ΣΤΡ. Ρίχνε το εσύ στον ύπνο, μα τα χρέη,
40να ξέρεις, στο ξερό σου όλα θα πέσουν.
Αχ αχ.
Τέλος κακό να ᾽θελε βρει η μεσίτρα
που μ᾽ έβαλε τη μάνα σου να πάρω·
γλυκιά ζωή χωριάτικη εγώ ζούσα,
όλη ακαταστασία, λιγδιά και σκόνη,
μέσα σε αρνιά, μελίσσια και πυρήνα.
Και πήρα, εγώ ο χωριάτης, μια απ᾽ τη χώρα,
την ανιψιά του Μεγακλή, γιου του άλλου
Μεγακλή, μια όλο φούμαρα, λουσάτη,
ίδια σαν την αρχόντισσα Κοισύρα.
Δίπλα της, στο τραπέζι εκεί του γάμου,
50τρυγιά, μαλλιά, τσαντίλες, μπερεκέτια
μύριζα εγώ· κι αρώματα, σαφράνι,
λάγνα φιλιά, σπατάλες και απληστία
μα και Γενετυλλίδα και Κωλιάδα
μύριζε εκείνη. Ωστόσο δεν καθόταν
κι οκνή· διαρκώς ζητούσε στο στημόνι
το υφάδι να περνά. Και το σκουτί μου
δείχνοντάς της τής έλεγα: «Γυναίκα,
παραπερνάς το υφάδι στο στημόνι.»
Τον πλησιάζει ένας υπηρέτης.
Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Μέσα στο λύχνο δεν είν᾽ άλλο λάδι.
ΣΤΡ. Άναψες, βλέπω, τον μπεκρή το λύχνο·
κόπιασε να τις φας. ΥΠΗ. Γιατί; ΣΤΡ. Να μάθεις
κι απ᾽ τα χοντρά να βάζεις πάλι φτίλια.
Ο υπηρέτης αποτραβιέται, για να μην τις φάει, κι ο Στρεψιάδης συνεχίζει το μονόλογό του.
60Κι όταν το γιο αποχτήσαμε, νά, ετούτον,
εγώ κι αυτή η σπουδαία που λέω γυναίκα
μαλώναμε για τ᾽ όνομα· τη λέξη
«ίππος» έχωνε αυτή μες στ᾽ όνομά του:
Ξάνθιππο, Καλλιππίδη, Χάριππο… Έτσι.
Εγώ έλεγα όχι· Φειδωνίδης, που είναι
τ᾽ όνομα του παππού. Ο καβγάς τραβούσε,
ώσπου συμβιβαστήκαμε στο τέλος
κι είπαμε να τον λέμε Φειδιππίδη.
Χάιδευε αυτή το γιο στην αγκαλιά της:
«Σα μεγαλώσεις, θα φοράς πορφύρα,
70όπως ο Μεγακλής, και προς την πόλη
θα τρέχεις με άρμα. Κι εγώ του ᾽λεγα έτσι:
«Κάπα θα μου φοράς κι απ᾽ το Φελλέα
γίδια θα σαλαγάς σαν το γονιό σου.»
Τα λόγια μου δεν τ᾽ άκουσε όμως, κι έτσι
το βιος μου αλογοσκόρπισε. Και τώρα,
ψάχνοντας οληνύχτα για ένα δρόμο,
βρήκα ένα μονοπάτι εξαίσιο· αν τούτον
πείσω να τ᾽ ακλουθήσει, θα γλιτώσω.
Να τον ξυπνήσω πρώτα. Πώς να κάμω,
γλυκά γλυκά να γίνει; — Φειδιππίδη,
80Φειδιππιδάκη, γιε μου. ΦΕΙ. Τί, πατέρα;
|