[7.226.1] Τέτοιοι άντρες αναδείχτηκαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι Θεσπιείς, αλλά λέγεται πως ανάμεσά τους πιο λαμπρό παλικάρι αναδείχτηκε ο Σπαρτιάτης Διηνέκης· λένε μάλιστα πως, προτού έρθουν στα χέρια με τους Μήδους, είπε την ακόλουθη φράση, ακούοντας από κάποιον Τραχίνιο πως, όταν οι βάρβαροι ρίχνουν με τα τόξα τους, τα αμέτρητα βέλη τους κρύβουν τον ήλιο· τόσο μεγάλο είναι το πλήθος τους· [7.226.2] κι ετούτος δεν έδειξε να ταράζεται απ᾽ αυτό κι είπε, περιφρονώντας το πλήθος των Μήδων, ότι τα νέα που τους έφερνε ο ξένος απ᾽ την Τραχίνα ήταν όλα ευχάριστα γι᾽ αυτούς, αφού με τους Μήδους να κρύβουν τον ήλιο θα δοθεί η μάχη εναντίον τους στη σκιά κι όχι κάτω από τον ήλιο. Λένε λοιπόν ότι αυτήν κι άλλες παρόμοιες φράσεις άφησε για να τον θυμούνται οι άνθρωποι ο Διηνέκης. [7.227.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτόν λένε πως έδειξαν λαμπρή παλικαριά δυο αδέρφια, Λακεδαιμόνιοι, ο Αλφεός κι ο Μάρων, γιοι του Ορσιφάντου. Κι ανάμεσα στους Θεσπιείς δοξάστηκε περισσότερο ο Διθύραμβος, ο γιος του Αρματίδη. [7.228.1] Γι᾽ αυτούς (που τάφηκαν εκεί όπου έπεσαν) και για κείνους που είχαν σκοτωθεί πριν σηκωθούν να φύγουν εκείνοι που τους έστειλε πίσω ο Λεωνίδας, χαράχτηκε πάνω στον τάφο τους επιγραφή που λέει τα εξής: Σ᾽ αυτό το μέρος, πάει καιρός, οι τέσσερες χιλιάδες απ᾽ το νησί του Πέλοπα με τρία εκατομμύρια εχθρών δώσανε μάχη. [7.228.2] Αυτό λοιπόν το επίγραμμα χαράχτηκε πάνω στον κοινό τάφο όλων, αλλά για τους Σπαρτιάτες ιδιαίτερα: Διαβάτη, μήνυμα να πας στους Λακεδαιμονίους: σ᾽ αυτήν εδώ τη γη πέσαμε και κειτόμαστε στο νόμο τους πιστοί. [7.228.3] Αυτό λοιπόν για τους Λακεδαιμονίους· και για τον μάντη το εξής: Του Μεγιστία είν᾽ εδώ, του ξακουσμένου μάντη, το μνήμα π᾽ αντικρίζεις. Αυτόν που οι Μήδοι σκότωσαν, καθώς τότε διαβήκαν του Σπερχειού το ρέμα· ήξερε και καλόξερε πως όπου να ᾿ναι θα ᾿ρθουν του θάνατού του οι Μοίρες, μα δεν το καταδέχτηκε, τον βασιλιά της Σπάρτης προδίνοντας, να φύγει. [7.228.4] Λοιπόν, οι Αμφικτύονες είναι που στόλισαν τους τάφους τους με επιγράμματα και στήλες, εκτός από το επίγραμμα του μάντη· όμως το επίγραμμα του μάντη Μεγιστία το φιλοτέχνησε ο Σιμωνίδης, ο γιος του Λεωπρέπη, δώρο φιλίας. [7.229.1] Λέγεται επίσης πως δυο απ᾽ αυτούς τους τριακοσίους, ο Εύρυτος κι ο Αριστόδημος, ενώ μπορούσαν κρατώντας την ίδια στάση ή να σωθούν γυρίζοντας μαζί στη Σπάρτη, καθώς ο Λεωνίδας τούς έδωσε άδεια να φύγουν απ᾽ το στρατόπεδο κι ήταν κατάκοιτοι στους Αλπηνούς με πονόματο αβάσταχτο, ή, αν δεν ήθελαν να γυρίσουν στην πατρίδα, να πεθάνουν μαζί με τους υπόλοιπους, ενώ λοιπόν μπορούσαν να κάνουν το ένα ή το άλλο απ᾽ αυτά, δε θέλησαν να ᾿χουν την ίδια γνώμη, αλλά πήραν διαφορετικές αποφάσεις: ο Εύρυτος απ᾽ τη μεριά του, μαθαίνοντας την κυκλωτική κίνηση των Περσών, ζήτησε την πανοπλία του, τη φόρεσε και διέταξε τον είλωτά του να τον οδηγήσει στους μαχόμενους, και μόλις τον οδήγησε, ο οδηγός του σηκώθηκε κι έφυγε βιαστικά, αυτός όμως ρίχτηκε μες στο σωρό και σκοτώθηκε· αντίθετα ο Αριστόδημος, καθώς του έλειψε το κουράγιο, έσωσε τη ζωή του. [7.229.2] Τώρα, και στην περίπτωση που μόνο ο Αριστόδημος θα ᾿νιωθε πονόματο και θα γύριζε πίσω στη Σπάρτη, και στην περίπτωση που και οι δυο τους θα μεταφέρονταν εκεί, έχω τη γνώμη πως οι Σπαρτιάτες δε θα εκδήλωναν καμιά οργή εναντίον τους· τώρα όμως που ο ένας τους σκοτώθηκε, ενώ ο άλλος, έχοντας τον ίδιο λόγο απαλλαγής, δεν προτίμησε να πεθάνει, δε γινόταν παρά ν᾽ αφήσουν να ξεσπάσει σφοδρή η οργή τους στον Αριστόδημο. [7.230.1] Αυτοί λοιπόν λένε πως ο Αριστόδημος σώθηκε κι έφτασε στη Σπάρτη μ᾽ αυτό τον τρόπο και μ᾽ αυτή τη δικαιολογία, άλλοι όμως πως τον είχαν στείλει αγγελιοφόρο από το στρατόπεδο, κι αυτός, ενώ μπορούσε να προλάβει τη μάχη όσο αυτή κρατούσε ακόμα, δεν το επιδίωξε, αλλά καθυστερώντας στο δρόμο σώθηκε, ενώ ο συνάδελφός του αγγελιοφόρος πήγε στη μάχη και σκοτώθηκε. [7.231.1] Με το που γύρισε στη Σπάρτη ο Αριστόδημος ζούσε μες στην ντροπή και την περιφρόνηση· νά πώς εκδηλωνόταν η περιφρόνηση: κανένας Σπαρτιάτης δεν του έδινε ν᾽ ανάψει απ᾽ τη φωτιά του ούτε κουβέντιαζε μαζί του· και τον ακολουθούσε ο εμπαιγμός καθώς του έβγαλαν τ᾽ όνομα «Αριστόδημος ο Κιοτής». Αλλά βέβαια στις Πλαταιές ξέπλυνε από πάνω τη μομφή που του φόρτωσαν και ξανακέρδισε την τιμή του. [7.232.1] Λεν επίσης πως κι ένας άλλος απ᾽ αυτούς τους τριακοσίους που στάλθηκε αγγελιοφόρος στη Θεσσαλία επέζησε — το όνομά του Παντίτης· και πως, με το που γύρισε κι αυτός στη Σπάρτη, έπεσε σ᾽ ανυποληψία και γι᾽ αυτό κρεμάστηκε. [7.233.1] Κι οι Θηβαίοι, που στρατηγό τους είχαν τον Λεοντιάδη, πρώτα ήταν στις ίδιες γραμμές με τους Έλληνες και πολεμούσαν εναντίον του στρατού του βασιλιά, δέσμιοι της ανάγκης· μόλις όμως είδαν να παίρνουν το πάνω χέρι οι βάρβαροι, τότε λοιπόν, ενώ οι Έλληνες του Λεωνίδα ανηφόριζαν προς το ύψωμα, αυτοί ξέκοψαν και μ᾽ απλωμένα τα χέρια έτρεχαν προς τους βαρβάρους λέγοντας —κι έλεγαν όλη την αλήθεια— πως μηδίζουν κι ήταν από τους πρώτους που έδωσαν γην και ύδωρ στο βασιλιά, όμως έφτασαν στις Θερμοπύλες δέσμιοι της ανάγκης, και δεν έφταιγαν καθόλου για το χτύπημα που δέχτηκε ο βασιλιάς. [7.233.2] Μιλώντας έτσι σώθηκαν, γιατί είχαν μάρτυρες γι᾽ αυτά τα λόγια τους τους Θεσσαλούς. Βέβαια δε στάθηκαν πέρα για πέρα τυχεροί· γιατί, όταν πλησίασαν, μόλις οι βάρβαροι τους έπιασαν, μερικούς τους σκότωσαν καθώς πλησίαζαν και τους περισσότερους απ᾽ αυτούς ύστερ᾽ από διαταγή του Ξέρξη τους χάραξαν στο σώμα στάμπες βασιλικές, κάνοντας αρχή από το στρατηγό Λεοντιάδη, που ύστερ᾽ από καιρό το γιο του τον Ευρύμαχο τον σκότωσαν οι Πλαταιείς, όταν επικεφαλής τετρακοσίων Θηβαίων κυρίεψε την πόλη των Πλαταιών. |