Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Νικίας (2.1-3.8)


[2.1] Ἔνεστιν οὖν περὶ Νικίου πρῶτον εἰπεῖν ὃ γέγραφεν Ἀριστοτέλης, ὅτι τρεῖς ἐγένοντο βέλτιστοι τῶν πολιτῶν καὶ πατρικὴν ἔχοντες εὔνοιαν καὶ φιλίαν πρὸς τὸν δῆμον, Νικίας ὁ Νικηράτου καὶ Θουκυδίδης ὁ Μελησίου καὶ Θηραμένης ὁ Ἅγνωνος, ἧττον δ᾽ οὗτος ἢ ἐκεῖνοι· καὶ γὰρ εἰς δυσγένειαν ὡς ξένος ἐκ Κέω λελοιδόρηται, καὶ διὰ τὸ μὴ μόνιμον, ἀλλὰ καὶ ἐπαμφοτερίζον ἀεὶ τῇ προαιρέσει τῆς πολιτείας ἐπεκλήθη Κόθορνος. [2.2] ἐκείνων δὲ πρεσβύτερος μὲν ὁ Θουκυδίδης ἦν, καὶ πολλὰ καὶ Περικλεῖ δημαγωγοῦντι τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν προιστάμενος ἀντεπολιτεύσατο, νεώτερος δὲ Νικίας γενόμενος, ἦν μὲν ἔν τινι λόγῳ καὶ Περικλέους ζῶντος, ὥστε κἀκείνῳ συστρατηγῆσαι καὶ καθ᾽ αὑτὸν ἄρξαι πολλάκις, Περικλέους δ᾽ ἀποθανόντος εὐθὺς εἰς τὸ πρωτεύειν προήχθη, μάλιστα μὲν ὑπὸ τῶν πλουσίων καὶ γνωρίμων, ἀντίταγμα ποιουμένων αὐτὸν πρὸς τὴν Κλέωνος βδελυρίαν καὶ τόλμαν, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τὸν δῆμον εἶχεν εὔνουν καὶ συμφιλοτιμούμενον. [2.3] ἴσχυε μὲν γὰρ ὁ Κλέων μέγα «γερονταγωγῶν καὶ ἀναμισθαρνεῖν διδούς», ὅμως δὲ καὶ τὴν πλεονεξίαν αὐτοῦ καὶ τὴν ἰταμότητα καὶ ‹τὸ› θράσος ‹ἐν›ορῶντες αὐτοῖς οἷς πρὸς χάριν ἔπραττεν, οἱ πολλοὶ τὸν Νικίαν ἐπήγοντο. [2.4] καὶ γὰρ οὐκ ἦν αὐστηρὸν οὐδ᾽ ἐπαχθὲς ἄγαν αὐτοῦ τὸ σεμνόν, ἀλλ᾽ εὐλαβείᾳ τινὶ μεμειγμένον, αὐτῷ τῷ δεδιέναι δοκοῦντι τοὺς πολλοὺς δημαγωγοῦν. [2.5] τῇ φύσει γὰρ ὢν ἀθαρσὴς καὶ δύσελπις, ἐν μὲν τοῖς πολεμικοῖς ἀπέκρυπτεν εὐτυχίᾳ τὴν δειλίαν· κατώρθου γὰρ ὁμαλῶς στρατηγῶν· [2.6] τὸ δ᾽ ἐν τῇ πολιτείᾳ ψοφοδεὲς καὶ πρὸς τοὺς συκοφάντας εὐθορύβητον αὐτοῦ καὶ δημοτικὸν ἐδόκει καὶ δύναμιν οὐ μικρὰν ἀπ᾽ εὐνοίας τοῦ δήμου παρέχειν τῷ δεδιέναι τοὺς θαρροῦντας, αὔξειν δὲ τοὺς δεδιότας. τοῖς γὰρ πολλοῖς τιμὴ μεγίστη παρὰ τῶν μειζόνων τὸ μὴ καταφρονεῖσθαι.
[3.1] Περικλῆς μὲν οὖν ἀπό τ᾽ ἀρετῆς ἀληθινῆς καὶ λόγου δυνάμεως τὴν πόλιν ἄγων, οὐδενὸς ἐδεῖτο σχηματισμοῦ πρὸς τὸν ὄχλον οὐδὲ πιθανότητος, Νικίας δὲ τούτοις μὲν λειπόμενος, οὐσίᾳ δὲ προέχων, ἀπ᾽ αὐτῆς ἐδημαγώγει, [3.2] καὶ τῇ Κλέωνος εὐχερείᾳ καὶ βωμολοχίᾳ πρὸς ἡδονὴν μεταχειριζομένῃ τοὺς Ἀθηναίους διὰ τῶν ὁμοίων ἀντιπαρεξάγειν ἀπίθανος ὤν, χορηγίαις ἀνελάμβανε καὶ γυμνασιαρχίαις ἑτέραις τε τοιαύταις φιλοτιμίαις τὸν δῆμον, ὑπερβαλλόμενος πολυτελείᾳ καὶ χάριτι τοὺς πρὸ ἑαυτοῦ καὶ καθ᾽ ἑαυτὸν ἅπαντας. [3.3] εἱστήκει δὲ καὶ τῶν ἀναθημάτων αὐτοῦ καθ᾽ ἡμᾶς τό τε Παλλάδιον ἐν ἀκροπόλει, τὴν χρύσωσιν ἀποβεβληκός, καὶ ὁ τοῖς χορηγικοῖς τρίποσιν ὑποκείμενος ἐν Διονύσου νεώς· ἐνίκησε γὰρ πολλάκις χορηγήσας, ἐλείφθη δ᾽ οὐδέποτε. [3.4] λέγεται δ᾽ ἔν τινι χορηγίᾳ παρελθεῖν οἰκέτης αὐτοῦ κεκοσμημένος εἰς σχῆμα Διονύσου, κάλλιστος ὀφθῆναι καὶ μέγιστος, οὔπω γενειῶν· ἡσθέντων δὲ τῶν Ἀθηναίων τῇ ὄψει καὶ κροτούντων ἐπὶ πολὺν χρόνον, ἀναστὰς ὁ Νικίας εἶπεν ὡς οὐχ ὅσιον ἡγοῖτο δουλεύειν καταπεφημισμένον θεῷ σῶμα, καὶ τὸν νεανίσκον ἀπηλευθέρωσε. [3.5] μνημονεύεται δ᾽ αὐτοῦ καὶ τὰ περὶ Δῆλον ὡς λαμπρὰ καὶ θεοπρεπῆ φιλοτιμήματα. τῶν γὰρ χορῶν, οὓς αἱ πόλεις ἔπεμπον ᾀσομένους τῷ θεῷ, προσπλεόντων μὲν ὡς ἔτυχεν, εὐθὺς δ᾽ ὄχλου πρὸς τὴν ναῦν ἀπαντῶντος ᾄδειν κελευομένων κατ᾽ οὐδένα κόσμον, ἀλλ᾽ ὑπὸ σπουδῆς ἀσυντάκτως ἀποβαινόντων ἅμα καὶ στεφανουμένων καὶ μεταμφιεννυμένων, ἐκεῖνος ὅτε τὴν θεωρίαν ἦγεν, αὐτὸς μὲν εἰς Ῥήνειαν ἀπέβη, τὸν χορὸν ἔχων καὶ τὰ ἱερεῖα καὶ τὴν ἄλλην παρασκευήν, ζεῦγμα δὲ πεποιημένον Ἀθήνησι πρὸς τὰ μέτρα καὶ κεκοσμημένον ἐκπρεπῶς χρυσώσεσι καὶ βαφαῖς καὶ στεφάνοις καὶ αὐλαίαις κομίζων, διὰ νυκτὸς ἐγεφύρωσε τὸν μεταξὺ Ῥηνείας καὶ Δήλου πόρον, οὐκ ὄντα μέγαν· [3.6] εἶθ᾽ ἅμ᾽ ἡμέρᾳ τήν τε πομπὴν τῷ θεῷ καὶ τὸν χορὸν ἄγων κεκοσμημένον πολυτελῶς καὶ ᾄδοντα διὰ τῆς γεφύρας ἀπεβίβαζε. [3.7] μετὰ δὲ τὴν θυσίαν καὶ τὸν ἀγῶνα καὶ τὰς ἑστιάσεις τόν τε φοίνικα τὸν χαλκοῦν ἔστησεν ἀνάθημα τῷ θεῷ, καὶ χωρίον μυρίων δραχμῶν πριάμενος καθιέρωσεν, οὗ τὰς προσόδους ἔδει Δηλίους καταθύοντας ἑστιᾶσθαι, πολλὰ καὶ ἀγαθὰ Νικίᾳ παρὰ τῶν θεῶν αἰτουμένους· καὶ γὰρ τοῦτο τῇ στήλῃ ‹συν›ενέγραψεν. ἣν ὥσπερ φύλακα τῆς δωρεᾶς ἐν Δήλῳ κατέλιπεν. [3.8] ὁ δὲ φοῖνιξ ἐκεῖνος ὑπὸ τῶν πνευμάτων ἀποκλασθεὶς ἐνέπεσε τῷ Ναξίων ἀνδριάντι τῷ μεγάλῳ καὶ ἀνέτρεψε.


[2.1] Για τον Νικία λοιπόν μπορώ να αναφέρω πρώτα πρώτα αυτό που έχει γράψει ο Αριστοτέλης, ότι τρεις ήταν οι άριστοι πολίτες που είχαν κληρονομήσει από τον πατέρα τους την εύνοια του λαού, αλλά και που οι ίδιοι αγαπούσαν τον λαό, ο Νικίας, ο γιος του Νικηράτου, ο Θουκυδίδης, ο γιος του Μελησία και ο Θηραμένης, ο γιος του Άγνωνα. Ο τελευταίος, ωστόσο, λιγότερο από όσο εκείνοι· γιατί είχε επικριθεί για την ταπεινή καταγωγή του ως ξένος από την Κέα, ενώ για την αστάθεια και τις αμφιταλαντεύσεις στις πολιτικές του επιλογές είχε επικληθεί Κόθορνος. [2.2] Μεγαλύτερος από εκείνους στην ηλικία ήταν ο Θουκυδίδης, που ως αρχηγός των ολιγαρχικών αντιπολιτεύτηκε πολλές φορές τον Περικλή, τον αρχηγό των δημοκρατικών· νεότερος ήταν ο Νικίας, που είχε κάποιο κύρος από όταν ακόμη ζούσε ο Περικλής, έτσι ώστε διετέλεσε συστράτηγος με εκείνον αλλά και μόνος του επανειλημμένα άσκησε εξουσία. Και όταν πέθανε ο Περικλής, αναρριχήθηκε αμέσως στην πρώτη θέση, κυρίως από τους πλούσιους και τους ευγενείς, που τον χρησιμοποίησαν ως αντιστάθμισμα στη βδελυγμία και τη θρασύτητα του Κλέωνα· παράλληλα όμως είχε και την εύνοια του λαού, που τον υποστήριζε στα φιλόδοξα σχέδιά του. [2.3] Γιατί ο Κλέων «με το να φροντίζει για τους ηλικιωμένους και να προσφέρει ανά διαστήματα υπηρεσίες έναντι μισθού» είχε μεγάλη δύναμη. Καθώς όμως έβλεπαν την απληστία, την αυθάδεια και το θράσος του στις ενέργειες εκείνες που προέβαινε για να ευεργετήσει, οι περισσότεροι πήγαιναν με το μέρος του Νικία. [2.4] Εξάλλου, η σοβαρότητα του Νικία δεν είχε κάτι το αυστηρό ούτε και ήταν ιδιαίτερα απωθητική· αντίθετα, ήταν ένα κράμα μεταξύ σοβαρού και κάποιας περίσκεψης, και με αυτήν ακριβώς την εντύπωση του σεβασμού κέρδιζε τους περισσότερους. [2.5] Πράγματι, από φυσικού του ήταν άτολμος και απαισιόδοξος· η καλή του τύχη όμως στις πολεμικές επιχειρήσεις έκρυβε τη δειλία του· γιατί ως στρατηγός είχε συνήθως επιτυχίες. [2.6] Το γεγονός ότι στην πολιτική φοβόταν και το παραμικρό και ότι αναστατωνόταν εύκολα από τους συκοφάντες τον έκανε να φαίνεται δημοφιλής και του έδινε δύναμη όχι ευκαταφρόνητη, προερχόμενη από την εύνοια του λαού, που φοβάται όσους τον περιφρονούν, ενώ ενισχύει όσους τον φοβούνται. Γιατί για τον λαό η μεγαλύτερη τιμή είναι να μην περιφρονείται από τους ισχυρούς.
[3.1] Ο Περικλής λοιπόν, καθώς ήταν πραγματικά ανώτερος και διέθετε ρητορική ικανότητα, δεν είχε καμιάν ανάγκη προσποίησης έναντι του λαού ούτε και πειθούς. Ο Νικίας, αντίθετα, που υστερούσε σε αυτά, αλλά υπερείχε στην περιουσία, προσπαθούσε με αυτήν να κερδίσει τον λαό. [3.2] Και καθώς δεν είχε καμιά πιθανότητα να αντιμετωπίσει τον Κλέωνα με τα ίδια μέσα, την ηθική παράλυση και τη βωμολοχία του, που τα μεταχειριζόταν εκείνος για να ευχαριστήσει τους Αθηναίους, αναλάμβανε χορηγίες και γυμνασιαρχίες και κέρδιζε τον λαό με άλλες τέτοιες φιλόδοξες λειτουργίες, ξεπερνώντας σε πολυτέλεια και χάρη όλους, τόσο τους προηγούμενους όσο και τους συγκαιρινούς του. [3.3] Από τα αφιερώματά του στέκουν ακόμη στην Ακρόπολη ως τις ημέρες μας το Παλλάδιο, έχοντας όμως χάσει την επιχρύσωσή του, και ο ναός με τους αναμνηστικούς τρίποδες στο κάτω μέρος του ιερού του Διονύσου. Γιατί ως χορηγός νίκησε πολλές φορές χωρίς να ηττηθεί ποτέ. [3.4] Λένε πως σε κάποια παράσταση που ήταν χορηγός ο Νικίας, παρουσιάστηκε κάποιος δούλος του με τη μορφή του Διονύσου, κάλλιστος στην όψη και λυγερόκορμος, αν και αμούστακος ακόμη. Την ώρα που οι Αθηναίοι ευχαριστημένοι από την εμφάνισή του χειροκροτούσαν ώρα πολλή, σηκώθηκε ο Νικίας και είπε πως θεωρεί ότι είναι ασέβεια να είναι δούλος ένας άνθρωπος που επευφημείται για το σώμα του ως θεός, και χάρισε στον νεαρό την ελευθερία του. [3.5] Ως λαμπρά και θεάρεστα αναφέρονται και όσα φιλοτιμήθηκε να παρουσιάσει στη Δήλο. Ενώ δηλαδή οι χοροί, που έστελναν οι πόλεις για να ψάλλουν στον θεό, προσάραζαν εκεί συνήθως όπως τύχαινε, και ο όχλος έτρεχε αμέσως προς το πλοίο να τους προϋπαντήσει και τους προέτρεπε να ψάλλουν χωρίς καμιά τάξη όπως αποβιβάζονταν βιαστικά και φορούσαν συγχρόνως το στεφάνι και τη στολή τους, ο Νικίας, όταν οδηγούσε την αποστολή ως θεωρός, αποβιβάστηκε προσωπικά στη Ρήνεια μαζί με τον χορό, τα σφάγια και όλη γενικά την προετοιμασία· είχε μαζί του ακόμη μια γέφυρα κατασκευασμένη στην Αθήνα, σύμφωνα με τα μέτρα της απόστασης που έπρεπε να καλύψει, στολισμένη με ιδιαίτερη λαμπρότητα με επιχρυσώσεις, βαψίματα, στεφάνια και παραπετάσματα, και με αυτή γεφύρωσε τη νύχτα το πέρασμα μεταξύ Ρήνειας και Δήλου, μιαν απόσταση όχι μεγάλη. [3.6] Στη συνέχεια τα ξημερώματα οδηγώντας στον θεό την πομπή και τον χορό, στολισμένο με πολυτέλεια και ψάλλοντας, άρχισε να περνά τη γέφυρα και να τους αποβιβάζει. [3.7] Μετά τη θυσία, τον αγώνα και τις εστιάσεις έστησε αφιέρωμα στον θεό τον χάλκινο φοίνικα. Αγόρασε, επίσης, μιαν έκταση αξίας δέκα χιλιάδων δραχμών και την αφιέρωσε και αυτή στον θεό· με τα έσοδα αυτής της έκτασης έπρεπε οι Δήλιοι, όταν θυσίαζαν, να κάνουν εστιάσεις ζητώντας από τους θεούς πολλά αγαθά για τον Νικία. Μεταξύ άλλων χάραξε την απαίτηση αυτή στην αναμνηστική στήλη που άφησε στη Δήλο ως φύλακα της δωρεάς του. [3.8] Ο φοίνικας εκείνος έσπασε από τους αέρηδες, έπεσε πάνω στον μεγάλο ανδριάντα των Ναξίων και τον ανέτρεψε.