ΒΙΒΛΙΟ Θ: ΟΥΡΑΝΙΑ [8.1.1] Τώρα, νά ποιοί Έλληνες παρατάχτηκαν στο ναυτικό· οι Αθηναίοι, βέβαια, που έδιναν εκατόν είκοσι εφτά καράβια· κι από κοντά, ήταν η αντρεία και το φιλότιμο που έκανε τους Πλαταιείς, ενώ δεν είχαν ιδέα από ναυτικό, ν᾽ ανεβούν στα καράβια των Αθηναίων για ενίσχυση των πληρωμάτων τους. Κι οι Κορίνθιοι έδιναν σαράντα καράβια και οι Μεγαρείς είκοσι. [8.1.2] Κι οι Χαλκιδείς έδιναν το πλήρωμα σε είκοσι καράβια που τους παραχώρησαν οι Αθηναίοι, οι Αιγινήτες έδιναν δεκαοχτώ καράβια, οι Σικυώνιοι δώδεκα, οι Λακεδαιμόνιοι δέκα, οι Επιδαύριοι οχτώ, οι Ερετριείς εφτά, οι Τροιζήνιοι πέντε, οι Στυρείς δύο και οι Κείοι δύο καράβια και δύο πεντηκοντόρους. Σε ενίσχυσή τους έσπευσαν και οι Οπούντιοι Λοκροί, με εφτά πεντηκοντόρους. [8.2.1] Λοιπόν αυτοί αποτέλεσαν το εκστρατευτικό σώμα στο Αρτεμίσιο, κι έχω αναφέρει και ποιό αριθμό καραβιών έδινε ο καθένας τους. Και το σύνολο των καραβιών που συγκεντρώθηκαν στο Αρτεμίσιο ήταν, χωρίς να λογαριάσουμε τις πεντηκοντόρους, διακόσια εβδομήντα ένα. [8.2.2] Και ο στρατηγός που είχε την ανώτατη εξουσία προερχόταν από τη Σπάρτη, ο Ευρυβιάδης, ο γιος του Ευρυκλείδα· γιατί οι σύμμαχοι διακήρυξαν πως, αν δεν είχε το γενικό πρόσταγμα Λακεδαιμόνιος, δε θα πειθαρχούσαν, αν η αρχηγία δοθεί στους Αθηναίους, αλλά θα διαλύσουν το εκστρατευτικό σώμα που ήταν να συγκροτηθεί. [8.3.1] Γιατί και αρχικά είχε γίνει πρόταση, προτού ακόμη στείλουν στη Σικελία για συμμαχία, πως έπρεπε να παραχωρήσουν την αρχηγία του στόλου στους Αθηναίους. Οι σύμμαχοι όμως εναντιώθηκαν κι έτσι οι Αθηναίοι υποχώρησαν, θεωρώντας πρώτιστο να επιβιώσει η Ελλάδα και κατανοώντας πως, αν φιλονικούσαν για την αρχηγία, πάει, χάθηκε η Ελλάδα, κι είχαν δίκιο· γιατί ο εμφύλιος πόλεμος είναι τόσο μεγαλύτερη συμφορά από τον πόλεμο που χτυπά με ομοψυχία τον εχθρό, όσο ο πόλεμος απ᾽ την ειρήνη. [8.3.2] Λοιπόν, έχοντας βάλει καλά στο μυαλό τους αυτή την αλήθεια, δεν πρόβαλλαν αξιώσεις, αλλά υποχωρούσαν, όσο καιρό είχαν απόλυτη ανάγκη τους συμμάχους — κάτι που έγινε ολοφάνερο· γιατί απ᾽ τη στιγμή που ξεκίνησαν για την κατάκτηση της χώρας του βασιλιά των Περσών, αφού τον απώθησαν απ᾽ τη δική τους, με την πρόφαση που τους έδωσε η υπεροψία του Παυσανία, αφαίρεσαν την ηγεμονία απ᾽ τους Λακεδαιμονίους· αλλά αυτά έγιναν αργότερα. [8.4.1] Τότε λοιπόν οι Έλληνες που ανέφερα ότι έφτασαν και στο Αρτεμίσιο, με το που αντίκρισαν πολλά καράβια να έχουν ρίξει άγκυρα στις Αφέτες και τα μέρη ένα γύρο γεμάτα στρατεύματα, διαπίστωσαν πως η κατάσταση των βαρβάρων εμφανιζόταν εντελώς διαφορετική απ᾽ ό,τι πίστευαν κι όχι τόσο άσχημη όσο υπέθεταν· κατακυριεύτηκαν λοιπόν από φόβο και σχεδίαζαν να εγκαταλείψουν το Αρεμίσιο και να τραβηχτούν πιο μέσα, στο εσωτερικό της Ελλάδας. [8.4.2] Κι οι Ευβοείς, όταν αντιλήφτηκαν αυτές τις διαβουλεύσεις τους, παρακαλούσαν τον Ευρυβιάδη να καθυστερήσει για λίγο ακόμη την αποχώρηση, ώσπου αυτοί να μεταφέρουν σε σίγουρο μέρος τα παιδιά τους και τους ανθρώπους των σπιτιών τους. Και, καθώς δεν τον έπειθαν, στράφηκαν προς τον στρατηγό των Αθηναίων και πείθουν τον Θεμιστοκλή, εξαγοράζοντάς τον με τριάντα τάλαντα, να ενεργήσει ώστε ο στόλος να μείνει στη θέση του και να δώσει τη ναυμαχία μπροστά από την είσοδο του Ευβοϊκού κόλπου. [8.5.1] Και νά με ποιό τρόπο ο Θεμιστοκλής έκανε τους Έλληνες να καθυστερήσουν την αποχώρησή τους· δίνει στον Ευρυβιάδη μερίδιο από τα χρήματα αυτά πέντε τάλαντα, τάχα πως τα δίνει απ᾽ τα δικά του. Κι όταν εκείνος άλλαξε γνώμη κι ήρθε στα λόγια του, ο μόνος από τους υπόλοιπους που κλωτσούσε ήταν ο Αδείμαντος, ο γιος του Ωκύτη, ο στρατηγός των Κορινθίων, κι έλεγε πως θα πάρει τα καράβια του και θα φύγει απ᾽ το Αρτεμίσιο και δε θα μείνει εκεί· λοιπόν απευθύνθηκε σ᾽ αυτόν ο Θεμιστοκλής και διαβεβαιώνοντας τον με όρκους τού είπε: [8.5.2] «Όχι, εσύ δε θα μας εγκαταλείψεις, γιατί εγώ θα σου δώσω μεγαλύτερα δώρα απ᾽ όσα θα σου έστελνε ο βασιλιάς των Μήδων, αν εγκατέλειπες τους συμμάχους». Κι ἅμ᾽ ἔπος ἅμ᾽ ἔργον, στέλνει στο καράβι του Αδειμάντου τρία τάλαντα ασήμι. Λοιπόν απ᾽ τη μια μεριά αυτοί είχαν αλλάξει γνώμη κι ήρθαν στα λόγια του, θύματα της δωροδοκίας, κι απ᾽ την άλλη θεωρήθηκε ευεργέτης των Ευβοέων ο Θεμιστοκλής, που εξασφάλιζε μάλιστα και κέρδος· κι από κανενός το μυαλό δεν περνούσε πως κρατούσε τα υπόλοιπα, αλλά όσοι πήραν μερίδιο από τα χρήματα αυτά πίστευαν πως τους ήρθαν από την Αθήνα μ᾽ αυτό τον προορισμό.
|