ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΣ
Ήρθα σταλμένη συνοδειά
με νεκρικές χοές απ᾽ τα παλάτια
στηθοδερνάμενη γοργά·
νωπό το γαίμα από τα νύχια μου
στα μάγουλά μου κάνει αυλάκια
κι όσο για θρήνους, βόσκομαι μ᾽ αυτούς καθημερνά!
Ο άγριος ο πόνος μου ξεσκλίδια
κουρέλιασε τα λινά φάδια
30των πέπλων μου πάνω στα στήθια,
που αγέλαστα χτυπούν τα πάθια
και τα σπαράζ᾽ η συμφορά.
Γιατί φόβος ορθότριχος τρανός,
των παλατιώ ονειροπροφήτης
οργή απ᾽ τα βάθη του ύπνου πνέοντας
νυχτάωρα, μεσ᾽ απ᾽ τ᾽ άδυτα του γυναικίτη,
έκαμε πέφτοντας βαρύς
τρόμου ξεφωνητό ν᾽ αντιβουΐσει.
Και του όνειρου οι εξηγητάδες
είπαν μ᾽ εγγύηση θεϊκιά,
πως έχουν οι κατωκοσμίτες
40την έχθρα τους για τους φονιάδες
βαριά βαλμένη στην καρδιά.
Με τέτοια χάρη αχάριστη ζητώντας, μάνα ω Γη,
να στρέψει τούτα τα κακά απ᾽ την κεφαλή της
μ᾽ έστειλ᾽ εδώ η γυναίκα η άθεη,
μα τρέμω και να πω την προσταγή της.
γιατί ποιάν έχει ξαγορά το αίμα που θα χυθεί;
Οϊμένα, Εστία, πανάμοιρη
50και θεμελιοσπίτωμα·
τ᾽ ανήλια ανθρωπομίσητα
σκοτάδια σε σκεπάζουνε
με των κυρίων το θάνατο.
Το πριν το σέβας το άσειστο και ατράνταχτο
που λαού γιόμιζε τ᾽ αυτιά και την καρδιά του,
τώρα πια πάει, και μόνο ο φόβος έμεινε,
60γιατ᾽ είν᾽ η επιτυχία θεός, και πιο, εδώ κάτω.
Μα άγρυπνη η Δίκη άλλους χτυπά
γοργή καταμεσήμερα,
γι᾽ άλλους χρονίζει η συμφορά
για νά ᾽ρθει μεροσκότεινα
κι άλλους φυλάει μεσάνυχτα.
|