Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ἱκέτιδες (40-85)


νῦν δ᾽ ἐπικεκλομένα [στρ. α] 40
Δῖον πόρτιν ὑπερ-
πόντιον τιμάορ᾽ ἶνίν τ᾽
ἀνθονόμον τᾶς προγόνου
βοὸς ἐξ ἐπιπνοίας
45 Ζηνός· ἔφαψιν ἐπωνυμίᾳ
δ᾽ ἐπεκραίνετο μόρσιμος αἰὼν
εὐλόγως, Ἔπαφόν τ᾽ ἐγέννασεν·

ὅντ᾽ ἐπιλεξαμένα, [ἀντ. α]
50 νῦν ἐν ποιονόμοις
ματρὸς ἀρχαίας τόποις τῶν
πρόσθε πόνων μνασαμένα
τά τε νῦν ἐπιδείξω
πιστὰ τεκμήρια γαιονόμοις,
55 τὰ δ᾽ ἄελπτά περ ὄντα φανεῖται.
γνώσεται δὲ λόγους τις ἐν μάκει.

εἰ δὲ κυρεῖ τις πέλας οἰωνοπόλων [στρ. β]
ἔγγαιος οἶκτον [οἰκτρὸν] ἀίων,
60 δοξάσει τιν᾽ ἀκούειν ὄπα τᾶς Τηρεΐας
† Μήτιδος οἰκτρᾶς ἀλόχου,
κιρκηλάτου τ᾽ Ἀηδόνης,

ἅτ᾽ ἀπὸ χώρων ποταμῶν τ᾽ ἐργομένα [ἀντ. β]
πενθεῖ μὲν οἶκτον ἠθέων,
65 ξυντίθησι δὲ παιδὸς μόρον, ὡς αὐτοφόνως
ὤλετο πρὸς χειρὸς ἕθεν
δυσμάτορος κότου τυχών·

τὼς καὶ ἐγὼ φιλόδυρτος Ἰαονίοισι νόμοισι [στρ. γ]
70 δάπτω τὰν ἁπαλὰν
εἱλοθερῆ παρειὰν
ἀπειρόδακρύν τε καρδίαν.
γοεδνὰ δ᾽ ἀνθεμίζομαι
δειμαίνουσα φίλους, τᾶσδε φυγᾶς
75 Ἀερίας ἀπὸ γᾶς
εἴ τις ἐστὶ κηδεμών.

ἀλλά, θεοὶ γενέται, κλύετ᾽ εὖ τὸ δίκαιον ἰδόντες· [ἀντ. γ]
ἥβᾳ μὴ τέλεον
80 δόντες ἔχειν παρ᾽ αἶσαν,
ὕβριν δ᾽ ἐτύμως στυγοῦντες,
πέλοιτ᾽ ἂν ἔνδικοι γάμοις.
ἔστι δὲ κἀκ πολέμου τειρομένοις
βωμὸς ἀρῆς φυγάσιν
85 ῥῦμα, δαιμόνων σέβας.


40Τώρα πέρ᾽ απ᾽ τη θάλασσα καλώ
μάρτυρα και διαφεντευτή μου
το θεϊκό το μοσκάρι,
της ανθοβόσκητης της βοϊδοκεράς,
προγόνισσάς μου, το βλαστάρι·
που αφού από του Δία την εμπνοή
κι από το χεροχάιδεμά του
ήρθε την ώρα την μοιρόγραφτη στο φως,
ταιριαστό πήρεν «Έπαφος»
με δίκιο τ᾽ ονομάτισμά του.

50Αυτόν αφού καλέσω μάρτυρα
στα χλωρά τώρα εδώ τα βοσκοτόπια
της αρχαίας του μάνας, κι αναθυμηθώ
τα τόσα παραδείρια της και ποδοκόπια,
για τη γενιά μας έπειτα
πιστεύω πως θα φανερώσω
τέτοια σημάδια αλάθευτα
στης χώρας τους κατοίκους, που όσο
κι ανέλπιστα αν φανούν, προβαίνοντας
αληθινά τα λόγια μου θα νιώσουν.

Κι αν απ᾽ τους ντόπιους λάχει εδώ σιμά κανείς
που των πουλιών τη γλώσσα να γνωρίζει
γρικώντας τα πικρά τα μοιρολόγια μου,
60πως της γυναίκας του Τηρέα της θλιβερής
της γερακοκυνήγητης αηδόνας
ν᾽ ακούει τους θρήνους θα νομίζει.

Που από τα πρωτινά τα κατατόπια της
αποδιωγμένη μύρεται και κλαίει
στα νέα τα ξένα της λημέρια
κι αναθιβάλλει του παιδιού της το χαμό,
που απ᾽ τα δικά της σφάχτηκε τα χέρια
πάνω στης κακομάνας του τον άθεο το θυμό.

Έτσι κι εγώ σε μελωδίες ιωνικές
70θρηνώντας η γογγύχτρα τ᾽ απαλά μου
νειλοθρεμμένα σκίζω μάγουλα
και την αμάθητη από πριν
βόσκω με κλάιματα καρδιά μου·
τ᾽ άνθη του θρήνου, οϊμέ, κορφολογώ,
γιατί από φόβο είναι η ψυχή γιομάτη,
μήπως σ᾽ αυτή μου τη φυγή
από την Αερία τη γη
δε βρω κανέν᾽ από δικούς προστάτη.

Μα ω της γενιάς μου εσείς θεοί,
απαντοχή γενείτε μου και σκέπη
το δίκιο βλέποντας· ή, κι αν δε δώσετε
80να βρω τέλεια δικαίωση, καθώς πρέπει,
στην άθεη βία την οργή σας στρέψετε
και δίκαια για τους γάμους μου κάμετε κρίση·
ως κι όποιος καταπονεθεί στον πόλεμο,
κυνηγημένος, του χαμού του λυτρωμό
στο θεοσέβαστο βωμό
θα βρει καταφυγή αν ζητήσει.