Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΩΔΑΣ

Μιμίαμβοι (1.19-1.66)


ΓΥ. σίλλ[α]ινε· ταῦτα τῇς νεωτέρῃς ὑμῖν
20 πρόσεστιν. ἀλλ᾽ —οὐ τοῦτο μή σε θερμήνῃ—
ἀλλ᾽, ὦ τέκνον, κόσον τιν᾽ ἤδη χηραίνεις
χρόνον, μόνη τρύχουσα τὴν μίαν κοίτην;
ἐξ οὗ γὰρ εἰς Αἴγυπτον ἐστάλη Μάνδρις,
δέκ᾽ εἰσὶ μῆνες, κοὐδὲ γράμμα σοι πέμπει,
25 ἀλλ᾽ ἐκλέλησται καὶ πέπωκεν ἐκ καινῆς.
κεῖ δ᾽ ἐστὶν οἶκος τῆς θεοῦ· τὰ γὰρ πάντα,
ὅσσ᾽ ἔστι κου καὶ γίνετ᾽, ἔστ᾽ ἐν Αἰγύπτῳ·
πλοῦτος, παλαίστρη, δύναμι[ς], εὐδίη, δόξα,
θέαι, φιλόσοφοι, χρυσίον, νεηνίσκοι,
30 θεῶν ἀδελφῶν τέμενος, ὁ βασιλεὺς χρηστός,
μουσῇον, οἶνος, ἀγαθὰ πάντ᾽ ὅσ᾽ ἂν χρῄζῃς,
γυναῖκες, ὁ[κ]όσους οὐ μὰ τὴν Ἅιδεω κούρην
[ἀ]στέρας ἐνεγκεῖν οὐραν[ὸ]ς κεκαύχηται,
[τ]ὴν δ᾽ ὄψιν οἷαι πρὸς Πάρι[ν] κοτ᾽ ὥρμησαν
35 [θεαὶ κρι]θῆναι καλλονήν — λάθοιμ᾽ αὐτάς
[εἰποῦσα]. κο[ί]ην οὖν τάλαιν[α] σὺ ψυχήν
[ἔχουσ]α θάλπεις τὸν δίφρον; κατ᾽ οὖν λήσεις
[γηρᾶσα], καί σευ τὸ ὥριμον τέφρη κάψει.
[πάπτη]νον ἄλλῃ χἠμέρας μετάλλαξον
40 [τὸ]ν νοῦν δύ᾽ ἢ τρεῖς, χἰλαρὴ κατάστηθι
[καὶ ὅρη] πρὸς ἄλλον· νηῦς μιῆς ἐπ᾽ ἀγκύρης
[οὐκ] ἀσφαλὴς ὁρμεῦσα· κεῖνος ἢν ἔλθῃ
[. . . . . . . . . . . . . . . . μηδὲ εἷς ἀναστήσῃ
[ἡ]μέας, φίλη· τὸ δεῖνα δ᾽ ἄγριος χειμών
45 [. . . . . . . . . . . . . . . . .]α, κοὐδὲ εἷς οἶδεν
τὸ μέλλο]ν ἡμέων· ἄστατος γὰρ ἀνθρώποις
[. . . . . . . . . . . . ]η[. .] ἀλλὰ μήτις ἕστηκε
σύνεγγυς ἡμῖν; ΜΗ. οὐδὲ εἷς. ΓΥ. ἄκουσον δή
ἅ σοι χρ[εΐ]ζουσ᾽ ὧδ᾽ ἔβην ἀπαγγεῖλαι·
50 ὁ Ματαλ[ί]νης τῆς Παταικίου Γρύλλος,
ὁ πέντε νικέων ἆθλα —παῖς μὲν ἐν Πυθοῖ,
δὶς δ᾽ ἐν Κορίνθῳ τοὺς ἴουλον ἀνθεῦντας,
ἄνδρας δὲ Πίσῃ δὶς καθεῖλε πυκτεύσας—
πλουτέων τὸ κ[αλ]όν, οὐδὲ κάρφος ἐκ τῆς γῆς
55 κινέων, ἄθικτ[ο]ς [ἐς] Κυθηρίην σφρηγίς,
ἰδών σε καθόδῳ τῆς Μίσης ἐκύμηνε
τὰ σπλάγχν᾽, ἔρωτι καρδίην ἀνοιστρηθείς·
καί μευ οὔτε νυκτὸς οὔτ᾽ ἐφ᾽ ἡμέρην λείπει
τὸ δῶμ[α̣], τέκνον, ἀλλά μευ κατακλαίει
60 καὶ ταταλ[ί]ζει καὶ ποθέων ἀποθνῄσκει.
ἀλλ᾽, ὦ τέκνον μοι Μητρίχη, μίαν ταύτην
ἁμαρτίην δὸς τῇ θεῷ· κατάρτησον
σαυτήν, τὸ [γ]ῆρας μὴ λάθῃ σε προσβλέψαν·
καὶ δοιὰ πρήξεις· ἡδω[ν] τε[ύξ]ει [καὶ πρὸς]
65 δοθήσεταί τι μέζον ἢ δοκεῖς· σκέψαι,
πείσθητί μευ· φιλέω σε, να[ὶ] μὰ τὰς Μοίρας.


ΓΥ. Κακά τα ψέματα· αυτά είναι για σας τα κοριτσάκια.
20Αλλά συμπάθα με, παιδί μου,
πόσον καιρό μού τυραννιέσαι
και λιώνεις το στρώμα μονάχη σου;
Από τότε που πήγε ο Μάνδρης στην Αίγυπτο,
κοντά δέκα μήνες τώρα, ούτε γράμμα ούτε γραφή·
25σε ξέχασε, κι αλληνής δροσίζει την αυλή.
Εκεί πέρα είναι παράδεισος: Όλα,
ό,τι ζητήσεις κι ό,τι πεις, όλα στην Αίγυπτο τα βρίσκεις:
Τί θες; Πλούτη, αγώνες, λεφτά, καλοκαιράκι, δόξες;
Θεάματα, φιλόσοφοι, χρυσάφι, αγοράκια,
30πανηγύρια και γιορτές, ο βασιλιάς είναι καλός,
με το μουσείο τους, τα κρασιά τους, ό,τι βάλει ο νους σου·
και γυναίκες, μά την Περσεφόνη, πολλές γυναίκες,
όσ᾽ αστεράκια ο ουρανός παινεύεται πως έχει.
Και τί γυναίκες! Σαν τις θεές που τρέξανε
35στον Πάρη να κάνει καλλιστεία — αχ, να μη
μ᾽ ακούσανε. Πώς, λοιπόν, βαστάει η καρδιά σου, καημένη μου,
να κάθεσαι να ζεσταίνεις την καρέκλα; Θα γεράσεις
και δε θα το πάρεις χαμπάρι, τα νιάτα σου θα τα φάει το παραγώνι.
Γύρνα κι αλλού τα μάτια σου, σκέψου και τίποτα άλλο,
40συνέχεια το ίδια και τα ίδια, ρίξ᾽ το κι εσύ λίγο έξω,
δες τις χάρες και των αλλωνών. Το καράβι που κρατιέται
με μια μονάχα άγκυρα δεν είναι ασφαλισμένο. Κι όταν
γυρίσει εκείνος θα είναι αργά, κανένας τότε
δε θα σ᾽ αναστήσει κόρη μου· βαρύς χειμώνας
45έρχεται· και δεν ξέρουμε
τί μας μέλλεται, όλα πρέπει να τα περιμένει
ο άνθρωπος. Μπας και μας ακούει
κανένας; ΜΗ. Κανένας δε μας ακούει. ΓΥ. Άκου, λοιπόν,
γιατί ήρθα δω, άκου τί ήρθα να σου πω:
50Ο Γρύλλος, ο γιος της Ματακίνας, της Παταικίας·
αυτός που πήρε πέντε κύπελλα —στα Πύθια στους παιδικούς,
κι άλλες δυο φορές στην Κόρινθο στους εφήβων,
κι άλλες δυο φορές βγήκε Ολυμπιονίκης στους ανδρών
με τις γροθιές του— κι έχει καλό κομπόδεμα, παλικάρι
55ήσυχο και νοικοκύρης, κι αγνός στην αγάπη σαν το κρασί
το γιοματάρι, σε είδε στη λιτανεία της Μίσας και σάλεψε
ο νους του, κι ο έρωτάς σου τον τύφλωσε.
Κι από τότε, παιδί μου, ξημεροβραδιάζεται
στο σπίτι μου, και μου κλαίει με μαύρο δάκρυ,
60πέφτει στα πόδια μου, και λιώνει απ᾽ τον καημό.
Μητρίχη παιδάκι μου, κάν᾽ τηνε
την αμαρτία ετούτη, μια είναι· μην την κλωτσάς
την τύχη σου, τα γεράματα γρήγορα θα σε πάρουν.
Θα ᾽χεις διπλό το κέρδος· κι εσύ θα δεις γλύκες,
65και θα πάρεις περισσότερα απ᾽ όσα φαντάζεσαι. Σκέψου το,
να μ᾽ ακούσεις· εγώ σ᾽ αγαπάω, και θέλω το καλό σου.