Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Τρῳάδες (48-97)

ΑΘΗΝΑ
ἔξεστι τὸν γένει μὲν ἄγχιστον πατρὸς
μέγαν τὲ δαίμον᾽ ἐν θεοῖς τε τίμιον,
50 λύσασαν ἔχθραν τὴν πάρος, προσεννέπειν;
ΠΟ. ἔξεστιν· αἱ γὰρ συγγενεῖς ὁμιλίαι,
ἄνασσ᾽ Ἀθάνα, φίλτρον οὐ μικρὸν φρενῶν.
ΑΘ. ἐπῄνεσ᾽ ὀργὰς ἠπίους· φέρω δὲ σοὶ
κοινοὺς ἐμαυτῇ τ᾽ ἐς μέσον λόγους, ἄναξ.
55 ΠΟ. μῶν ἐκ θεῶν του κοινὸν ἀγγέλλεις ἔπος,
ἢ Ζηνὸς ἢ καὶ δαιμόνων τινὸς πάρα;
ΑΘ. οὔκ, ἀλλὰ Τροίας οὕνεκ᾽, ἔνθα βαίνομεν,
πρὸς σὴν ἀφῖγμαι δύναμιν, ὡς κοινὴν λάβω.
ΠΟ. ἦ πού νιν ἔχθραν τὴν πρὶν ἐκβαλοῦσα νῦν
60 εἰς οἶκτον ἦλθες πυρὶ κατῃθαλωμένης;
ΑΘ. ἐκεῖσε πρῶτ᾽ ἄνελθε· κοινώσει λόγους
καὶ συμπονήσεις ἃν ἐγὼ πρᾶξαι θέλω;
ΠΟ. μάλιστ᾽· ἀτὰρ δὴ καὶ τὸ σὸν θέλω μαθεῖν·
πότερον Ἀχαιῶν οὕνεκ᾽ ἦλθες ἢ Φρυγῶν;
65 ΑΘ. τοὺς μὲν πρὶν ἐχθροὺς Τρῶας εὐφρᾶναι θέλω,
στρατῷ δ᾽ Ἀχαιῶν νόστον ἐμβαλεῖν πικρόν.
ΠΟ. τί δ᾽ ὧδε πηδᾷς ἄλλοτ᾽ εἰς ἄλλους τρόπους
μισεῖς τε λίαν καὶ φιλεῖς ὃν ἂν τύχῃς;
ΑΘ. οὐκ οἶσθ᾽ ὑβρισθεῖσάν με καὶ ναοὺς ἐμούς;
70 ΠΟ. οἶδ᾽, ἡνίκ᾽ Αἴας εἷλκε Κασάνδραν βίᾳ.
ΑΘ. κοὐδέν γ᾽ Ἀχαιῶν ἔπαθεν οὐδ᾽ ἤκουσ᾽ ὕπο.
ΠΟ. καὶ μὴν ἔπερσάν γ᾽ Ἴλιον τῷ σῷ σθένει.
ΑΘ. τοιγάρ σφε σὺν σοὶ βούλομαι δρᾶσαι κακῶς.
ΠΟ. ἕτοιμ᾽ ἃ βούλῃ τἀπ᾽ ἐμοῦ. δράσεις δὲ τί;
75 ΑΘ. δύσνοστον αὐτοῖς νόστον ἐμβαλεῖν θέλω.
ΠΟ. ἐν γῇ μένουσιν ἢ καθ᾽ ἁλμυρὰν ἅλα;
ΑΘ. ὅταν πρὸς οἴκους ναυστολῶσ᾽ ἀπ᾽ Ἰλίου.
καὶ Ζεὺς μὲν ὄμβρον καὶ χάλαζαν ἄσπετον
πέμψει γνοφώδη τ᾽ αἰθέρος φυσήματα·
80 ἐμοὶ δὲ δώσειν φησὶ πῦρ κεραύνιον,
βάλλειν Ἀχαιοὺς ναῦς τε πιμπράναι πυρί.
σὺ δ᾽ αὖ, τὸ σόν, παράσχες Αἰγαῖον πόρον
τρικυμίαις βρέμοντα καὶ δίναις ἁλός,
πλῆσον δὲ νεκρῶν κοῖλον Εὐβοίας μυχόν,
85 ὡς ἂν τὸ λοιπὸν τἄμ᾽ ἀνάκτορ᾽ εὐσεβεῖν
εἰδῶσ᾽ Ἀχαιοὶ θεούς τε τοὺς ἄλλους σέβειν.
ΠΟ. ἔσται τάδ᾽· ἡ χάρις γὰρ οὐ μακρῶν λόγων
δεῖται· ταράξω πέλαγος Αἰγαίας ἁλός.
ἀκταὶ δὲ Μυκόνου Δήλιοί τε χοιράδες
90 Σκῦρός τε Λῆμνός θ᾽ αἱ Καφήρειοί τ᾽ ἄκραι
πολλῶν θανόντων σώμαθ᾽ ἕξουσιν νεκρῶν.
ἀλλ᾽ ἕρπ᾽ Ὄλυμπον καὶ κεραυνίους βολὰς
λαβοῦσα πατρὸς ἐκ χερῶν καραδόκει,
ὅταν στράτευμ᾽ Ἀργεῖον ἐξιῇ κάλως.
95 μῶρος δὲ θνητῶν ὅστις ἐκπορθεῖ πόλεις,
ναούς τε τύμβους θ᾽, ἱερὰ τῶν κεκμηκότων,
ἐρημίᾳ δοὺς αὐτὸς ὤλεθ᾽ ὕστερον.

ΑΘΗΝΑ
Μπορώ, την παλιάν έχθρα παρατώντας,
να πω ένα λόγο στο στενότατό μου
πατρικό συγγενή, που ᾽ναι μεγάλος
50θεός και μες στους άλλους τιμημένος;
ΠΟΣ. Μπορείς· του συγγενή τ᾽ αντάμωμα είναι
χαρά, Αθηνά, μεγάλη της ψυχής μας.
ΑΘΗ. Μ᾽ αρέσει η μαλακή σου διάθεση· έχω
κάτι σημαντικό και για τους δυο μας.
ΠΟΣ. Από κανένα θεό μαντάτο φέρνεις;
από το Δία; απ᾽ άλλη θεότητα ίσως;
ΑΘΗ. Όχι, ήρθα για την Τροία, που της πατούμε
το χώμα, να ζητήσω να βοηθήσεις.
ΠΟΣ. Έχεις ξεχάσει το παλιό σου μίσος
60και τη λυπάσαι τώρα που είναι στάχτη;
ΑΘΗ. Θα λάβεις μέρος σε ό,τι λέω να κάμω;
θα δώσεις χέρι; Τούτο πες μου πρώτα.
ΠΟΣ. Ναι, μα να μάθω κι από σένα θέλω·
ήρθες για τους Αχαιούς ή για τους Φρύγες;
ΑΘΗ. Χαρά στους πριν εχθρούς μου Τρώες να κάμω
και των Αχαιών πικρό το γυρισμό.
ΠΟΣ. Πώς έτσι γνώμη αλλάζεις κι όπου τύχει
με υπερβολή μίσος κι αγάπη δείχνεις;
ΑΘΗ. Δεν πρόσβαλαν κι εμέ και το ναό μου;
70ΠΟΣ. Ναι, ο Αίαντας τραβολόγαε την Κασσάντρα.
ΑΘΗ. Και οι Αχαιοί δεν του είπαν ούτε λέξη.
ΠΟΣ. Κι όμως δεν παίρναν δίχως σου την Τροία.
ΑΘΗ. Γι᾽ αυτό μ᾽ εσέ να τους παιδέψω θέλω.
ΠΟΣ. Έτοιμος να βοηθήσω. Τί θα κάμεις;
ΑΘΗ. Μαύρο το γυρισμό τους· νά τί θέλω.
ΠΟΣ. Εδώ έξω στη στεριά ή στο πέλαο μέσα;
ΑΘΗ. Σα θ᾽ αρμενίζουν πίσω στην πατρίδα.
Νεροποντή θα στείλει ο Δίας, χαλάζι
και θύελλες και μαυρίλα· και θα δώσει
80σ᾽ εμέ τον κεραυνό του, να χτυπάω
τους Αχαιούς και να τους καίω τα πλοία.
Σήκωσε εσύ, σα θα περνούν το Αιγαίο,
σίφουνες και φουρτούνες, με κουφάρια
της Εύβοιας στρώσε τα στενά, να μάθουν
να τιμούν τους ναούς μου άλλη φορά
και να ᾽χουν και των άλλων θεών το φόβο.
ΠΟΣ. Θα γίνει· για τη χάρη αυτή δε θέλει
λόγια πολλά· το Αιγαίο θα το ταράξω.
90Της Μύκονος οι αχτές, η Σκύρο, η Λήμνο,
ο κάβος ο Καφήρειος και της Δήλος
οι βράχοι θα δεχτούν σωρούς κουφάρια.
Στον Όλυμπο εσύ τράβα, του πατρός σου
τον κεραυνό να πάρεις, και καρτέρει
σα θα λύνουν οι Αργείοι τα παλαμάρια.
Η Αθηνά φεύγει.
Τρελός αυτός που πολιτείες ρημάζει,
ναούς και τάφους, των νεκρών ιερά·
τα ρίχνει αυτά, μα τότε πέφτει κι ο ίδιος.