[8.17.1] Σ᾽ αυτή τη ναυμαχία από το στρατόπεδο του Ξέρξη αρίστευσαν οι Αιγύπτιοι και με τ᾽ άλλα σπουδαία κατορθώματά τους, προπάντων όμως επειδή κυρίεψαν πέντε ελληνικά καράβια μ᾽ όλο το πλήρωμά τους. Απ᾽ τους Έλληνες πάλι εκείνη την ημέρα αρίστευσαν οι Αθηναίοι, κι ανάμεσα στους Αθηναίους ο Κλεινίας, ο γιος του Αλκιβιάδη, που πήρε μέρος στον αγώνα αρματώνοντας δικό του καράβι με πλήρωμα διακόσιους άντρες, που τους συντηρούσε με δικά του χρήματα. [8.18.1] Και μόλις χωρίστηκαν, ο καθένας τους μ᾽ ανακούφιση κινούσε βιαστικά για τ᾽ αραξοβόλια του. Κι οι Έλληνες, όταν βρέθηκαν μόνοι τους, μετά την αποχώρησή τους απ᾽ τη ναυμαχία, κυριαρχούσαν βέβαια στα πτώματα και τα συντρίμμια, αλλά, καθώς είχαν δοκιμαστεί σκληρά, και σκληρότερα απ᾽ όλους οι Αθηναίοι, που τα μισά τους καράβια είχαν πάθει αβαρίες, σχεδίαζαν λοιπόν να δραπετεύσουν στα ενδότερα της Ελλάδας. [8.19.1] Απ᾽ το μυαλό του Θεμιστοκλή πέρασε η σκέψη πως, αν αποσπαστούν απ᾽ το βαρβαρικό στρατόπεδο οι φυλές των Ιώνων και των Καρών, θα μπορέσουν οι Έλληνες ν᾽ αναδειχτούν ανώτεροι από το στόλο που θ᾽ απέμενε στον Ξέρξη· καθώς λοιπόν οι κάτοικοι της Εύβοιας σαλαγούσαν τα κοπάδια τους κατά την ακροθαλασσιά, συγκέντρωσε εκεί τους στρατηγούς και τους έλεγε πως του φαίνεται ότι έχει σοφιστεί κάτι και πως μ᾽ αυτό ελπίζει να ξεσηκώσει σε αποστασία απ᾽ τον βασιλιά τους πρώτους και καλύτερους συμμάχους του. [8.19.2] Για την ώρα λοιπόν ώς εδώ μόνο ξεσκέπαζε τη σκέψη του, κι όσο για την αντιμετώπιση της κατάστασης, έλεγε πως καλό είναι να ενεργήσουν ως εξής: να χαλάσουν όσα ζώα ήθελε ο καθένας τους απ᾽ τα κοπάδια της Εύβοιας (δεν ήταν προτιμότερο να τα έχει ο στρατός τους παρά οι εχθροί;)· και τους παρακινούσε να δώσει ο καθένας τους εντολή στους δικούς του ν᾽ ανάψουν φωτιές· τώρα, για την κατάλληλη ώρα της αποχώρησης, ώστε να φτάσουν στην Ελλάδα σώοι και αβλαβείς, αυτός θα έχει την έγνοια. Εκείνοι έδωσαν τη συγκατάθεσή τους γι᾽ αυτές τις ενέργειες κι αμέσως άναψαν φωτιές και ρίχτηκαν στα κοπάδια. [8.20.1] Γιατί οι Ευβοείς περιφρόνησαν το χρησμό του Βάκη σα να ᾽ταν κούφια λόγια κι ούτε έβγαλαν απ᾽ τη χώρα τους τίποτα ούτε από τα πριν έκαναν προμήθειες για την περίπτωση που θα ερχόταν στον τόπο τους πόλεμος· κι ενέργησαν έτσι ώστε να πάρουν δραματική στροφή γι᾽ αυτούς τα πράματα. [8.20.2] Δηλαδή, νά ποιόν χρησμό έδωσε γι᾽ αυτούς ο Βάκης: Στο νου σου βάλε το καλά: Όταν ο βαρβαρόγλωσσος τη θάλασσα θα ζέψει με ψάθα από παπύρι, σύρ᾽ απ᾽ την Εύβοια μακριά τις αίγες που βελάζοντας τον κόσμο ξεκουφαίνουν. Καθώς άφησαν σ᾽ αχρηστία αυτό τον χρησμό, το μόνο που τους άξιζε, στο κακό που τους βρήκε και στ᾽ άλλα που όπου να ᾽ναι θ᾽ ακολουθούσαν, ήταν να πέσουν στην πιο μαύρη συμφορά. [8.21.1] Κι αυτοί καταγίνονταν μ᾽ αυτά, όταν κατέφτασε ο σκοπός από την Τραχίνα. Γιατί στο Αρτεμίσιο είχε τοποθετηθεί σκοπός ο Πολύας που καταγόταν από την Αντίκυρα, στον οποίο είχε δοθεί εντολή (και είχε πλεούμενο έτοιμο, με τα κουπιά στους σκαρμούς), αν λυγίσει το ναυτικό, να δώσει το σύνθημα σ᾽ αυτούς που κρατούσαν τις Θερμοπύλες· επίσης, δίπλα στον Λεωνίδα ήταν έτοιμος ο Αθηναίος Αβρώνιχος, ο γιος του Λυσικλή, για να μεταφέρει με τριακόντερο την αγγελία σ᾽ εκείνους που βρίσκονταν στο Αρτεμίσιο, αν συνέβαινε τίποτα δυσάρεστο στο πεζικό. [8.21.2] Αυτός λοιπόν ο Αβρώνιχος φτάνοντας τους ανήγγειλε τα όσα είχαν συμβεί στον Λεωνίδα και το στράτευμά του. Κι εκείνοι, μόλις πήραν αυτή την πληροφορία, αυτή τη φορά δεν ανέβαλαν την αποχώρησή τους, αλλά πήραν το δρόμο της επιστροφής, με τη σειρά που είχαν στην παράταξη: πρώτοι οι Κορίνθιοι, τελευταίοι οι Αθηναίοι. [8.22.1] Κι ο Θεμιστοκλής, αφού διάλεξε τα πιο γοργοτάξιδα καράβια των Αθηναίων, πορευόταν εκεί που ήταν πηγές με πόσιμο νερό και χάραζε στους βράχους επιγραφές που, όταν κατόπι, την επόμενη μέρα, ήρθαν οι Ίωνες στο Αρτεμίσιο, τις διάβασαν. Κι οι επιγραφές έλεγαν τα εξής: «Άνδρες Ίωνες, η πράξη σας δεν είναι δίκαιη, να εκστρατεύετε εναντίον των πατέρων σας και να ρίχνετε σε σκλαβιά την Ελλάδα. [8.22.2] Βέβαια, το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι να ᾽ρθείτε με το μέρος μας· κι αν αυτό σας είναι αδύνατο, τουλάχιστο έστω και τώρα κρατήστε ουδέτερη στάση, και οι ίδιοι σας, και παρακαλέστε τους Κάρες να πράξουν το ίδιο· κι αν δεν μπορεί να γίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο απ᾽ αυτά, αλλά σας δένει τα χέρια μια ανώτερη βία και δε σας επιτρέπει ν᾽ αποστατήσετε, μένει λοιπόν την ώρα του αγώνα, όταν θα ᾽ρθούμε στα χέρια, να κάνετε επίτηδες το δειλό, έχοντας στο νου σας πως κατάγεστε από μας κι ότι η αρχή της έχθρας μας με τον βάρβαρο από σας προήλθε». [8.22.3] Έχω τη γνώμη πως ο Θεμιστοκλής τα χάραξε αυτά με τη σκέψη του στο ένα ή στο άλλο: ή (στην περίπτωση που ο βασιλιάς δεν πάρει είδηση την επιγραφή) για να κάνει τους Ίωνες να έρθουν με το μέρος τους, ή (στην περίπτωση που οι επιγραφές θ᾽ αναφερθούν στον Ξέρξη και θα συνοδευτούν από καταγγελία), να κλονιστεί η εμπιστοσύνη του στους Ίωνες και να τους κρατήσει μακριά απ᾽ τη ναυμαχία. [8.23.1] Αυτές λοιπόν τις επιγραφές χάραξε ο Θεμιστοκλής· στους βαρβάρους πάλι, αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτά ήρθε με πλεούμενο κάποιος από την Ιστιαία αναγγέλλοντας τη δραπέτευση των Ελλήνων απ᾽ το Αρτεμίσιο. Κι αυτοί δυσπιστώντας κρατούσαν δέσμιο τον αγγελιοφόρο, κι έστειλαν γρήγορα καράβια για ανίχνευση· κι όταν αυτά με την αναφορά τους επιβεβαίωσαν την αγγελία, έτσι, την ώρα που ο ήλιος σκόρπιζε τις ακτίνες του στη γη, ολόκληρος ο στόλος σύσσωμος αρμένιζε προς το Αρτεμίσιο. Στάθμευσαν λοιπόν σ᾽ αυτό τον τόπο ώς το μεσημέρι και κατόπιν έβαλαν πλώρη για την Ιστιαία. Κι όταν έφτασαν, κυρίεψαν την πόλη Ιστιαία κι έκαναν επιδρομές σ᾽ όλα τα παραθαλάσσια χωριά της Ελλοπίας, όσα βρίσκονταν στην περιοχή της Ιστιαίας. [8.24.1] Κι όσο αυτοί βρίσκονταν εκεί, ο Ξέρξης, αφού τακτοποίησε τα πτώματα των νεκρών, έστειλε κήρυκα στο στρατόπεδο του ναυτικού· νά πώς τα τακτοποίησε· ο αριθμός των στρατιωτών του που κείτονταν νεκροί στις Θερμοπύλες μπορεί να ήταν και είκοσι χιλιάδες· απ᾽ αυτούς άφησε έξω περίπου χίλιους, ενώ τους υπόλοιπους τους παράχωσε, αφού έσκαψε τάφρους, και τους σκέπασε με στρώμα από φύλλα και σώρεψε απάνω τους χώμα, για να μη τους δουν οι ναύτες. [8.24.2] Κι όταν ο κήρυκας πέρασε απέναντι, στην Ιστιαία, συγκέντρωσε όλο το στρατόπεδο και τους μίλησε έτσι: «Άνδρες σύμμαχοι, ο βασιλιάς Ξέρξης δίνει άδεια σ᾽ όποιον από σας θέλει, ν᾽ αφήσει τη μονάδα του και να πάει να δει με τα μάτια του τί πόλεμο κάνει με ανόητους ανθρώπους, που έλπιζαν πως θα νικήσουν τη δύναμη του βασιλιά». [8.25.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτή τη διακήρυξη, όσο κι αν έψαχνες δεν μπορούσες να βρεις πλεούμενο· τόσο πολλοί ήθελαν να δουν με τα μάτια τους το θέαμα. Κι αφού διάβηκαν στη στεριά, περνούσαν ανάμεσ᾽ απ᾽ τα πτώματα και τα μελετούσαν· κι όλοι τους έμεναν με την εντύπωση πως οι νεκροί στο σύνολό τους ήταν Λακεδαιμόνιοι και Θεσπιείς, ενώ αντίκριζαν και τα πτώματα των ειλώτων. [8.25.2] Μ᾽ όλ᾽ αυτά όμως αυτοί οι επισκέπτες δε γελάστηκαν απ᾽ το κάμωμα του Ξέρξη με τα πτώματα των στρατιωτών του· γιατί οπωσδήποτε το θέαμα ήταν γελοίο: απ᾽ τη μια μεριά να βλέπεις να κείτονται (εδώ κι εκεί) χίλιοι νεκροί, κι από την άλλη, έναν σωρό, τέσσερις χιλιάδες πτώματα συναγμένα στον ίδιο τόπο. [8.25.3] Λοιπόν αυτή τη μέρα την πέρασαν με το θέαμα, αλλά την επομένη οι άλλοι γύρισαν στην Ιστιαία, στα καράβια, ενώ αυτοί που ακολουθούσαν τον Ξέρξη ξανάπιασαν την πορεία τους. [8.26.1] Κι ήρθαν σ᾽ αυτούς κάτι λίγοι λιποτάκτες απ᾽ την Αρκαδία, φτωχολογιά, που ήθελαν να προσφέρουν υπηρεσίες. Οι Πέρσες λοιπόν τους έφεραν μπροστά στο βασιλιά και ρωτούσαν να μάθουν για τους Έλληνες, με τί καταγίνονταν· κι εκ μέρους όλων ένας τους υπέβαλε αυτή την ερώτηση. [8.26.2] Κι οι άλλοι τούς αποκρίθηκαν πως γιορτάζουν τα Ολύμπια κι απολαμβάνουν το θέαμα αγωνισμάτων και ιπποδρομιών. Κι ο άλλος τούς έκανε μια δεύτερη ερώτηση, ποιό βραβείο έχει αθλοθετηθεί για τους αγώνες αυτούς· κι εκείνοι αποκρίθηκαν, το στεφάνι από ελιά που δίνεται στο νικητή. Τότε ο Τριτανταίχμης, ο γιος του Αρταβάνου, με το να πει γνώμη γνήσιου ευπατρίδη, χαρακτηρίστηκε από τον βασιλιά δειλός. [8.26.3] Γιατί, ακούοντας πως το έπαθλο ήταν στεφάνι κι όχι χρήματα, δεν μπόρεσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό και είπε έτσι που να τον ακούν όλοι τα εξής: «Μαρδόνιε, Μαρδόνιε, με τί άντρες μας έφερες να δώσουμε μάχη! Με άντρες που δεν αγωνίζονται για χρήματα, αλλά για να δείξουν τη λεβεντιά τους». [8.27.1] Αυτά λοιπόν ήταν τα λόγια του Τριτανταίχμη· αλλά στο μεταξύ, αφού είχε μεσολαβήσει το πλήγμα στις Θερμοπύλες, αμέσως οι Θεσσαλοί στέλνουν κήρυκα στους Φωκείς, έτσι που κρατούσαν εναντίον τους ασίγαστο μίσος, που μάλιστα φούντωσε ύστερ᾽ απ᾽ το πιο πρόσφατο πλήγμα που δέχτηκαν. [8.27.2] Δηλαδή, όταν οι Θεσσαλοί, οι ίδιοι τους και οι σύμμαχοί τους, έκαναν εισβολή πανστρατιά στη Φωκίδα —όχι και πολλά χρόνια πριν απ᾽ αυτή την εκστρατεία του βασιλιά— νικήθηκαν απ᾽ τους Φωκείς και δέχτηκαν γερό χτύπημα. [8.27.3] Γιατί, όταν οι Φωκείς στριμώχτηκαν στον Παρνασσό, έχοντας στο στρατόπεδό τους μάντη τον Τελλία τον Ηλείο, ο Τελλίας τότε τους πρότεινε το ακόλουθο στρατήγημα: πήρε και άλειψε με γύψο εξακόσιους απ᾽ τους Φωκείς, τα πρώτα παλικάρια, τα σώματά τους και τα όπλα τους, και τους έριξε νύχτα εναντίον των Θεσσαλών, με την παραγγελία, όποιον θ᾽ αντίκριζαν να μη φαντάζει κάτασπρος, να τον σκοτώνουν. [8.27.4] Λοιπόν, με το που τους αντίκρισαν πρώτοι οι σκοποί των Θεσσαλών, φοβήθηκαν, πίστευσαν πως είναι τίποτε υπερφυσικό· και μετά τους σκοπούς ο φόβος έπιασε και το κύριο σώμα του στρατού, κι έτσι στα χέρια των Φωκέων έπεσαν τέσσερις χιλιάδες νεκροί και οι ασπίδες τους, που οι μισές τους αφιερώθηκαν στις Άβες και οι υπόλοιπες στους Δελφούς· [8.27.5] κι από τη δεκάτη των λαφύρων που προήλθαν απ᾽ αυτή τη μάχη κατασκευάστηκαν οι μεγάλοι ανδριάντες που στέκονται αντιμέτωποι γύρω από τον τρίποδα μπροστά απ᾽ το ναό των Δελφών, ενώ άλλοι παρόμοιοι έχουν στηθεί στις Άβες. [8.28.1] Αυτά λοιπόν έκαναν οι Φωκείς στο πεζικό των Θεσσαλών που τους πολιορκούσε· κι επίσης, όταν το ιππικό των Θεσσαλών έκανε εισβολή στη χώρα τους, του προκάλεσαν ανεπανόρθωτες απώλειες. Δηλαδή, στο πέρασμα που οδηγεί στη χώρα τους, εκεί κατά την Υάμπολη, έσκαψαν μεγάλη τάφρο και κατέβασαν σ᾽ αυτήν άδειους αμφορείς, κι αφού σώρεψαν απάνω τους χώμα κι έκαναν το μέρος να μη ξεχωρίζει από τα γύρω, αντιμετώπιζαν τους Θεσσαλούς που έκαναν την εισβολή. Κι εκείνοι, στην ορμητική τους επέλαση για να σαρώσουν με έφοδο τους Φωκείς, έπεσαν μέσα στους αμφορείς· εκεί τσακίστηκαν τα σκέλη των αλόγων τους. [8.29.1] Λοιπόν οι Θεσσαλοί, που μέσα τους φώλιαζε μνησικακία γι᾽ αυτά τα δυο πλήγματα, έστειλαν κήρυκα που έκανε την εξής αγόρευση: «Φωκείς, καιρός να βάλετε μυαλό και να παραδεχτείτε πως δεν είστε δα ίσοι κι όμοιοι με μας. [8.29.2] Γιατί και στο παρελθόν, στον κόσμο των Ελλήνων, όσο καιρό κρίναμε καλό να είμαστε με το μέρος τους, πάντοτε μας τιμούσαν περισσότερο απ᾽ ό,τι εσάς, και τώρα οι βάρβαροι τόσο πολύ μας υπολογίζουν, ώστε στο χέρι μας είναι να χάσετε τη γη σας κι ακόμα να γίνετε ανδράποδα· αλλά εμείς, αν και είμαστε παντοδύναμοι, δε σας κρατάμε κακία, φτάνει, για όσα μας κάνατε, να εισπράξουμε από σας πενήντα τάλαντα ασήμι· και σας δίνουμε εγγύηση πως θ᾽ αποτρέψουμε από τη χώρα σας τις απειλές που τη σκιάζουν». [8.30.1] Αυτά τους μήνυσαν οι Θεσσαλοί. Γιατί οι Φωκείς ήταν ο μόνος λαός αυτής της περιοχής που δε μήδισαν· κι ο μοναδικός λόγος γι᾽ αυτό, σύμφωνα με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα, ήταν το μίσος τους προς τους Θεσσαλούς, τίποτ᾽ άλλο. [8.30.2] Και, κατά τη γνώμη μου, αν οι Θεσσαλοί ενίσχυαν τους Έλληνες, οι Φωκείς θα μήδιζαν· που, ύστερ᾽ απ᾽ αυτό το μήνυμα που τους έστειλαν οι Θεσσαλοί, είπαν πως δε θα τους δώσουν χρήματα κι ούτε είχαν καμιά δυσκολία να μηδίσουν με τους όρους που μήδισαν και οι Θεσσαλοί, αν είχαν κάνει διαφορετική επιλογή· αλλά δε θα γίνουν προδότες της Ελλάδας με δική τους συγκατάθεση. [8.31.1] Κι όταν άκουσαν αυτή την απάντηση, τότε λοιπόν οι Θεσσαλοί εξοργισμένοι με τους Φωκείς έγιναν οδηγοί της πορείας των βαρβάρων. Κι έτσι από τη χώρα των Τραχινίων έκαναν εισβολή στη Δωρίδα· γιατί ώς εκεί φτάνει μακρόστενη λωρίδα γης (το πλάτος της είναι δεν είναι τριάντα στάδιοι), που βρίσκεται ανάμεσα στη Μαλίδα και τη Φωκίδα, που τον παλιό καιρό ήταν των Δρυόπων· κι αυτή η χώρα είναι η μητρόπολη των Δωριέων της Πελοποννήσου. Λοιπόν αυτή τη χώρα, τη Δωρίδα, δεν τη διαγούμισαν οι βάρβαροι στο πέρασμά τους, γιατί οι κάτοικοί της μήδιζαν και οι Θεσσαλοί δεν έδιναν τη συγκατάθεσή τους. [8.32.1] Όταν όμως απ᾽ τη Δωρίδα μπήκαν στη Φωκίδα, τους ίδιους τους Φωκείς δεν τους έβαλαν στο χέρι. Γιατί άλλοι απ᾽ τους Φωκείς ανέβηκαν στις κορυφές του Παρνασσού (κι είναι κατάλληλη να δεχτεί πολύ κόσμο η κορυφή του Παρνασσού, που, ξεκομμένη, βρίσκεται πάνω απ᾽ την πόλη Νέωνα — τ᾽ όνομά της Τιθορέα· σ᾽ αυτή λοιπόν ανέβασαν τα υπάρχοντά τους κι ανέβηκαν και οι ίδιοι)· [8.32.2] αλλά οι περισσότεροι κατέφυγαν με τα υπάρχοντά τους στους Οζόλες Λοκρούς, στην πόλη Άμφισσα, που είναι χτισμένη πάνω από την πεδιάδα της Κρίσας. Και οι βάρβαροι έκαναν επιδρομές στη γη των Φωκέων, από τη μια της άκρη ώς την άλλη· γιατί έτσι οδηγούσαν το στρατό τους οι Θεσσαλοί· κι όσα μέρη έβαλαν στο χέρι τους, όλα τα πυρπολούσαν και τα ρήμαζαν, βάζοντας φωτιά και στις πολιτείες και στα λατρευτικά κέντρα. [8.33.1] Γιατί στην πορεία τους σ᾽ αυτή την περιοχή, ακολουθώντας το ρεύμα του Κηφισού, διαγούμιζαν τα πάντα κι έκαναν στάχτη την πόλη Δρυμός, στάχτη τη Χαράδρα και τον Έρωχο και το Τεθρώνιο και την Αμφίκαια και τη Νέωνα και τους Πεδιείς και τους Τριτείς και την Ελάτεια και την Υάμπολη και τους Παραποταμίους και τις Άβες (όπου ήταν το πλούσιο λατρευτικό κέντρο του Απόλλωνα, περιστοιχισμένο από «θησαυρούς» και πολλά αναθήματα· και λειτουργούσε εκεί, όπως και σήμερα, μαντείο· κι αυτό το λατρευτικό κέντρο, αφού το σύλησαν, το παρέδωσαν στις φλόγες). Κι αιχμαλώτισαν και μερικούς Φωκείς καταδιώκοντάς τους στις παρυφές του βουνού και εξόντωσαν μερικές γυναίκες με το να σμίξουν με την καθεμιά τους στρατιώτες πολλοί. [8.34.1] Κι οι βάρβαροι προσπερνώντας τους Παραποταμίους έφτασαν στους Πανοπείς. Και αποκεί και πέρα το εκστρατευτικό τους σώμα χωρίστηκε στα δυο κι ακολούθησαν διαφορετική πορεία. Το μεγαλύτερο και ισχυρότερο μέρος του στρατού, συνεχίζοντας την πορεία του εναντίον της Αθήνας, μαζί με τον ίδιο τον Ξέρξη, έκανε εισβολή στη Βοιωτία, στην περιοχή του Ορχομενού. Κι οι Βοιωτοί μήδιζαν στο σύνολό τους· και Μακεδόνες που, σταλμένοι απ᾽ τον Αλέξανδρο, είχαν ταχθεί σε καθεμιά από τις πόλεις τους, εξασφάλιζαν τη σωτηρία τους. Και νά πώς εξασφάλιζαν τη σωτηρία τους: έσπευδαν να δηλώσουν στον Ξέρξη πως οι Βοιωτοί ήταν με το μέρος των Περσών. [8.35.1] Λοιπόν, το σώμα αυτό των βαρβάρων ακολουθούσε αυτή την πορεία, ενώ άλλοι έχοντας μαζί τους οδηγούς ξεκίνησαν για το μαντείο των Δελφών, έχοντας στο δεξί τους χέρι τον Παρνασσό. Κι απ᾽ όσα μέρη της Φωκίδας πέρασαν κι αυτοί, όλα τα διαγούμιζαν· έτσι, πυρπόλησαν την πόλη των Πανοπέων και των Δαυλίων και των Λιλαιέων. [8.35.2] Ακολουθούσαν λοιπόν την πορεία αυτή ξεκόβοντας από το υπόλοιπο εκστρατευτικό σώμα, κι ο λόγος ήταν ο εξής, να συλήσουν το μαντείο των Δελφών, για να προσφέρουν τους θησαυρούς του στον Ξέρξη. Και (σύμφωνα με τις πληροφορίες μου) ο Ξέρξης ήξερε καλά όλα τα πολύτιμα κειμήλια που φυλάγονταν στο μαντείο· τα ήξερε μάλιστα καλύτερα απ᾽ όσο εκείνα που άφησε πίσω στο παλάτι του, καθώς πολλοί ολοένα έκαναν λόγο γι᾽ αυτά, και προπάντων τα αφιερώματα του Κροίσου, του γιου του Αλυάττη. [8.36.1] Και τους κατοίκους των Δελφών, όταν τα πληροφορήθηκαν αυτά, τους έζωσαν χίλιοι φόβοι· κι έτσι που πήραν μεγάλη τρομάρα, ζητούσαν χρησμό για τους θησαυρούς του θεού, να τους καταχωνιάσουν στα σπλάχνα της γης ή να τους μεταφέρουν σε άλλη χώρα. Αλλά ο θεός δεν έστεργε να τους μετακινήσουν, δηλώνοντας πως ο ίδιος είναι ικανός να υπερασπιστεί τα όσα του ανήκουν. [8.36.2] Κι οι κάτοικοι των Δελφών ακούοντας αυτά φρόντιζαν για τον εαυτό τους. Λοιπόν, έστειλαν τα παιδιά και τις γυναίκες τους σε διάφορα μέρη της αντικρινής Αχαΐας, κι οι ίδιοι τους, οι περισσότεροι, ανέβηκαν στις κορυφές του Παρνασσού και σκαρφάλωσαν με τα υπάρχοντά τους στο Κωρύκειο άντρο, ενώ άλλοι αναζήτησαν καταφύγιο στην Άμφισσα των Λοκρών. Λοιπόν, όλοι οι κάτοικοι των Δελφών εγκατέλειψαν την πόλη τους, μόνο εξήντα έμειναν κι ο ιερέας του μαντείου. [8.37.1] Είχαν πια πλησιάσει οι βάρβαροι εισβολείς και αντίκριζαν το ναό, όταν ο ιερέας του μαντείου (το όνομά του, Ακήρατος) βλέπει να προβάλλουν μπροστά απ᾽ το ναό δόρατα, που είχαν βγει από μέσα, από το άδυτο του ναού, κι ήταν κριματισμένος ο άνθρωπος που θα τ᾽ άγγιζε, όποιος και να ᾽ταν αυτός. [8.37.2] Κι εκείνος έτρεχε ν᾽ αναγγείλει το θαυμαστό φαινόμενο στους κατοίκους των Δελφών που έμειναν εκεί. Κι όταν οι βάρβαροι στην επιδρομή τους έφταναν βιαστικά εκεί που βρίσκεται ο ναός της Αθηνάς Προναίας, τους υποδέχτηκαν τέρατα και σημεία μεγαλύτερα απ᾽ το προηγούμενο. Γιατί βέβαια είναι θαύμα κι ετούτο τρανό, να προβάλλουν από μόνα τους δόρατα έξω απ᾽ το ναό, αλλά τα όσα ήρθαν μετά απ᾽ αυτό, σε δεύτερη φάση, είναι πιο εντυπωσιακά από κάθε άλλο φαινόμενο. [8.37.3] Δηλαδή, την ώρα που οι βάρβαροι συνεχίζοντας την επιδρομή τους βρίσκονταν στο ύψος του ναού της Προναίας, νά απ᾽ τη μια μεριά να τους σφυροκοπούν αστροπελέκια απ᾽ τον ουρανό, κι από την άλλη δυο κορυφές του Παρνασσού να ξεκολλούν απ᾽ το βουνό και να κατρακυλούν με φοβερό πάταγο κατεπάνω τους και να καταπλακώνουν πολλούς απ᾽ αυτούς· τέλος, απ᾽ το ναό της Προναίας έβγαιναν βουητό κι αλαλαγμοί. [8.38.1] Λοιπόν, καθώς όλ᾽ αυτά, σωστή κοσμοχαλασιά, ήρθαν και τους βρήκαν, τους βαρβάρους τους έζωσε φόβος. Κι οι κάτοικοι των Δελφών, όταν αντιλήφτηκαν πως αυτοί το ᾽βαλαν στα πόδια, ροβόλησαν απ᾽ τα ψηλώματα απάνω τους και σκότωσαν κάμποσους απ᾽ αυτούς. Κι όσοι σώθηκαν, πήραν να φεύγουν γραμμή για τη Βοιωτία. Και, σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, έλεγαν αυτοί οι βάρβαροι που γύρισαν ζωντανοί, πως κοντά σ᾽ αυτά αντίκρισαν κι άλλα θεϊκά σημάδια· δηλαδή να τους παίρνουν στο κατόπι σκοτώνοντας και καταδιώκοντάς τους δυο γίγαντες με πανοπλία. [8.39.1] Κι οι κάτοικοι των Δελφών λένε πως τούτοι οι δύο είναι οι ημίθεοι του τόπου, ο Φύλακος κι ο Αυτόνοος, που τα τεμένη τους βρίσκονται γύρω απ᾽ το μαντείο, του Φυλάκου δίπλα ακριβώς απ᾽ τον δρόμο, πάνω από το ναό της Προναίας, και του Αυτονόου κοντά στην Κασταλία, κάτω από την κορυφή Υάμπεια. [8.39.2] Και τα βράχια που έπεσαν απ᾽ τον Παρνασσό ακόμα και στις μέρες μου σώζονταν· κείτονται στο τέμενος της Προναίας, εκεί όπου έπεσαν ορμητικά κατρακυλώντας ανάμεσα στους βαρβάρους. Λοιπόν αυτό το στράτευμα έτσι σηκώθηκε κι έφυγε απ᾽ το μαντείο. |