Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Πέρσαι (65-100)


πεπέρακεν μὲν ὁ περσέπτολις ἤδη [στρ. α] 65
βασίλειος στρατὸς εἰς ἀν-
τίπορον γείτονα χώραν,
λινοδέσμῳ σχεδίᾳ πορθμὸν ἀμείψας
70 Ἀθαμαντίδος Ἕλλας,
πολύγομφον ὅδισμα
ζυγὸν ἀμφιβαλὼν αὐχένι πόντου.

πολυάνδρου δ᾽ Ἀσίας θούριος ἄρχων [ἀντ. α]
ἐπὶ πᾶσαν χθόνα ποιμα-
75 νόριον θεῖον ἐλαύνει
διχόθεν, πεζονόμον τ᾽ ἔκ τε θαλάσσας,
ἐχυροῖσι πεποιθὼς
στυφελοῖς ἐφέταις, χρυ-
80 σογόνου γενεᾶς ἰσόθεος φώς.

κυάνεον δ᾽ ὄμμασι λεύσσων [στρ. β]
φονίου δέργμα δράκοντος,
πολύχειρ καὶ πολυναύτης,
Σύριόν θ᾽ ἅρμα διώκων,
85 ἐπάγει δουρικλύτοις ἀν-
δράσι τοξόδαμνον Ἄρη.

δόκιμος δ᾽ οὔτις ὑποστὰς [ἀντ. β]
μεγάλῳ ῥεύματι φωτῶν
ἐχυροῖς ἕρκεσιν εἴργειν
90 ἄμαχον κῦμα θαλάσσας·
ἀπρόσοιστος γὰρ ὁ Περσῶν
στρατὸς ἀλκίφρων τε λαός.

δολόμητιν δ᾽ ἀπάταν θεοῦ [μεσῳδ.]
τίς ἀνὴρ θνατὸς ἀλύξει;
95 τίς ὁ κραιπνῷ ποδὶ πηδή-
ματος εὐπετέος ἀνάσσων;
φιλόφρων γὰρ ‹ποτι›σαίνου-
σα τὸ πρῶτον παράγει
βροτὸν εἰς ἄρκυας Ἄτα,
τόθεν οὐκ ἔστιν ὑπὲρ θνα-
100 τὸν ἀλύξαντα φυγεῖν.


Είν᾽ αντίκρυ περασμένος, καιρός τώρα,
στη γειτονική τη χώρα
ο στρατός του Βασιλέα ο καστρομάχος,
με σκοινόδετο αφού διάβηκε γιοφύρι
70απ᾽ της Έλλης το κανάλι
ζυγό ρίχνοντας στης θάλασσας το σβέρκο
δρόμο στεριοκαρφωμένο.

Και προγκάει το της πολύαντρης της Ασίας
ο θούριος άρχοντας σε γη και σ᾽ οικουμένη
τ᾽ αναρίθμητο, ένα θάμα, το κοπάδι,
διπλή στράτα, από στεριάς κι από πελάου
μπιστεμένος σε πρωτάρηδες γενναίους
και τρανούς – ο ισόθεος άντρας
80της χρυσής γενιάς βλαστάρι.

Αιμοβόρου θεριού αστράφτει απ᾽ τη ματιά του
μαύρη φλόγα και κινώντας
μύρια χέρια, σκαριά μύρια,
σπρώχνει εμπρός το Ασσύριο τ᾽ άρμα
και πάει να ρίξει πάνω σ᾽ άντρες
στο κοντάρι ξακουσμένους
Άρη τοξοδαμαστή.

Και ποιός θα ᾽ταν ικανός να σταθεί αντίκρυ
στης ανθρώπινης το ρέμα της πλημμύρας
και με φράχτες, όσο στέριους, να κρατήσει
90τ᾽ απολέμητο της θάλασσας το κύμα;
γιατ᾽ αβάσταγο ᾽ν᾽ το στράτεμα
των Περσών κι έχει ο λαός μας
πολεμόχαρη καρδιά.

Μα ποιός άνθρωπος θνητός θενα ξεφύγει
του θεού τη δολομήχανην απάτη;
ποιός με πόδι τόσο αψύ θα βγάλει πέρα
110τέτοιο πήδημα, έτσι εύκολα, ποτέ του;

Γιατί πρόσχαρη με χάδια η Θεοβλάβεια
τον θνητό τον ξεπλανάει ως να τον σύρει
μες στα βρόχια της, οπούθε να ξεμπλέξει
κι όξω πέσει, μπορετό κανείς δεν είναι.