Απάνω από τα χείλη του πλέκει κισσός κλωνάρια,
30κισσός μαζί μ᾽ ελίχρυσο· του ελίχρυσου η ψαλίδα
στρέφεται καμαρώνοντας τον κροκωτόν ανθό της.
Μέσα, γυναίκα που θεοί την έχουν ζωγραφίσει,
με μια κορδέλα στα μαλλιά και πέπλο από τεχνίτη.
Από τη μια της τη μεριά κι απ᾽ τη μεριά την άλλη
δυο άνδρες με πολλά μαλλιά λογομαχούν για δαύτη.
35Όμως εκείνη, ακούοντας, δείχνει πως δεν την νοιάζει·
και πότε με χαμόγελο θωρεί από δω τον ένα,
πότε στον άλλο η πονηρή στρέφει το νου της πάλι.
Κι αυτοί ερωτοχτυπούμενοι με βουρκωμένα μάτια,
χάνουν τους κόπους άδικα, κακοπαθούν του κάκου.
Παρέκει γέροντας ψαράς σε ριζολίθι απάνω
40σέρνει με βια το δίχτυ του, ένα μεγάλο δίχτυ,
και μοιάζει και στη δύναμη με κουρασμένον άντρα.
Λες και ψαρεύει μ᾽ όλη του τη δύναμη στα χέρια·
πρήσκονται γύρω ολόγυρα του σβέρκου του τα νεύρα
και μοιάζει νιος στη δύναμη κι ας είναι κι ασπρομάλλης.
45Κοντά-κοντά στο γέροντα το θαλασσοδαρμένο,
είν᾽ έν᾽ αμπέλι με πυκνά και κόκκινα σταφύλια
που το φυλάει μικρό παιδί στο φράχτη καθισμένο.
Στο ᾽να πλευρό του μια αλεπού, στ᾽ άλλο πλευρό του μια άλλη·
χώνετ᾽ η μια στα κλήματα και τα τσαμπιά αφανίζει,
η άλλη πάει με πονηριά κρυφά προς το ταγάρι
50ωσάν να λέει και στο παιδί πώς δεν θενά ᾽συχάσει
αν δεν τ᾽ αφήσει νηστικό κι αν δεν του φάει ό,τ᾽ έχει.
Κρατεί σφερδούκλια το παιδί και δένει τα με σκίνο
και τα σφερδούκλια δένοντας ακριδοπιάστρα πλέκει·
και μηδέ τόσο νοιάζεται γι᾽ αμπέλι και ταγάρι
όση χαρά έχει μέσα του γι᾽ αυτό το πλέξιμο του.
55Στρώνονται φύλλ᾽ απερουνιάς τριγύρω στο ποτήρι·
μεγάλο θάμα αληθινά που το μυαλό ξιπάζει.
Από ᾽να Καλυδώνιο τ᾽ αγόρασα βαρκάρη
κι έδωκα γίδα κι έδωκα κι ένα κεφαλοτύρι·
δεν τ᾽ άγγιξα στα χείλη μου κι απάρθενο απομένει.
60Θα σου το δώσω με χαρά και μ᾽ όλη την καρδιά μου
αν θα θελήσεις να μου πεις το γλυκερό τραγούδι.
Και δε θα σε γελάσω εγώ. Έλα, καλέ μου, πες το·
στον Άδη δε θα το φυλάς, γιατ᾽ όλα εκεί ξεχνιούνται.
|