ΗΛΕΚΤΡΑ
Ω! νύχτα σκοτεινή, που τα χρυσά θρέφεις
αστέρια, στο σκοτάδι σου πηγαίνω,
τη στάμνα αυτή ακουμπώντας στο κεφάλι,
νερό να τη γεμίσω απ᾽ το ποτάμι,
όχι γιατί με σπρώχν᾽ η ανάγκη τόσο,
μα για να δείξω στους θεούς την ατιμία
του Αίγισθου, και στον μεγάλο αιθέρα
για τον πατέρα μου τους θρήνους μου ν᾽ απλώσω.
Γιατί η καταραμένη Τυνδαρίδα,
60η μάνα μου, απ᾽ το σπίτι μ᾽ έχει διώξει
για του αντρός της το χατίρι· κι άλλα
παιδιά μ᾽ αυτόν έχοντας κάνει, εμένα
και τον Ορέστη νόθους μας λογιάζει.
ΓΕΩ. Δύστυχη, τί κουράζεσαι για μένα,
φτάνουν τα βάσανά σου, κι ήσουν πρώτα
περίσσια καλομαθημένη· όμως τους κόπους,
ενώ σ᾽ το λέω, γιατί δεν τους αφήνεις;
ΗΛΕ. Σαν τους θεούς κι εσένα λογαριάζω
φίλο μου· γιατί μου ᾽χεις δείξει σέβας
μες στα δεινά μου. Είναι μεγάλη τύχη
για τους θνητούς γιατρό να βρουν στη μαύρη
70τη συμφορά τους, όπως εγώ βρίσκω
εσένα. Γι᾽ αυτό πρέπει μοναχή μου
να σ᾽ αλαφρώνω, όσο μπορώ, απ᾽ το βάρος,
για να μπορείς κι εσύ, καθώς θα σε βοηθάω,
πιο εύκολα τους μόχθους να βαστάζεις.
Έξω πολλές δουλειές σε περιμένουν·
μέσα στο σπιτικό δικό μου χρέος
να τα φροντίζω εγώ. Για τον ξωμάχο
είναι χαρά γυρνώντας να τα βρίσκει
καλοβαλμένα στο καλύβι του όλα.
ΓΕΩ. Αφού το θέλεις, πήγαινε· δεν είναι
μακριά οι νεροπηγές από το σπίτι.
Εγώ με το ξημέρωμα θα βάλω
τα βόδια στο χωράφι για να σπείρω.
Κανένας δεν μπορεί να οικονομήσει,
80χωρίς καθόλου να δουλεύει, τη ζωή του,
όσο κι αν τους θεούς παρακαλάει.
(Φεύγουν. Εμφανίζονται ο Ορέστης, ο Πυλάδης και πιο πίσω δύο ακόλουθοί τους.)
|