Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Νεφέλαι (39-80)


ΣΤ. σὺ δ᾽ οὖν κάθευδε· τὰ δὲ χρέα ταῦτ᾽ ἴσθ᾽ ὅτι
40εἰς τὴν κεφαλὴν ἅπαντα τὴν σὴν τρέψεται.
φεῦ.
εἴθ᾽ ὤφελ᾽ ἡ προμνήστρι᾽ ἀπολέσθαι κακῶς,
ἥτις με γῆμ᾽ ἐπῆρε τὴν σὴν μητέρα·
ἐμοὶ γὰρ ἦν ἄγροικος ἥδιστος βίος
εὐρωτιῶν, ἀκόρητος, εἰκῇ κείμενος,
45βρύων μελίτταις καὶ προβάτοις καὶ στεμφύλοις.
ἔπειτ᾽ ἔγημα Μεγακλέους τοῦ Μεγακλέους
ἀδελφιδῆν ἄγροικος ὢν ἐξ ἄστεως,
σεμνήν, τρυφῶσαν, ἐγκεκοισυρωμένην.
ταύτην ὅτ᾽ ἐγάμουν, συγκατεκλινόμην ἐγὼ
50ὄζων τρυγός, τρασιᾶς, ἐρίων, περιουσίας,
ἡ δ᾽ αὖ μύρου, κρόκου, καταγλωττισμάτων,
δαπάνης, λαφυγμοῦ, Κωλιάδος, Γενετυλλίδος.
οὐ μὴν ἐρῶ γ᾽ ὡς ἀργὸς ἦν, ἀλλ᾽ ἐσπάθα.
ἐγὼ δ᾽ ἂν αὐτῇ θοἰμάτιον δεικνὺς τοδὶ
55πρόφασιν ἔφασκον· «ὦ γύναι, λίαν σπαθᾷς».
ΘΕΡΑΠΩΝ
ἔλαιον ἡμῖν οὐκ ἔνεστ᾽ ἐν τῷ λύχνῳ.
ΣΤ. οἴμοι· τί γάρ μοι τὸν πότην ἧπτες λύχνον;
δεῦρ᾽ ἔλθ᾽, ἵνα κλάῃς. ΘΕ. διὰ τί δῆτα κλαύσομαι;
ΣΤ. ὅτι τῶν παχειῶν ἐνετίθεις θρυαλλίδων.—
60μετὰ ταῦθ᾽, ὅπως νῷν ἐγένεθ᾽ υἱὸς οὑτοσί,
ἐμοί τε δὴ καὶ τῇ γυναικὶ τἀγαθῇ,
περὶ τοὐνόματος δὴ ᾽ντεῦθεν ἐλοιδορούμεθα·
ἡ μὲν γὰρ ἵππον προσετίθει πρὸς τοὔνομα,
Ξάνθιππον ἢ Χάριππον ἢ Καλλιππίδην,
65ἐγὼ δὲ τοῦ πάππου ᾽τιθέμην Φειδωνίδην.
τέως μὲν οὖν ἐκρινόμεθ᾽· εἶτα τῷ χρόνῳ
κοινῇ ξυνέβημεν κἀθέμεθα Φειδιππίδην.
τοῦτον τὸν υἱὸν λαμβάνουσ᾽ ἐκορίζετο·
«ὅταν σὺ μέγας ὢν ἅρμ᾽ ἐλαύνῃς πρὸς πόλιν,
70ὥσπερ Μεγακλέης, ξυστίδ᾽ ἔχων.» ἐγὼ δ᾽ ἔφην·
«ὅταν μὲν οὖν τὰς αἶγας ἐκ τοῦ φελλέως,
ὥσπερ ὁ πατήρ σου, διφθέραν ἐνημμένος.»
ἀλλ᾽ οὐκ ἐπείθετο τοῖς ἐμοῖς οὐδὲν λόγοις,
ἀλλ᾽ ἵππερόν μου κατέχεεν τῶν χρημάτων.
75νῦν οὖν ὅλην τὴν νύκτα φροντίζων ὁδοῦ
μίαν ηὗρον ἀτραπὸν δαιμονίως ὑπερφυᾶ,
ἣν ἢν ἀναπείσω τουτονί, σωθήσομαι.
ἀλλ᾽ ἐξεγεῖραι πρῶτον αὐτὸν βούλομαι.
πῶς δῆτ᾽ ἂν ἥδιστ᾽ αὐτὸν ἐπεγείραιμι; πῶς;
80Φειδιππίδη Φειδιππίδιον. ΦΕ. τί, ὦ πάτερ;


ΣΤΡ. Ρίχνε το εσύ στον ύπνο, μα τα χρέη,
40να ξέρεις, στο ξερό σου όλα θα πέσουν.
Αχ αχ.
Τέλος κακό να ᾽θελε βρει η μεσίτρα
που μ᾽ έβαλε τη μάνα σου να πάρω·
γλυκιά ζωή χωριάτικη εγώ ζούσα,
όλη ακαταστασία, λιγδιά και σκόνη,
μέσα σε αρνιά, μελίσσια και πυρήνα.
Και πήρα, εγώ ο χωριάτης, μια απ᾽ τη χώρα,
την ανιψιά του Μεγακλή, γιου του άλλου
Μεγακλή, μια όλο φούμαρα, λουσάτη,
ίδια σαν την αρχόντισσα Κοισύρα.
Δίπλα της, στο τραπέζι εκεί του γάμου,
50τρυγιά, μαλλιά, τσαντίλες, μπερεκέτια
μύριζα εγώ· κι αρώματα, σαφράνι,
λάγνα φιλιά, σπατάλες και απληστία
μα και Γενετυλλίδα και Κωλιάδα
μύριζε εκείνη. Ωστόσο δεν καθόταν
κι οκνή· διαρκώς ζητούσε στο στημόνι
το υφάδι να περνά. Και το σκουτί μου
δείχνοντάς της τής έλεγα: «Γυναίκα,
παραπερνάς το υφάδι στο στημόνι.»
Τον πλησιάζει ένας υπηρέτης.
Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Μέσα στο λύχνο δεν είν᾽ άλλο λάδι.
ΣΤΡ. Άναψες, βλέπω, τον μπεκρή το λύχνο·
κόπιασε να τις φας. ΥΠΗ. Γιατί; ΣΤΡ. Να μάθεις
κι απ᾽ τα χοντρά να βάζεις πάλι φτίλια.
Ο υπηρέτης αποτραβιέται, για να μην τις φάει, κι ο Στρεψιάδης συνεχίζει το μονόλογό του.
60Κι όταν το γιο αποχτήσαμε, νά, ετούτον,
εγώ κι αυτή η σπουδαία που λέω γυναίκα
μαλώναμε για τ᾽ όνομα· τη λέξη
«ίππος» έχωνε αυτή μες στ᾽ όνομά του:
Ξάνθιππο, Καλλιππίδη, Χάριππο… Έτσι.
Εγώ έλεγα όχι· Φειδωνίδης, που είναι
τ᾽ όνομα του παππού. Ο καβγάς τραβούσε,
ώσπου συμβιβαστήκαμε στο τέλος
κι είπαμε να τον λέμε Φειδιππίδη.
Χάιδευε αυτή το γιο στην αγκαλιά της:
«Σα μεγαλώσεις, θα φοράς πορφύρα,
70όπως ο Μεγακλής, και προς την πόλη
θα τρέχεις με άρμα. Κι εγώ του ᾽λεγα έτσι:
«Κάπα θα μου φοράς κι απ᾽ το Φελλέα
γίδια θα σαλαγάς σαν το γονιό σου.»
Τα λόγια μου δεν τ᾽ άκουσε όμως, κι έτσι
το βιος μου αλογοσκόρπισε. Και τώρα,
ψάχνοντας οληνύχτα για ένα δρόμο,
βρήκα ένα μονοπάτι εξαίσιο· αν τούτον
πείσω να τ᾽ ακλουθήσει, θα γλιτώσω.
Να τον ξυπνήσω πρώτα. Πώς να κάμω,
γλυκά γλυκά να γίνει; — Φειδιππίδη,
80Φειδιππιδάκη, γιε μου. ΦΕΙ. Τί, πατέρα;