουμε πάθει· αυτός ζητάει
πολίτη να τον γράψουν με το ζόρι,
κι εμείς, που γεννηθήκαμε Αθηναίοι,
δημότες γνήσιοι, δίχως να μας διώχνουν,
φύσημα απ᾽ την πατρίδα έχουμε πάρει·
δεν τη μισούμε· είναι μεγάλη πόλη
κι ευτυχισμένη· αν πρόστιμο σου βάλουν,
έχει ανοιχτά ταμεία για να πληρώσεις.
Τα τζιτζίκια, στα ξώκλαδα, λαλούνε
40ένα δυο μήνες· οι Αθηναίοι λαλούνε
όλη τους τη ζωή στα δικαστήρια.
Και πήραμε γι᾽ αυτό των ομματιών μας·
μυρτιές κρατώντας, κάνιστρο και χύτρα,
όπως αυτοί που πόλεις παν να ιδρύσουν,
γυρίζουμε, τόπο ήσυχο ζητώντας,
να ζήσουμε, αφού στήσουμε κονάκι.
Πηγαίνουμε να βρούμε τον Τηρέα
τον τσαλαπετεινό· απ᾽ αυτόν ποθούμε
να μάθουμε αν τον φέραν τα φτερά του
σε τέτοιον τόπο, αν είδε τέτοια πόλη.
ΠΙΣ. Για άκου. ΕΥΕ. Τί τρέχει; ΠΙΣ. Μου ᾽γνεψε η κουρούνα
50να δω ψηλά. ΕΥΕ. Κι η καλιακούδα ανοίγει
το στόμα της, σαν κάτι να μου δείχνει·
θα ᾽ναι πουλιά εδώ πέρα, δίχως άλλο.
Με λίγο κρότο, θα το δούμε αμέσως.
|