Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (7.234.1-7.239.4)

[7.234.1] Οἱ μὲν δὴ περὶ Θερμοπύλας Ἕλληνες οὕτω ἠγωνίσαντο, Ξέρξης δὲ καλέσας Δημάρητον εἰρώτα ἀρξάμενος ἐνθένδε· Δημάρητε, ἀνὴρ εἶς ἀγαθός. τεκμαίρομαι δὲ τῇ ἀληθείῃ· ὅσα γὰρ εἶπας, ἅπαντα ἀπέβη οὕτω. νῦν δέ μοι εἰπέ, κόσοι τινές εἰσι οἱ λοιποὶ Λακεδαιμόνιοι, καὶ τούτων ὁκόσοι τοιοῦτοι τὰ πολέμια, εἴτε καὶ ἅπαντες. [7.234.2] ὁ δὲ εἶπε· Ὦ βασιλεῦ, πλῆθος μὲν πολλὸν πάντων τῶν Λακεδαιμονίων καὶ πόλιες πολλαί· τὸ δὲ θέλεις ἐκμαθεῖν, εἰδήσεις. ἔστι ἐν τῇ Λακεδαίμονι Σπάρτη πόλις ἀνδρῶν ὀκτακισχιλίων μάλιστα. [καὶ] οὗτοι πάντες εἰσὶ ὅμοιοι τοῖσι ἐνθάδε μαχεσαμένοισι· οἵ γε μὲν ἄλλοι Λακεδαιμόνιοι τούτοισι μὲν οὐκ ὅμοιοι, ἀγαθοὶ δέ. [7.234.3] εἶπε πρὸς ταῦτα Ξέρξης· Δημάρητε, τέῳ τρόπῳ ἀπονητότατα τῶν ἀνδρῶν τούτων ἐπικρατήσομεν; ἴθι ἐξηγέο. σὺ γὰρ ἔχεις αὐτῶν τὰς διεξόδους τῶν βουλευμάτων, οἷα βασιλεὺς γενόμενος. [7.235.1] ὁ δ᾽ ἀμείβετο· Ὦ βασιλεῦ, εἰ μὲν δὴ συμβουλεύεαί μοι προθύμως, δίκαιόν με σοί ἐστι φράζειν τὸ ἄριστον. εἰ τῆς ναυτικῆς στρατιῆς νέας τριηκοσίας ἀποστείλειας ἐπὶ τὴν Λάκαιναν χώρην. [7.235.2] ἔστι δὲ ἐπ᾽ αὐτῇ νῆσος ἐπικειμένη τῇ οὔνομά ἐστι Κύθηρα, τὴν Χίλων, ἀνὴρ παρ᾽ ἡμῖν σοφώτατος γενόμενος κέρδος μέζον ἔφη εἶναι Σπαρτιήτῃσι κατὰ τῆς θαλάσσης καταδεδυκέναι μᾶλλον ἢ ὑπερέχειν, αἰεί τι προσδοκῶν ἀπ᾽ αὐτῆς τοιοῦτο ἔσεσθαι οἷόν τοι ἐγὼ ἐξηγέομαι, οὔτι τὸν σὸν στόλον προειδώς, ἀλλὰ πάντα ὁμοίως φοβεόμενος ἀνδρῶν στόλον. [7.235.3] ἐκ ταύτης τῆς νήσου ὁρμώμενοι φοβεόντων τοὺς Λακεδαιμονίους. παροίκου δὲ πολέμου σφι ἐόντος οἰκηίου, οὐδὲν δεινοὶ ἔσονταί τοι μὴ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος ἁλισκομένης ὑπὸ τοῦ πεζοῦ βοηθέωσι ταύτῃ. καταδουλωθείσης δὲ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος ἀσθενὲς ἤδη τὸ Λακωνικὸν μοῦνον λείπεται. [7.235.4] ἢν δὲ ταῦτα μὴ ποιῇς, τάδε τοι προσδόκα ἔσεσθαι· ἔστι τῆς Πελοποννήσου ἰσθμὸς στεινός· ἐν τούτῳ τῷ χώρῳ, πάντων Πελοποννησίων συνομοσάντων ἐπὶ σοί, μάχας ἰσχυροτέρας ἄλλας τῶν γενομένων προσδέκεο ἔσεσθαί τοι. ἐκεῖνο δὲ ποιήσαντι ἀμαχητὶ ὅ τε ἰσθμὸς οὗτος καὶ αἱ πόλιες προσχωρήσουσι. [7.236.1] λέγει μετὰ τοῦτον Ἀχαιμένης, ἀδελφεός τε ἐὼν Ξέρξεω καὶ τοῦ ναυτικοῦ στρατοῦ στρατηγός, παρατυχών τε τῷ λόγῳ καὶ δείσας μὴ ἀναγνωσθῇ Ξέρξης ποιέειν ταῦτα· Ὦ βασιλεῦ, ὁρέω σε ἀνδρὸς ἐνδεκόμενον λόγους ὃς φθονέει τοι εὖ πρήσσοντι ἢ καὶ προδιδοῖ πρήγματα τὰ σά. καὶ γὰρ δὴ καὶ τρόποισι τοιούτοισι χρεώμενοι Ἕλληνες χαίρουσι· τοῦ τε εὐτυχέειν φθονέουσι καὶ τὸ κρέσσον στυγέουσι. [7.236.2] εἰ δ᾽ ἐπὶ τῇσι παρεούσῃσι τύχῃσι, τῶν νέες νεναυηγήκασι τετρακόσιαι, ἄλλας ἐκ τοῦ στρατοπέδου τριηκοσίας ἀποπέμψεις περιπλέειν Πελοπόννησον, ἀξιόμαχοί τοι γίνονται οἱ ἀντίπαλοι· ἁλὴς δὲ ἐὼν ὁ ναυτικὸς στρατὸς δυσμεταχείριστός τε αὐτοῖσι γίνεται, καὶ ἀρχὴν οὐκ ἀξιόμαχοί τοι ἔσονται, καὶ πᾶς ὁ ναυτικὸς τῷ πεζῷ ἀρήξει καὶ ὁ πεζὸς τῷ ναυτικῷ ὁμοῦ πορευόμενος· εἰ δὲ διασπάσεις, οὔτε σὺ ἔσεαι ἐκείνοισι χρήσιμος οὔτε ἐκεῖνοι σοί. [7.236.3] τὰ σεωυτοῦ δὲ τιθέμενος εὖ γνώμην ἔχε τὰ τῶν ἀντιπολέμων μὴ ἐπιλέγεσθαι πρήγματα, τῇ τε στήσονται τὸν πόλεμον τά τε ποιήσουσι ὅσοι τε πλῆθός εἰσι. ἱκανοὶ γὰρ ἐκεῖνοί γε αὐτοὶ ἑωυτῶν πέρι φροντίζειν εἰσί, ἡμεῖς δὲ ἡμέων ὡσαύτως. Λακεδαιμόνιοι δὲ ἢν ἴωσι ἀντία Πέρσῃσι ἐς μάχην, οὐδὲν τὸ παρεὸν τρῶμα ἀκεῦνται. [7.237.1] ἀμείβεται Ξέρξης τοισίδε· Ἀχαίμενες, εὖ τέ μοι δοκέεις λέγειν καὶ ποιήσω ταῦτα. Δημάρητος δὲ λέγει μὲν τὰ ἄριστα ἔλπεται εἶναι ἐμοί, γνώμῃ μέντοι ἑσσοῦται ὑπὸ σεῦ. [7.237.2] οὐ γὰρ δὴ κεῖνό γε ἐνδέξομαι ὅκως οὐκ εὐνοέει τοῖσι ἐμοῖσι πρήγμασι, τοῖσί τε λεγομένοισι πρότερον ἐκ τούτου σταθμώμενος καὶ τῷ ἐόντι, ὅτι πολιήτης μὲν πολιήτῃ εὖ πρήσσοντι φθονέει καὶ ἔστι δυσμενὴς τῇ σιγῇ, οὐδ᾽ ἂν συμβουλευομένου τοῦ ἀστοῦ πολιήτης ἀνὴρ τὰ ἄριστά οἱ δοκέοντα εἶναι ὑποθέοιτο, εἰ μὴ πρόσω ἀρετῆς ἀνήκοι· σπάνιοι δέ εἰσι οἱ τοιοῦτοι· [7.237.3] ξεῖνος δὲ ξείνῳ εὖ πρήσσοντί ἐστι εὐμενέστατον πάντων, συμβουλευομένου τε ἂν συμβουλεύσειε τὰ ἄριστα. οὕτω ὦν κακολογίης πέρι τῆς ἐς Δημάρητον, ἐόντος ἐμοὶ ξείνου, ἔχεσθαί τινα τοῦ λοιποῦ κελεύω. [7.238.1] ταῦτα εἴπας Ξέρξης διεξήιε διὰ τῶν νεκρῶν καὶ Λεωνίδεω, ἀκηκοὼς ὅτι βασιλεύς τε ἦν καὶ στρατηγὸς Λακεδαιμονίων, ἐκέλευσε ἀποταμόντας τὴν κεφαλὴν ἀνασταυρῶσαι. [7.238.2] δῆλά μοι πολλοῖσι μὲν καὶ ἄλλοισι τεκμηρίοισι, ἐν δὲ καὶ τῷδε οὐκ ἥκιστα γέγονε, ὅτι βασιλεὺς Ξέρξης πάντων δὴ μάλιστα ἀνδρῶν ἐθυμώθη ζώοντι Λεωνίδῃ· οὐ γὰρ ἄν κοτε ἐς τὸν νεκρὸν ταῦτα παρενόμησε, ἐπεὶ τιμᾶν μάλιστα νομίζουσι τῶν ἐγὼ οἶδα ἀνθρώπων Πέρσαι ἄνδρας ἀγαθοὺς τὰ πολέμια. οἱ μὲν δὴ ταῦτα ἐποίευν, τοῖσι ἐπετέτακτο ποιέειν. [7.239.1] ἄνειμι δὲ ἐκεῖσε τοῦ λόγου τῇ μοι [τὸ] πρότερον ἐξέλιπε. ἐπύθοντο Λακεδαιμόνιοι ὅτι βασιλεὺς στέλλοιτο ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα πρῶτοι, καὶ οὕτω δὴ ἐς τὸ χρηστήριον τὸ ἐς Δελφοὺς ἀπέπεμψαν, ἔνθα δή σφι ἐχρήσθη τὰ ὀλίγῳ πρότερον εἶπον· ἐπύθοντο δὲ τρόπῳ θωμασίῳ. [7.239.2] Δημάρητος γὰρ ὁ Ἀρίστωνος φυγὼν ἐς Μήδους, ὡς μὲν ἐγὼ δοκέω, καὶ τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται, οὐκ ἦν εὔνοος Λακεδαιμονίοισι, πάρεστι δὲ εἰκάζειν εἴτε εὐνοίῃ ταῦτα ἐποίησε εἴτε καὶ καταχαίρων· ἐπείτε γὰρ Ξέρξῃ ἔδοξε στρατηλατέειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, ἐὼν ἐν Σούσοισι ὁ Δημάρητος καὶ πυθόμενος ταῦτα ἠθέλησε Λακεδαιμονίοισι ἐξαγγεῖλαι. [7.239.3] ἄλλως μὲν δὴ οὐκ εἶχε σημῆναι· ἐπικίνδυνον γὰρ ἦν μὴ λαμφθείη· ὁ δὲ μηχανᾶται τοιάδε· δελτίον δίπτυχον λαβὼν τὸν κηρὸν αὐτοῦ ἐξέκνησε καὶ ἔπειτα ἐν τῷ ξύλῳ τοῦ δελτίου ἔγραψε τὴν βασιλέος γνώμην, ποιήσας δὲ ταῦτα ὀπίσω ἐπέτηξε τὸν κηρὸν ἐπὶ τὰ γράμματα, ἵνα φερόμενον κεινὸν τὸ δελτίον μηδὲν πρῆγμα παρέχοι πρὸς τῶν ὁδοφυλάκων. [7.239.4] ἐπεὶ δὲ καὶ ἀπίκετο ἐς τὴν Λακεδαίμονα, οὐκ εἶχον συμβαλέσθαι οἱ Λακεδαιμόνιοι, πρίν γε δή σφι, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, Κλεομένεος μὲν θυγάτηρ, Λεωνίδεω δὲ γυνὴ Γοργὼ ὑπέθετο ἐπιφρασθεῖσα αὐτή, τὸν κηρὸν ἐκκνᾶν κελεύουσα, καὶ εὑρήσειν σφέας γράμματα ἐν τῷ ξύλῳ. πειθόμενοι δὲ εὗρον καὶ ἐπελέξαντο, ἔπειτα δὲ τοῖσι ἄλλοισι Ἕλλησι ἐπέστειλαν. ταῦτα μὲν δὴ οὕτω λέγεται γενέσθαι.

[7.234.1] Έτσι λοιπόν αγωνίστηκαν οι Έλληνες που φύλαγαν τις Θερμοπύλες· κι ο Ξέρξης κάλεσε τον Δημάρατο και του έκανε ερωτήσεις, αρχίζοντας απ᾽ αυτήν: «Δημάρατε, είσαι άνθρωπος με αρετή· το συμπέρασμα αυτό το βγάζω από την αλήθεια των λόγων σου· γιατί τα λόγια σου βγήκαν όλα όπως τα είπες. Πες μου λοιπόν τώρα, πόσοι άραγε είναι οι Λακεδαιμόνιοι, κι απ᾽ αυτούς πόσοι έχουν σε τέτοιο βαθμό την πολεμική αρετή, ορισμένοι ή όλοι τους;». [7.234.2] Κι ο άλλος αποκρίθηκε: «Βασιλιά μου, οι Λακεδαιμόνιοι συνολικά είναι λαός πολύς, και πολλές είναι οι πόλεις τους· θα σε κατατοπίσω έτσι που να μάθεις καλά αυτό που θέλεις· στη Λακωνία βρίσκεται η πόλη Σπάρτη που έχει περίπου οχτώ χιλιάδες πολεμιστές. Όλοι τους είναι ισάξιοι μ᾽ αυτούς που πολέμησαν εδώ· τώρα, οι υπόλοιποι Λακεδαιμόνιοι δεν είναι βέβαια όμοιοι μ᾽ αυτούς, είναι όμως κι αυτοί αντρειωμένοι». [7.234.3] Ο Ξέρξης ακούοντας αυτά είπε: «Δημάρατε, ποιός είναι ο πιο εύκολος τρόπος για να εξουσιάσουμε αυτούς τους άντρες; εμπρός, κατατόπισέ με. Γιατί ξέρεις εσύ πώς παίρνουν τις αποφάσεις τους, μια και χρημάτισες βασιλιάς τους».
[7.235.1] Κι εκείνος αποκρίθηκε· «Βασιλιά μου, μια και τόσο ενδιαφέρον δείχνεις για ν᾽ ακούσεις τη συμβουλή μου, νιώθω υποχρεωμένος να σου πω το καλύτερο που μπορώ: να ᾿στελνες τριακόσια καράβια απ᾽ το ναυτικό σου εναντίον της Λακωνίας. [7.235.2] Λοιπόν, στην περιοχή της βρίσκεται ένα νησί που λέγεται Κύθηρα, για το οποίο ο Χίλων, που αναδείχτηκε στη χώρα μας από τους πιο σοφούς του κόσμου, είπε πως συμφέρει περισσότερο στους Σπαρτιάτες να ᾿χει βουλιάξει στο βυθό της θάλασσας παρά να βρίσκεται στην επιφάνεια· γιατί είχε το φόβο πως όλο και θα τους έρθει απ᾽ αυτό το νησί κάτι παρόμοιο μ᾽ εκείνο που σου προτείνω· όχι βέβαια πως είχε προβλέψει τη δική σου εκστρατεία, αλλά έτρεφε τον ίδιο φόβο για κάθε εχθρική εκστρατεία. [7.235.3] Λοιπόν, έχοντας ορμητήριο αυτό το νησί, οι δικοί σου ν᾽ απειλούν τους Λακεδαιμονίους. Κι όσο θα έχουν τον πόλεμο μπροστά στην πόρτα τους, δε θα ᾿χεις να φοβάσαι μήπως, την ώρα που το πεζικό σου θα υποδουλώνει την υπόλοιπη Ελλάδα, σπεύσουν αυτοί να τη βοηθήσουν. Κι όταν υποδουλωθεί εντελώς η υπόλοιπη Ελλάδα, τότε πια, μένοντας μονάχοι, οι Λακεδαιμόνιοι θα ᾿ναι αδύναμοι. [7.235.4] Τώρα, αν δεν πράξεις αυτά, νά τί να περιμένεις να γίνει: υπάρχει στενός ισθμός στην Πελοπόννησο· αν όλοι οι Πελοποννήσιοι πάρουν όρκο να σε πολεμήσουν σ᾽ αυτό το μέρος, να ξέρεις πως σε περιμένουν μάχες πιο σκληρές απ᾽ αυτές που έγιναν. Αντίθετα, αν κάνεις το πρώτο που σου είπα, κι ο ισθμός που ανέφερα και οι πόλεις θα σου παραδοθούν χωρίς πόλεμο».
[7.236.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτόν λέει ο Αχαιμένης που ήταν αδερφός του Ξέρξη και ναύαρχος, καθώς παρακολουθώντας τη συνομιλία φοβήθηκε μήπως πειστεί ο Ξέρξης και βάλει σ᾽ ενέργεια αυτό το σχέδιο: «Βασιλιά μου, σε βλέπω ν᾽ ακούς μ᾽ ευχαρίστηση τα λόγια ανθρώπου που σε φθονεί για την ευτυχία σου, αν δε σε προδίνει κιόλας. Γιατί είναι χαρά των Ελλήνων να συμπεριφέρονται μ᾽ αυτό τον τρόπο· φθονούν την ευτυχία του άλλου και μισούν ό,τι είναι ανώτερο απ᾽ αυτούς. [7.236.2] Αν όμως κοντά στην πρόσφατη κακοτυχία, που έχουμε χάσει σε ναυάγιο τετρακόσια καράβια, πάρεις άλλα τριακόσια απ᾽ το στόλο και τα στείλεις να κάνουν περιπολίες στην Πελοπόννησο, νά που οι αντίπαλοι θα ᾿ναι σε θέση να συγκρουστούν μαζί σου· όσο όμως το ναυτικό μας είναι όλο συγκεντρωμένο, τους είναι πολύ δύσκολο να τα βγάλουν πέρα μαζί σου κι εντελώς αδύνατο να δώσουν μάχη με σένα· κι όλο το ναυτικό μας θα στηρίζει το πεζικό, και το πεζικό το ναυτικό, ακολουθώντας κοινή πορεία· αν όμως διασπάσεις τη δύναμή σου, ούτε εσύ θα μπορείς να δίνεις χέρι στο ναυτικό ούτε εκείνο σε σένα. [7.236.3] Τακτοποίησε λοιπόν με τον καλύτερο τρόπο το στράτευμά σου και πάρ᾽ το απόφαση να μη σκοτίζεσαι για τους αντιπάλους σου, πού θα σταθούν να πολεμήσουν, ποιά τακτική θ᾽ ακολουθήσουν στον πόλεμο και πόσοι είναι. Γιατί κι εκείνοι είναι ικανοί να φροντίζουν για τον εαυτό τους κι εμείς από τη μεριά μας για τον εαυτό μας. Αν λοιπόν οι Λακεδαιμόνιοι αποφασίσουν να δώσουν μάχη εναντίον των Περσών, δε θα βρουν καμιά γιατρειά για το πλήγμα που δέχτηκαν τώρα».
[7.237.1] Ο Ξέρξης του αποκρίθηκε μ᾽ αυτά τα λόγια: «Αχαιμένη, οι προτάσεις σου μου φαίνονται σωστές κι αυτές θα εφαρμόσω. Κι ο Δημάρατος προτείνει αυτά που πιστεύει πως είναι τα καλύτερα για μένα, η γνώμη του όμως είναι κατώτερη απ᾽ τη δική σου. [7.237.2] Αλλά δε θα δεχτώ το άλλο, ότι δε βλέπει με καλό μάτι τις υποθέσεις μου· κι αυτό το συμπέρασμα βγάζω κι απ᾽ όσα προηγουμένως είπε κι από την πραγματικότητα, δηλαδή ότι ένας πολίτης φθονεί την ευτυχία του συμπολίτη του και δείχνει την κακή διάθεση με τη σιωπή του, κι ούτε αν του ζητούσε ο συμπολίτης συμβουλή θα του υποδείκνυε ο άλλος εκείνο που πιστεύει ότι είναι το καλύτερο, εκτός αν είναι άνθρωπος που έχει φτάσει στις κορυφές της αρετής· οι τέτοιοι όμως είναι σπάνιοι· [7.237.3] αντίθετα, όταν κάποιος είναι δεμένος με φιλία με ξένο, δείχνει την πιο καλή διάθεση για την ευτυχία του ξένου φίλου του, κι αν του ζητηθεί συμβουλή, θα του συμβούλευε τα καλύτερα. Έτσι λοιπόν, διατάζω ο καθένας να κρατά το στόμα του κλειστό αποδώ και πέρα, αν είναι να κακολογήσει τον Δημάρατο, που είναι φίλος μου».
[7.238.1] Αυτά είπε ο Ξέρξης και κατόπι περνούσε ανάμεσα απ᾽ τα πτώματα και διέταξε του Λεωνίδα, γιατί είχε ακούσει πως ήταν βασιλιάς και στρατηγός των Λακεδαιμονίων, να κόψουν το κεφάλι και να το κρεμάσουν σε κοντάρι. [7.238.2] Λοιπόν, κι από πολλές άλλες ενδείξεις, αλλά προπάντων απ᾽ αυτήν αντιλήφτηκα πως ο βασιλιάς Ξέρξης με κανέναν άλλο άνθρωπο δεν οργίστηκε όσο με τον Λεωνίδα, όσο ήταν ζωντανός· γιατί αλλιώτικα δε θ᾽ ασχημονούσε μ᾽ αυτό τον τρόπο στο πτώμα του, αφού απ᾽ όσους λαούς γνώρισα κανένας δε συνηθίζει να τιμά τους άντρες που έχουν πολεμική αρετή όσο οι Πέρσες. Λοιπόν αυτοί που πήραν την προσταγή αυτή, την εκτελούσαν.
[7.239.1] Τώρα ξαναγυρνώ σε προγενέστερο περιστατικό της ιστορίας μου, όπου παρέλειψα κάτι. Πρώτοι οι Λακεδαιμόνιοι πληροφορήθηκαν πως ο βασιλιάς ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας, κι έτσι έστειλαν απεσταλμένους στο μαντείο των Δελφών, όπου τους δόθηκε ο χρησμός που ανέφερα λίγο παραπάνω· και το πληροφορήθηκαν με αξιοπερίεργο τρόπο. [7.239.2] Δηλαδή ο Δημάρατος, ο γιος του Αρίστωνος, που κατέφυγε στους Μήδους, όπως εγώ πιστεύω κι απ᾽ ό,τι έδειξαν τα πράματα δεν πέφτω έξω, δεν ήθελε το καλό των Λακεδαιμονίων· κι έτσι μπορεί κανείς να κάνει υποθέσεις αν η ακόλουθη ενέργειά του ήταν από φιλική διάθεση ή από χαιρεκακία: όταν ο Ξέρξης αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας, ο Δημάρατος, που ήταν στα Σούσα, μαθαίνοντάς το θέλησε να το αναγγείλει στους Λακεδαιμονίους. [7.239.3] Άλλο τρόπο λοιπόν δεν είχε να στείλει το μήνυμα, γιατί διέτρεχε τον κίνδυνο να συλληφθεί· κι έτσι σοφίστηκε το εξής: πήρε δίπτυχο πινάκιο και ξύνοντας το γύμνωσε απ᾽ το κερί του κι έπειτα χαράζοντας το ξύλο του πινακίου έγραψε την απόφαση του βασιλιά· κι αφού το ᾿κανε αυτό, ξαναέλιωσε το κερί και το έχυσε πάνω στα γράμματα, έτσι ώστε, καθώς το πινάκιο θα μεταφερόταν άγραφο, να μη προκαλέσει την υποψία των φρουρών των δρόμων. [7.239.4] Κι όταν αυτό έφτασε στη Σπάρτη, οι Λακεδαιμόνιοι δεν ήξεραν τί να κάνουν μ᾽ αυτό, ώς την ώρα που, σύμφωνα με τις πληροφορίες που πήρα, η Γοργώ, η θυγατέρα του Κλεομένη και γυναίκα του Λεωνίδα, μάντεψε το τέχνασμα και τους συμβούλεψε, παρακινώντας τους να αφαιρέσουν το κερί ξύνοντάς το, και θα βρουν μήνυμα χαραγμένο στο ξύλο. Λοιπόν την άκουσαν, το βρήκαν και το διάβασαν κι ύστερα ειδοποίησαν και τους άλλους Έλληνες. Λοιπόν, έτσι λένε πως έγιναν αυτά.