30Κι όρμησε απ᾽ τον Όλυμπο στο βάθος του μυαλού του δόλο πλέκοντας,
ποθώντας έρωτα καλόζωστης γυναίκας,
μες στη νύχτα. Γοργά στο Τυφαόνιο έφτασε. Κι από εκεί
στην κορυφή του Φίκιου ανέβηκε ο συνετός ο Δίας.
Κάθισε εκεί και με το νου σχεδίαζε θαυμάσια έργα.
Γιατί την ίδια νύχτα στο κρεβάτι ερωτόσμιξε
με του Ηλεκτρύωνα το λυγερόποδο κορίτσι. Κι έτσι τον πόθο του εκπλήρωσε.
Κι αυτήν την ίδια νύχτα ο Αμφιτρύων που ξεσηκώνει το στρατό για μάχη,
ήρως λαμπρός, αφού το μέγα έργο εκτέλεσε, έφτασε σπίτι του,
κι ούτε που κίνησε να πάει στους δούλους και τους ποιμένες των αγρών του,
40προτού ν᾽ ανέβει στο κρεβάτι της γυναίκας του.
Τόσο μεγάλος πόθος τον ποιμένα του στρατού μες στην καρδιά κατείχε.
[Όπως όταν κανείς χαρά γεμάτος ξεφύγει από τη συμφορά,
είτε απ᾽ αρρώστια αφόρητη, είτε κι από ισχυρά δεσμά,
έτσι και τότε ο Αμφιτρύων, το έργο το βαρύ του σαν τελείωσε,
όλος χαρά κι αγάπη στο σπιτικό του μέσα μπήκε.]
Κι όλη τη νύχτα πλάγιαζε με τη γυναίκα του τη σεβαστή
και με τα δώρα της πολύχρυσης της Αφροδίτης ευφραινότανε.
Κι εκείνη, έχοντας με θεό ενωθεί και μ᾽ άντρα πολύ ξεχωριστό,
στη Θήβα μέσα την εφτάπυλη δίδυμα γέννησε παιδιά,
50που ίδιο δεν είχαν φρόνημα, κι ας ήτανε αδέρφια.
Τον ένα τον γέννησε κατώτερο, τον άλλον πάλι πολύ ανώτερο άντρα,
δεινό και κρατερό, το δυνατό Ηρακλή.
Τον ένα αφού υποτάχθηκε στο μαυροσύννεφο το γιο του Κρόνου,
ενώ τον Ιφικλή αφού υποτάχθηκε στον Αμφιτρύωνα που σείει το δόρυ,
—γενιές που διέφεραν— τον ένα σμίγοντας μ᾽ άντρα θνητό,
τον άλλο με το γιο του Κρόνου Δία, άνακτα όλων των θεών.
|