ΑΝΤΙΣΘΕΝΗΣ [22.6] Κι εγώ, όταν κατέβαινα, δεν ανακατεύτηκα καθόλου με τους άλλους, αλλά αφήνοντάς τους να θρηνούν, έτρεξα πρώτος στο καράβι και έπιασα μια καλή θέση, για να ταξιδέψω άνετα. Και στη διάρκεια του ταξιδιού αυτοί κλαίγανε και παθαίνανε ναυτία, ενώ εγώ διασκέδαζα πολύ μαζί τους. ΔΙΟΓΕΝΗΣ [22.7] Εσείς, Κράτη και Αντισθένη, έτυχε να έχετε τέτοιους συνταξιδιώτες, μ᾽ εμένα όμως κατέβαιναν μαζί ο Βλεψίας, ο τοκογλύφος από τον Πειραιά, και ο Λάμπης από την Ακαρνανία, που ήταν επικεφαλής μισθοφόρων, και ο Δάμης, ο πλούσιος από την Κόρινθο. Ο Δάμης είχε πεθάνει επειδή τον δηλητηρίασε ο γιος του, ο Λάμπης επειδή αυτοκτόνησε από έρωτα για την εταίρα τη Μυρτούλα, και ο Βλεψίας λέγανε πως έσβησε ο ταλαίπωρος από πείνα, κι αυτό φαινόταν, καθώς έδειχνε υπερβολικά χλωμός και εξαιρετικά αδύνατος. Εγώ, αν και ήξερα, τους ρωτούσα με ποιόν τρόπο πέθαναν. Έπειτα είπα στον Δάμη, που κατηγορούσε τον γιο του: «Δεν ήταν όμως κι άδικο αυτό που έπαθες από τον γιο σου, αφού, ενώ είχες μαζεμένα χίλια τάλαντα, και ο ίδιος γλεντούσες στα ενενήντα σου, έδινες μόνο τέσσερις οβολούς στον δεκαοκτάχρονο νεαρό. Κι εσύ, Ακαρνάνα,» —κι εκείνος αναστέναζε και καταριόταν τη Μυρτούλα— «γιατί κατηγορείς τον Έρωτα, ενώ πρέπει να τα βάζεις με τον εαυτό σου; Εσύ ποτέ σου δεν φοβήθηκες τους εχθρούς, αλλά πολεμούσες ριψοκίνδυνα μπροστά απ᾽ όλους τους άλλους, και νικήθηκες, εσύ ο λεβέντης, από μια τυχαία κοπελίτσα και από ψεύτικα δάκρυα και αναστεναγμούς;» Ο Βλεψίας πάλι ήταν ο πρώτος που κατηγορούσε ο ίδιος τον εαυτό του για μεγάλη απερισκεψία, που φύλαγε τα χρήματα για τους άγνωστούς του κληρονόμους, νομίζοντας ο ανόητος πως θα ζήσει για πάντα. Πάντως εμένα μου έδωσαν μια ασυνήθιστη ευχαρίστηση τότε με τους αναστεναγμούς τους. [22.8] Ήδη όμως φτάσαμε στην είσοδο, και θα πρέπει να κοιτάζουμε και να παρακολουθούμε από μακριά τους νεοφερμένους. Πω πω! Είναι πολλοί και κάθε λογής, και όλοι κλαίνε, εκτός από αυτά τα νεογέννητα και τα νήπια. Ακόμη και οι πολύ γερασμένοι θρηνολογούν. Γιατί άραγε; Μήπως τους κρατάει το μαγικό φίλτρο της ζωής; [22.9] Θέλω λοιπόν να ρωτήσω αυτόν εδώ τον υπέργηρο: Γιατί κλαις, μια και πέθανες σε τέτοια ηλικία; Γιατί στενοχωριέσαι, φίλτατε, και μάλιστα ενώ έφτασες εδώ σε βαθιά γεράματα; Μήπως ήσουν τάχα κανένας βασιλιάς; ΦΤΩΧΟΣ Κάθε άλλο. ΔΙΟΓΕΝΗΣ Μήπως κάποιος σατράπης; ΦΤΩΧΟΣ Όχι βέβαια. ΔΙΟΓΕΝΗΣ Μήπως λοιπόν ήσουν πλούσιος, και τώρα στενοχωριέσαι που πέθανες και άφησες πίσω σου τη μεγάλη καλοπέραση; ΦΤΩΧΟΣ Τίποτε παρόμοιο. Αντίθετα, ήμουν περίπου ενενήντα χρονών, και ζούσα στερημένα ψαρεύοντας με καλάμι και πετονιά, υπερβολικά φτωχός και άτεκνος, και επιπλέον κουτσός και με μειωμένη όραση. ΔΙΟΓΕΝΗΣ Κι έπειτα ήθελες να ζεις σ᾽ αυτή την κατάσταση; ΦΤΩΧΟΣ Ναι, γιατί το φως ήταν γλυκό, και ο θάνατος κάτι φοβερό, που θα ᾽πρεπε να το αποφύγω. ΔΙΟΓΕΝΗΣ Τα ᾽χεις χαμένα, γέροντα, κι έχεις ξεμωραθεί μπροστά στο αναπόφευκτο, και μάλιστα ενώ είσαι συνομήλικος με τον περαματάρη. Τί λοιπόν θα μπορούσε πια να πει κανείς για τους νέους, τη στιγμή που άνθρωποι σε τόσο μεγάλη ηλικία αγαπούνε τη ζωή, ενώ θα έπρεπε να επιδιώκουν τον θάνατο ως φάρμακο για τα βάσανα των γερατειών; Πάμε λοιπόν να φύγουμε τώρα, μήπως κανείς, βλέποντάς μας να τριγυρνάμε κοντά στην είσοδο, νομίσει πως σκεφτόμαστε να δραπετεύσουμε.
|