Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (8.1.1-8.5.3)

ΒΙΒΛΙΟ Θ: ΟΥΡΑΝΙΑ


[8.1.1] Οἱ δὲ Ἑλλήνων ἐς τὸν ναυτικὸν στρατὸν ταχθέντες ἦσαν οἵδε, Ἀθηναῖοι μὲν νέας παρεχόμενοι ἑκατὸν καὶ εἴκοσι καὶ ἑπτά· ὑπὸ δὲ ἀρετῆς τε καὶ προθυμίης Πλαταιέες, ἄπειροι τῆς ναυτικῆς ἐόντες, συνεπλήρουν τοῖσι Ἀθηναίοισι τὰς νέας. Κορίνθιοι δὲ τεσσεράκοντα νέας παρείχοντο, Μεγαρέες δὲ εἴκοσι. [8.1.2] καὶ Χαλκιδέες ἐπλήρουν εἴκοσι, Ἀθηναίων σφι παρεχόντων τὰς νέας, Αἰγινῆται δὲ ὀκτωκαίδεκα, Σικυώνιοι δὲ δυοκαίδεκα, Λακεδαιμόνιοι δὲ δέκα, Ἐπιδαύριοι δὲ ὀκτώ, Ἐρετριέες δὲ ἑπτά, Τροιζήνιοι δὲ πέντε, Στυρέες δὲ δύο καὶ Κήιοι δύο τε νέας καὶ πεντηκοντέρους δύο. Λοκροὶ δέ σφι οἱ Ὀπούντιοι ἐπεβοήθεον πεντηκοντέρους ἔχοντες ἑπτά. [8.2.1] ἦσαν μὲν ὦν οὗτοι οἱ στρατευόμενοι ἐπ᾽ Ἀρτεμίσιον, εἴρηται δέ μοι καὶ ὧς τὸ πλῆθος ἕκαστοι τῶν νεῶν παρείχοντο. ἀριθμὸς δὲ τῶν συλλεχθεισέων νεῶν ἐπ᾽ Ἀρτεμίσιον ἦν, πάρεξ τῶν πεντηκοντέρων, διηκόσιαι καὶ ἑβδομήκοντα καὶ μία. [8.2.2] τὸν δὲ στρατηγὸν τὸν τὸ μέγιστον κράτος ἔχοντα παρείχοντο Σπαρτιῆται Εὐρυβιάδην Εὐρυκλείδεω· οἱ γὰρ σύμμαχοι οὐκ ἔφασαν, ἢν μὴ ὁ Λάκων ἡγεμονεύῃ, Ἀθηναίοισι ἕψεσθαι ἡγεομένοισι, ἀλλὰ λύσειν τὸ μέλλον ἔσεσθαι στράτευμα. [8.3.1] ἐγένετο γὰρ κατ᾽ ἀρχὰς λόγος, πρὶν ἢ καὶ ἐς Σικελίην πέμπειν ἐπὶ συμμαχίην, ὡς τὸ ναυτικὸν Ἀθηναίοισι χρεὸν εἴη ἐπιτρέπειν. ἀντιβάντων δὲ τῶν συμμάχων εἶκον οἱ Ἀθηναῖοι, μέγα τε ποιεύμενοι περιεῖναι τὴν Ἑλλάδα καὶ γνόντες, εἰ στασιάσουσι περὶ τῆς ἡγεμονίης, ὡς ἀπολέεται ἡ Ἑλλάς, ὀρθὰ νοεῦντες· στάσις γὰρ ἔμφυλος πολέμου ὁμοφρονέοντος τοσούτῳ κάκιόν ἐστι ὅσῳ πόλεμος εἰρήνης· [8.3.2] ἐπιστάμενοι ὦν αὐτὸ τοῦτο οὐκ ἀντέτεινον ἀλλ᾽ εἶκον, μέχρι ὅσου κάρτα ἐδέοντο αὐτῶν, ὡς διέδεξαν· ὡς γὰρ διωσάμενοι τὸν Πέρσην περὶ τῆς ἐκείνου ἤδη τὸν ἀγῶνα ἐποιεῦντο, πρόφασιν τὴν Παυσανίεω ὕβριν προϊσχόμενοι ἀπείλοντο τὴν ἡγεμονίην τοὺς Λακεδαιμονίους. ἀλλὰ ταῦτα μὲν ὕστερον ἐγένετο· [8.4.1] τότε δὲ οὗτοι οἱ καὶ ἐπ᾽ Ἀρτεμίσιον Ἑλλήνων ἀπικόμενοι ὡς εἶδον νέας τε πολλὰς καταχθείσας ἐς τὰς Ἀφέτας καὶ στρατιῆς ἅπαντα πλέα, ἐπεὶ αὐτοῖσι παρὰ δόξαν τὰ πρήγματα τῶν βαρβάρων ἀπέβαινε ἢ ὡς αὐτοὶ κατεδόκεον, καταρρωδήσαντες δρησμὸν ἐβούλευον ἀπὸ τοῦ Ἀρτεμισίου ἔσω ἐς τὴν Ἑλλάδα. [8.4.2] γνόντες δέ σφεας οἱ Εὐβοέες ταῦτα βουλευομένους ἐδέοντο Εὐρυβιάδεω προσμεῖναι χρόνον ὀλίγον, ἔστ᾽ ἂν αὐτοὶ τέκνα τε καὶ τοὺς οἰκέτας ὑπεκθέωνται. ὡς δ᾽ οὐκ ἔπειθον, μεταβάντες τὸν Ἀθηναίων στρατηγὸν πείθουσι Θεμιστοκλέα ἐπὶ μισθῷ τριήκοντα ταλάντοισι, ἐπ᾽ ᾧ τε καταμείναντες πρὸ τῆς Εὐβοίης ποιήσονται τὴν ναυμαχίην. [8.5.1] ὁ δὲ Θεμιστοκλέης τοὺς Ἕλληνας ἐπισχεῖν ὧδε ποιέει· Εὐρυβιάδῃ τούτων τῶν χρημάτων μεταδιδοῖ πέντε τάλαντα ὡς παρ᾽ ἑωυτοῦ δῆθεν διδούς. ὡς δέ οἱ οὗτος ἀνεπέπειστο (Ἀδείμαντος γὰρ ὁ Ὠκύτου ‹ὁ› Κορίνθιος στρατηγὸς τῶν λοιπῶν ἤσπαιρε μοῦνος, φάμενος ἀποπλεύσεσθαί τε ἀπὸ τοῦ Ἀρτεμισίου καὶ οὐ παραμενέειν), πρὸς δὴ τοῦτον εἶπε ὁ Θεμιστοκλέης ἐπομόσας· [8.5.2] Οὐ σύ γε ἡμέας ἀπολείψεις, ἐπεί τοι ἐγὼ μέζω δῶρα δώσω ἢ βασιλεὺς ἄν τοι ὁ Μήδων πέμψειε ἀπολιπόντι τοὺς συμμάχους. ταῦτά τε ἅμα ἠγόρευε καὶ πέμπει ἐπὶ τὴν νέα τὴν Ἀδειμάντου τάλαντα ἀργυρίου τρία. [8.5.3] οὗτοί τε δὴ πληγέντες δώροισι ἀναπεπεισμένοι ἦσαν καὶ τοῖσι Εὐβοεῦσι ἐκεχάριστο, αὐτός τε ὁ Θεμιστοκλέης ἐκέρδηνε, ἐλάνθανε δὲ τὰ λοιπὰ ἔχων, ἀλλ᾽ ἠπιστέατο οἱ μεταλαβόντες τούτων τῶν χρημάτων ἐκ τῶν Ἀθηνέων ἐλθεῖν ἐπὶ τῷ λόγῳ τούτῳ [τὰ χρήματα].

ΒΙΒΛΙΟ Θ: ΟΥΡΑΝΙΑ


[8.1.1] Τώρα, νά ποιοί Έλληνες παρατάχτηκαν στο ναυτικό· οι Αθηναίοι, βέβαια, που έδιναν εκατόν είκοσι εφτά καράβια· κι από κοντά, ήταν η αντρεία και το φιλότιμο που έκανε τους Πλαταιείς, ενώ δεν είχαν ιδέα από ναυτικό, ν᾽ ανεβούν στα καράβια των Αθηναίων για ενίσχυση των πληρωμάτων τους. Κι οι Κορίνθιοι έδιναν σαράντα καράβια και οι Μεγαρείς είκοσι. [8.1.2] Κι οι Χαλκιδείς έδιναν το πλήρωμα σε είκοσι καράβια που τους παραχώρησαν οι Αθηναίοι, οι Αιγινήτες έδιναν δεκαοχτώ καράβια, οι Σικυώνιοι δώδεκα, οι Λακεδαιμόνιοι δέκα, οι Επιδαύριοι οχτώ, οι Ερετριείς εφτά, οι Τροιζήνιοι πέντε, οι Στυρείς δύο και οι Κείοι δύο καράβια και δύο πεντηκοντόρους. Σε ενίσχυσή τους έσπευσαν και οι Οπούντιοι Λοκροί, με εφτά πεντηκοντόρους.
[8.2.1] Λοιπόν αυτοί αποτέλεσαν το εκστρατευτικό σώμα στο Αρτεμίσιο, κι έχω αναφέρει και ποιό αριθμό καραβιών έδινε ο καθένας τους. Και το σύνολο των καραβιών που συγκεντρώθηκαν στο Αρτεμίσιο ήταν, χωρίς να λογαριάσουμε τις πεντηκοντόρους, διακόσια εβδομήντα ένα. [8.2.2] Και ο στρατηγός που είχε την ανώτατη εξουσία προερχόταν από τη Σπάρτη, ο Ευρυβιάδης, ο γιος του Ευρυκλείδα· γιατί οι σύμμαχοι διακήρυξαν πως, αν δεν είχε το γενικό πρόσταγμα Λακεδαιμόνιος, δε θα πειθαρχούσαν, αν η αρχηγία δοθεί στους Αθηναίους, αλλά θα διαλύσουν το εκστρατευτικό σώμα που ήταν να συγκροτηθεί.
[8.3.1] Γιατί και αρχικά είχε γίνει πρόταση, προτού ακόμη στείλουν στη Σικελία για συμμαχία, πως έπρεπε να παραχωρήσουν την αρχηγία του στόλου στους Αθηναίους. Οι σύμμαχοι όμως εναντιώθηκαν κι έτσι οι Αθηναίοι υποχώρησαν, θεωρώντας πρώτιστο να επιβιώσει η Ελλάδα και κατανοώντας πως, αν φιλονικούσαν για την αρχηγία, πάει, χάθηκε η Ελλάδα, κι είχαν δίκιο· γιατί ο εμφύλιος πόλεμος είναι τόσο μεγαλύτερη συμφορά από τον πόλεμο που χτυπά με ομοψυχία τον εχθρό, όσο ο πόλεμος απ᾽ την ειρήνη. [8.3.2] Λοιπόν, έχοντας βάλει καλά στο μυαλό τους αυτή την αλήθεια, δεν πρόβαλλαν αξιώσεις, αλλά υποχωρούσαν, όσο καιρό είχαν απόλυτη ανάγκη τους συμμάχους — κάτι που έγινε ολοφάνερο· γιατί απ᾽ τη στιγμή που ξεκίνησαν για την κατάκτηση της χώρας του βασιλιά των Περσών, αφού τον απώθησαν απ᾽ τη δική τους, με την πρόφαση που τους έδωσε η υπεροψία του Παυσανία, αφαίρεσαν την ηγεμονία απ᾽ τους Λακεδαιμονίους· αλλά αυτά έγιναν αργότερα.
[8.4.1] Τότε λοιπόν οι Έλληνες που ανέφερα ότι έφτασαν και στο Αρτεμίσιο, με το που αντίκρισαν πολλά καράβια να έχουν ρίξει άγκυρα στις Αφέτες και τα μέρη ένα γύρο γεμάτα στρατεύματα, διαπίστωσαν πως η κατάσταση των βαρβάρων εμφανιζόταν εντελώς διαφορετική απ᾽ ό,τι πίστευαν κι όχι τόσο άσχημη όσο υπέθεταν· κατακυριεύτηκαν λοιπόν από φόβο και σχεδίαζαν να εγκαταλείψουν το Αρεμίσιο και να τραβηχτούν πιο μέσα, στο εσωτερικό της Ελλάδας. [8.4.2] Κι οι Ευβοείς, όταν αντιλήφτηκαν αυτές τις διαβουλεύσεις τους, παρακαλούσαν τον Ευρυβιάδη να καθυστερήσει για λίγο ακόμη την αποχώρηση, ώσπου αυτοί να μεταφέρουν σε σίγουρο μέρος τα παιδιά τους και τους ανθρώπους των σπιτιών τους. Και, καθώς δεν τον έπειθαν, στράφηκαν προς τον στρατηγό των Αθηναίων και πείθουν τον Θεμιστοκλή, εξαγοράζοντάς τον με τριάντα τάλαντα, να ενεργήσει ώστε ο στόλος να μείνει στη θέση του και να δώσει τη ναυμαχία μπροστά από την είσοδο του Ευβοϊκού κόλπου.
[8.5.1] Και νά με ποιό τρόπο ο Θεμιστοκλής έκανε τους Έλληνες να καθυστερήσουν την αποχώρησή τους· δίνει στον Ευρυβιάδη μερίδιο από τα χρήματα αυτά πέντε τάλαντα, τάχα πως τα δίνει απ᾽ τα δικά του. Κι όταν εκείνος άλλαξε γνώμη κι ήρθε στα λόγια του, ο μόνος από τους υπόλοιπους που κλωτσούσε ήταν ο Αδείμαντος, ο γιος του Ωκύτη, ο στρατηγός των Κορινθίων, κι έλεγε πως θα πάρει τα καράβια του και θα φύγει απ᾽ το Αρτεμίσιο και δε θα μείνει εκεί· λοιπόν απευθύνθηκε σ᾽ αυτόν ο Θεμιστοκλής και διαβεβαιώνοντας τον με όρκους τού είπε: [8.5.2] «Όχι, εσύ δε θα μας εγκαταλείψεις, γιατί εγώ θα σου δώσω μεγαλύτερα δώρα απ᾽ όσα θα σου έστελνε ο βασιλιάς των Μήδων, αν εγκατέλειπες τους συμμάχους». Κι ἅμ᾽ ἔπος ἅμ᾽ ἔργον, στέλνει στο καράβι του Αδειμάντου τρία τάλαντα ασήμι. Λοιπόν απ᾽ τη μια μεριά αυτοί είχαν αλλάξει γνώμη κι ήρθαν στα λόγια του, θύματα της δωροδοκίας, κι απ᾽ την άλλη θεωρήθηκε ευεργέτης των Ευβοέων ο Θεμιστοκλής, που εξασφάλιζε μάλιστα και κέρδος· κι από κανενός το μυαλό δεν περνούσε πως κρατούσε τα υπόλοιπα, αλλά όσοι πήραν μερίδιο από τα χρήματα αυτά πίστευαν πως τους ήρθαν από την Αθήνα μ᾽ αυτό τον προορισμό.