Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΛΟΓΓΟΣ
Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (2.24.1-2.26.5)
[2.24.1] Τοιαῦτα ἰδὼν καὶ ἀκούσας Δάφνις ἀναπηδήσας τῶν ὕπνων καὶ κοινῇ ὑφ᾽ ἡδονῆς καὶ λύπης δακρύων τὰ ἀγάλματα τῶν Νυμφῶν προσεκύνει καὶ ἐπηγγέλλετο σωθείσης Χλόης θύσειν τῶν αἰγῶν τὴν ἀρίστην. [2.24.2] Δραμὼν δὲ καὶ ἐπὶ τὴν πίτυν, ἔνθα τὸ τοῦ Πανὸς ἄγαλμα ἵδρυτο τραγοσκελές, κερασφόρον, τῇ μὲν σύριγγα τῇ δὲ τράγον πηδῶντα κατέχον, κἀκεῖνον προσεκύνει καὶ ηὔχετο ὑπὲρ τῆς Χλόης καὶ τράγον θύσειν ἐπηγγέλλετο. [2.24.3] Καὶ μόλις ποτὲ περὶ ἡλίου καταφορὰς παυσάμενος δακρύων καὶ εὐχῶν, ἀράμενος τὰς φυλλάδας, ἃς ἔκοψεν, ἐπανῆλθεν εἰς τὴν ἔπαυλιν, καὶ τοὺς ἀμφὶ τὸν Λάμωνα πένθους ἀπαλλάξας, εὐφροσύνης ἐμπλήσας, [2.24.4] τροφῆς τε ἐγεύσατο καὶ εἰς ὕπνον ὥρμησεν οὐδὲ τοῦτον ἄδακρυν, ἀλλ᾽ εὐχόμενος μὲν αὖθις τὰς Νύμφας ὄναρ ἰδεῖν, εὐχόμενος δὲ τὴν ἡμέραν γενέσθαι ταχέως, ἐν ᾗ Χλόην ἐπηγγείλαντο αὐτῷ. Νυκτῶν πασῶν ἐκείνη ἔδοξε μακροτάτη γεγονέναι· ἐπράχθη δὲ ἐπ᾽ αὐτῆς τάδε. |
[2.24.1] Βλέποντας κι ακούγοντας τούτα ο Δάφνης πετάχτηκε απ᾽ τον ύπνο και, δακρύζοντας από χαρά και λύπη συνάμα, προσκύνησε τ᾽ αγάλματα των Νυμφών και τους έταξε, αν σωζόταν η Χλόη, να τους θυσιάσει την καλύτερή του γίδα. [2.24.2] Κατόπι έτρεξε στην κουκουναριά όπου ένα άγαλμα παράσταινε τον Πάνα, τραγοπόδη και με κέρατα, να κρατάει με το ᾽να χέρι φλογέρα και με τ᾽ άλλο έναν τράγο πηδηχτό· προσκύνησε και τούτον, προσευχήθηκε για τη Χλόη κι υποσχέθηκε να του θυσιάσει έναν τράγο. [2.24.3] Μόλις κατά το ηλιοβασίλεμα άφησε τα δάκρυα και τις προσευχές, μάζεψε τις φυλλωσιές που είχε κόψει και ξαναγύρισε στο σπίτι. Ο Λάμων και οι άλλοι, που τον έκλαιγαν κιόλας, ησύχασαν, [2.24.4] κι ο Δάφνης έφαγε και πλάγιασε να κοιμηθεί. Μήτε και τώρα ωστόσο δε στέρεψαν τα δάκρυά του· προσευχόταν να δει ξανά τις Νύμφες στ᾽ όνειρό του και να ξημερώσει γρήγορα η μέρα όπου του ᾽χαν τάξει ότι θα ξανάβλεπε τη Χλόη. Εκείνη τη νύχτα, που του φάνηκε πιο ατέλειωτη από κάθε άλλη, έγιναν τ᾽ ακόλουθα: |