ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΣ
40Είν᾽ αυτός τώρα ο χρόνος ο δέκατος,
που ο μεγάλος του Πριάμου ο αντίδικος
ο Μενέλαος μαζί κι ο Αγαμέμνονας,
— τιμημένο απ᾽ το Δία ζευγάρι τρανό
με σκήπτρο και θρόνο διπλό —
χίλια Αργίτικα πλοία σηκώσανε
απ᾽ αυτούς τους γιαλούς,
για να βρούνε το δίκιο τους στα όπλα,
Απ᾽ τα βάθη του στήθους των κράζοντας
άγριο πόλεμο σαν τους γυπάετους,
50που με πόνο βαρύ των παιδιώ τους
από πάνω από την άδεια την κοίτη τους
φτερολάμνοντας στριφογυρίζουνε,
όταν έχουνε χάσει
τη ζεστή της φωλιάς των φροντίδα.
Μα ένας ύψιστος, — είτε ο Απόλλωνας,
είτε ο Πάνας, ή ο Δίας — ακούοντας
τους γειτόνους αυτούς των, στριγγόφωνα
με τη γλώσσα πουλιών να σπαράζουνε,
στους ενόχους αργά ή νωρίς
θενά στείλει εκδικήτρα Ερινύα.
60Έτσι κι ο δυνατός Δίας ο ξένιος
καταπάνω στον Πάρη εκδικάτορες
τους γιους στέλλει του Ατρέα,
βαριές μάχες κι αγώνα να στήσουνε
για χατίρι γυναίκας πολύαντρης,
που πολλά στη γη γόνα να γέρνουνε
και κοντάρια πολλά να συντρίβουνται
στους προμάχους ανάμεσα
όμοια Ελλήνων και Τρώων.
Κι όπου τώρα το πράμα κι αν βρίσκεται,
θενά γίνει το τί ᾽ναι γραμμένο·
κι αν τη θρέφεις με ξύλα αποκάτωθε
τη φωτιά και με λάδι αποπάνωθε,
70την αλύγιστη οργή της απρόσδεχτης
δε μπορείς να μαλάξεις θυσίας.
Μα εμείς, σάρκα παλιά κι ανωφέλευτη,
που μας άφησαν πίσω, σαν έφευγαν
τότε οι άλλοι στον πόλεμο,
εδώ μένομε σέρνοντας
στα ραβδιά μας επάνω
σαν παιδιάτικη δύναμη·
γιατί κι οι χυμοί, που μες στ᾽ άγουρα
στήθη ρέουν, με του γέροντα μοιάζουνε,
και καμιά ο Άρης θέση δεν έχει·
κι έτσι πάλι και τί ᾽ναι ο στερνόγερος,
όταν πια η φυλλωσιά του μαραίνεται;
80με τρία πόδια το δρόμο του σέρνεται
κι όχι από ᾽να παιδί πιο καλύτερος
παραδέρνει σαν όνειρο μέρας.
Αλλά συ, Κλυταιμνήστρα βασίλισσα,
τί να τρέχει; τί να ᾽μαθες,
σαν τί μήνυμα να ᾽χεις, που ολόγυρα
ετοιμάζεις παντού για θυσίες;
Κι οι βωμοί των θεών όλων της πόλης μας,
τ᾽ ουρανού και της γης
90και σπιτιών κι αγοράς,
απ᾽ τα δώρα σου καίνε;
κι άλλη εδώ κι άλλη εκείθε ανεβαίνοντας
ξεπετιέται φωτιά ως τα μεσούρανα
μ᾽ απαλά μαλαγμένη γητέματα
τ᾽ αγνού και άγιου λαδιού
μες απ᾽ του παλατιού τα κελάρια.
Λοιπόν στρέξε απ᾽ αυτά και φανέρωσε
ό,τι ν ᾽ακούσω μπορώ κι επιτρέπεται
και της έγνοιας αυτής γίνε γιάτρισσα,
100που μια τώρα το νου βασανίζει μου
και μια πάλι μ᾽ αυτές τις θυσίες σου
γλυκιά ελπίδα αναλάμποντας
το σαράκι μού διώχνει τ ᾽αχόρταγο
του καρδιοσωμού,
που μου τρώει την καρδιά μου από μέσα.
|