[152] Στο σημείο αυτό ακριβώς αξίζει να θυμηθούμε και τους γενναίους εκείνους άνδρες, που αυτός, παρά τις μη αποδεκτές και δυσοίωνες θυσίες, έστειλε σε ολοφάνερο κίνδυνο και είχε το θράσος να ανεβεί στον τάφο των πεσόντων με τα πόδια του δραπέτη και του λιποτάκτη από τη μάχη και να εγκωμιάσει την παλικαριά εκείνων. Εσύ λοιπόν, που είσαι ο πιο άχρηστος από όλους τους ανθρώπους για μεγάλα και σπουδαία έργα, αλλά στις μεγαλοστομίες ο πιο θαυμάσιος, θα επιχειρήσεις τώρα σε λίγο να κοιτάξεις στο πρόσωπο αυτούς εδώ τους δικαστές και να υποστηρίξεις ότι πρέπει να στεφανωθείς για τις συμφορές που προξένησες στην πόλη; Και εσείς, δικαστές, εάν αυτός το ζητήσει, θα το ανεχθείτε; Και μαζί με τους πεσόντες θα πεθάνει, όπως φαίνεται, και η μνήμη σας; [153] Κάντε μου τώρα τη χάρη και φανταστείτε για λίγο ότι βρίσκεστε όχι στο δικαστήριο αλλά στο θέατρο και σκεφτείτε ότι βλέπετε τον κήρυκα να προχωρεί και πως ετοιμάζεται να γίνει η ανακήρυξη της απονομής, η προβλεπόμενη από το ψήφισμα. Αναλογισθείτε τι θα συμβεί· ποιο από τα δύο; Πιστεύετε ότι οι συγγενείς των πεσόντων θα έχυναν πιο πολλά δάκρυα για τις τραγωδίες και τα παθήματα των ηρώων που θα εισάγονταν στη σκηνή ή για την αγνωμοσύνη της πόλης; [154] Γιατί ποιος Έλληνας που έχει ανατραφεί ελεύθερος δεν θα πονούσε αναπολώντας στο θέατρο, αν μη τι άλλο, εκείνο τουλάχιστον, ότι κάποτε αυτή την ημέρα, που επρόκειτο, όπως τώρα, να παιχτούν οι τραγωδίες, όταν η πόλη ευνομούνταν πιο καλά και είχε καλύτερους ηγέτες, προχωρούσε ο κήρυκας και παρουσίαζε τα ορφανά, όσων οι πατέρες είχαν σκοτωθεί στον πόλεμο, νεαρά παιδιά με πλήρη στρατιωτική εξάρτυση. Και διάβαζε αυτή τη διακήρυξη την τόσο τιμητική και με τόσα κίνητρα για την ανδρεία: αυτοί εδώ οι νεαροί, των οποίων οι πατέρες σκοτώθηκαν στον πόλεμο μαχόμενοι γενναία, ως την εφηβική ηλικία τους τούς έτρεφε ο δήμος· τώρα τους όπλισε με αυτή τη στρατιωτική εξάρτυση και τους αφήνει να βρουν τον δρόμο τους με τη βοήθεια του θεού, και τους καλεί να καταλάβουν τιμητική θέση στο θέατρο. [155] Αυτά έλεγε τότε ο κήρυκας, όχι όμως τώρα. Όταν θα παρουσιάσει τον αίτιο της ορφάνιας των παιδιών, τι θα αναφωνήσει; Τι θα πει; Γιατί, και αν ακόμη διαβάσει τις ίδιες ακριβώς προτάσεις από το ψήφισμα του Κτησιφώντα, η αισχρή πραγματικότητα τουλάχιστον δεν πρόκειται να σκεπαστεί, αλλά θα φανεί ότι λέγονται τα αντίθετα από εκείνα που λέει η φωνή του κήρυκα, ότι δηλαδή ο λαός των Αθηναίων στεφανώνει αυτόν τον άνδρα, αν μπορεί και αυτός να θεωρείται άνδρας, για την αρετή του, τον κάκιστο, και για την παλικαριά του, αυτόν τον άνανδρο και λιποτάκτη. [156] Όχι! Για όνομα του Δία και των θεών, Αθηναίοι, σας ικετεύω, μη στήνετε με τα ίδια σας τα χέρια τρόπαιο γι᾽ αυτές τις πράξεις μέσα στο θέατρο του Διονύσου. Μην καταδικάζετε για παράνοια τον αθηναϊκό λαό ενώπιον των Ελλήνων. Μη θυμίζετε τις αγιάτρευτες και ανεπανόρθωτες συμφορές στους ταλαίπωρους Θηβαίους, που, εξορισμένοι εξαιτίας του Δημοσθένη, τους έχετε δεχτεί στην πόλη σας, των οποίων τα ιερά, τα παιδιά και τους τάφους των πατέρων τους αφάνισε ο χρηματισμός του Δημοσθένη και το χρυσάφι του Πέρση βασιλιά. [157] Επειδή όμως δεν ήσασταν αυτόπτες μάρτυρες στις συμφορές των Θηβαίων, μεταφερθείτε σ᾽ αυτές με τη φαντασία σας τουλάχιστον. Φανταστείτε πως βλέπετε να κυριεύεται η πόλη τους, να κατασκάπτονται τα τείχη τους, να καίγονται σπίτια, να σύρονται στη σκλαβιά γυναίκες και παιδιά, γέροι και γριές, ελεύθεροι μέχρι χθες, να κλαίνε και να σας ικετεύουν, να οργίζονται όχι με τους βασανιστές τους αλλά με τους υπεύθυνους των συμφορών τους και να σας παρακαλούν να μη στεφανώσετε με κανέναν τρόπο την κατάρα της Ελλάδας, αλλά να προφυλαχτείτε από τον δαίμονα και την τύχη που ακολουθεί από κοντά αυτόν τον άνθρωπο. [158] Γιατί κανένας ποτέ μέχρι σήμερα, ούτε πόλη ούτε απλός πολίτης που είχε σύμβουλο τον Δημοσθένη δεν είχε καλό τέλος. Εσείς, πολίτες Αθηναίοι, δεν ντρέπεστε, που, ενώ για τους πορθμείς που περνούν τον κόσμο στη Σαλαμίνα ψηφίσατε νόμο, εάν κάποιος από αυτούς, έστω και άθελά του, αναποδογυρίσει το πλοίο μέσα στο στενό, να μην του επιτρέπεται να συνεχίσει το επάγγελμα του πορθμέα, και αυτό για να μην αυτοσχεδιάζει κανείς σε βάρος της ζωής των Ελλήνων, θα αφήσετε αυτόν, που έχει ανατρέψει άρδην την Ελλάδα και την πόλη μας, να διευθύνει πάλι τα κοινά;
|