1ΑΓΑ. Έλα, γέρο, στην πόρτα μπροστά.
Ο ΓΕΡΟΣ
Νά με· αλλά, βασιλιά μου Αγαμέμνονα, τί
το καινούριο σχεδιάζεις; ΑΓΑ. Θα κάμεις πιο γρήγορα; ΓΕΡ. Νά,
κάνω γρήγορα· ο γέρος εγώ ξαγρυπνώ
και κρατώ στυλωμένα τα μάτια.
ΑΓΑ. Τ᾽ άστρο αυτό που αρμενίζει στα ουράνια ποιό να ᾽ναι λοιπόν;
ΓΕΡ. Είν᾽ ο Σείριος, εκεί στην εφτάστερη Πούλια κοντά,
και στη μέση του δρόμου του ακόμα.
ΑΓΑ. Ναι, πουλί δε λαλεί,
10στο γιαλό δεν ακούς βογκητό·
και τον Εύριπο εδώ απανεμιά τον κατέχει.
ΓΕΡ. Αλλά εσύ, βασιλιά μου, γιατί
έξω εδώ απ᾽ τη σκηνή τριγυρνάς;
Ησυχία στην Αυλίδα βαθιά,
του στρατόπεδου ακόμα δεν άλλαξε η βάρδια.
Πάμε μέσα. ΑΓΑ. Ζηλεύω κι εσέ,
γέρο, κι όσους ακίνδυνη πάντα περνούν
τη ζωή τους, χωρίς να τους ξέρουν, χωρίς
να μιλούνε γι᾽ αυτούς· όσοι θέση κατέχουν τρανή
αξιοζήλευτοι τόσο δεν είναι.
20ΓΕΡ. Η ομορφιά της ζωής είναι ωστόσο σ᾽ αυτά.
ΑΓΑ. Ομορφιά που σαλεύει·
και τ᾽ αξίωμα ευχάριστο, αλλά,
όταν γίνεται μπόδιο, σε θλίβει.
Τη ζωή του τρανού
μια αστοχιά σ᾽ ένα χρέος ιερό
τη γυρίζει ανωκάτω, άλλες πάλι φορές
του λαού τη χαλούν και τη λιώνουν κακόβουλες γνώμες.
ΓΕΡ. Τέτοια λόγια σε στόμ᾽ αρχηγού
δε μου αρέσουν. Ο Ατρέας δε σ᾽ έκαμε δα
30για να γεύεσαι μόνο ευτυχίες, Αγαμέμνονα· αφού
θνητός είσαι, σου πέφτουν χαρές μα και λύπες.
Των θεών έτσι πάντα θα ορίζει η βουλή,
κι αν εσύ δεν το θέλεις.
Εσύ ανάβεις το λύχνο και γράφεις γραφή,
τούτη δω που, όπως βλέπω, στο χέρι σου ακόμα κρατάς,
μα τα γράμματα που έγραψες σβήνεις ξανά,
τα σφραγίζεις και πάλι τη βούλα χαλάς,
καταγής τα πετάς,
40δάκρυα χύνεις πολλά,
και δε λείπει πια τίποτα που όποιος σε δει
να μην πει πως δε σ᾽ έπιασε τρέλα.
Ποιός σε δέρνει καημός; Τί κακό σ᾽ έχει βρει, βασιλιά;
Έλα πες το σ᾽ εμέ. Θα μιλήσεις
σε άντρα τίμιο, που σου είναι πιστός·
την κυρά σου ο Τυνδάρεος σαν προίκισε, τότες
είχε βάλει κι εμέ
48συνοδό μπιστεμένο της νύφης.
|