Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ
Ἱστορίαι (6.32.1-6.33.6)
[6.32.1] Ἐπειδὴ δὲ αἱ νῆες πλήρεις ἦσαν καὶ ἐσέκειτο πάντα ἤδη ὅσα ἔχοντες ἔμελλον ἀνάξεσθαι, τῇ μὲν σάλπιγγι σιωπὴ ὑπεσημάνθη, εὐχὰς δὲ τὰς νομιζομένας πρὸ τῆς ἀναγωγῆς οὐ κατὰ ναῦν ἑκάστην, ξύμπαντες δὲ ὑπὸ κήρυκος ἐποιοῦντο, κρατῆράς τε κεράσαντες παρ᾽ ἅπαν τὸ στράτευμα καὶ ἐκπώμασι χρυσοῖς τε καὶ ἀργυροῖς οἵ τε ἐπιβάται καὶ οἱ ἄρχοντες σπένδοντες. [6.32.2] ξυνεπηύχοντο δὲ καὶ ὁ ἄλλος ὅμιλος ὁ ἐκ τῆς γῆς τῶν τε πολιτῶν καὶ εἴ τις ἄλλος εὔνους παρῆν σφίσιν. παιανίσαντες δὲ καὶ τελεώσαντες τὰς σπονδὰς ἀνήγοντο, καὶ ἐπὶ κέρως τὸ πρῶτον ἐκπλεύσαντες ἅμιλλαν ἤδη μέχρι Αἰγίνης ἐποιοῦντο. καὶ οἱ μὲν ἐς τὴν Κέρκυραν, ἔνθαπερ καὶ τὸ ἄλλο στράτευμα τῶν ξυμμάχων ξυνελέγετο, ἠπείγοντο ἀφικέσθαι. |
[6.32.1] Όταν επιβιβάστηκαν όλα τα πληρώματα στα καράβια και φορτώθηκαν όλα όσα έπρεπε να πάρουν, η σάλπιγγα σήμανε σιωπή και άρχισαν να λέγονται οι συνηθισμένες πριν από κάθε ταξίδι ευχές, όχι όμως σε κάθε καράβι χωριστά, αλλά σ᾽ όλα μαζί, με τον ρυθμό που έδινε ένας κήρυκας. Σ᾽ όλο το στράτευμα είχαν αναμείξει κρασί σε κρατήρες και οι αξιωματικοί, όσο και οι οπλίτες, έκαναν σπονδές με χρυσά ή ασημένια δοχεία. [6.32.2] Από την στεριά συνευχόταν και το πλήθος οι πολίτες και όσοι άλλοι ήταν εκεί από φιλία προς τους Αθηναίους. Αφού τραγούδησαν τον παιάνα και τέλειωσαν τις σπονδές, ανοίχτηκαν στο πέλαγος ακολουθώντας στην αρχή μονή παράταξη, αλλά έως την Αίγινα τα καράβια παράβγαιναν μεταξύ τους σε ταχύτητα. Ενώ οι Αθηναίοι βιάζονταν να φτάσουν στην Κέρκυρα, όπου συγκεντρώνονταν και οι άλλες συμμαχικές δυνάμεις, [6.32.3] στις Συρακούσες έφταναν από πολλά μέρη πληροφορίες για την εκστρατεία, αλλά για αρκετό καιρό δεν γίνονταν πιστευτές. Είχε, όμως, γίνει εκκλησία όπου ακούστηκαν διάφοροι λόγοι, όπως οι παρακάτω, από μερικούς που έδιναν πίστη στις πληροφορίες για την εκστρατεία των Αθηναίων και από άλλους που αντιφρονούσαν. Ο Ερμοκράτης του Έρμωνος ανέβηκε στο βήμα και, με την πεποίθηση ότι έχει σοβαρές πληροφορίες για το ζήτημα, τους παρακίνησε με τα ακόλουθα, περίπου, λόγια: |