91. Ο Ερμής και ο Τειρεσίας. [91.1] Μια φορά ο Ερμής το έβαλε σκοπό να δοκιμάσει τις μαντικές ικανότητες του Τειρεσία, για να εξακριβώσει αν οι προφητείες του βγαίνουν αληθινές. Έκλεψε, που λέτε, τα βόδια του μάντη από τα χωράφια, και μετά πήρε ανθρώπινη μορφή και πήγε να βρει τον Τειρεσία στην πόλη, ζητώντας φιλοξενία στο σπίτι του. Πάνω στην ώρα κατέφτασαν άνθρωποι και ανακοίνωσαν στον Τειρεσία ότι το ζευγάρι τα βόδια του είχαν γίνει άφαντα. Τότε ο μάντης πήρε μαζί του τον Ερμή και βγήκε στα περίχωρα της πόλης, για να εξετάσει κανέναν οιωνό σχετικά με την κλοπή. Γι᾽ αυτό έδωσε οδηγίες στον φιλοξενούμενό του, αν δει κανένα πουλί εκεί γύρω, να του το περιγράψει. Στην αρχή, λοιπόν, ο Ερμής παρατήρησε έναν αετό που πετούσε κοντά τους, με κατεύθυνση από τα αριστερά προς τα δεξιά, και ενημέρωσε τον Τειρεσία. Ο μάντης όμως είπε πως αυτό το σημάδι ήταν τελείως άσχετο με τη δική τους υπόθεση. Ύστερα, ο θεός πρόσεξε μια κουρούνα που είχε κουρνιάσει πάνω σε κάποιο δέντρο: το πουλί πότε έστρεφε το βλέμμα του προς τα πάνω και πότε έσκυβε κάτω προς τη γη. Ο Ερμής τα φανέρωσε όλα αυτά στον Τειρεσία, οπότε ο μάντης τον άδραξε και του είπε: «Χα χα! Η κουρούνα αυτή ορκίζεται στον ουρανό και στη γη ότι από σένα εξαρτάται — άμα το θέλεις εσύ, θα τα πάρω πίσω τα βόδια μου». Αυτός ο μύθος μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν αναφέρεται κανείς σε κάποιον κλέφτη. 92. Η οχιά και η νεροφίδα. [92.1] Ήταν μια οχιά που το είχε συνήθειο να πηγαίνει σε ορισμένη κρήνη και να πίνει από εκεί. Μέσα στην κρήνη, ωστόσο, ζούσε ένα νερόφιδο, που έφερνε πάντα εμπόδια στην οχιά. Θύμωνε μάλιστα που η λεγάμενη δεν αρκούνταν να βόσκει στα δικά της μέρη παρά είχε την αξίωση να εισβάλλει και στη δική του επικράτεια. Έτσι, όσο περνούσε ο καιρός, οι καυγάδες τους γίνονταν όλο και πιο σφοδροί. Στο τέλος, λοιπόν, συμφώνησαν να μονομαχήσουν μεταξύ τους και ο νικητής να έχει το προνόμιο να νέμεται και τα νερά και την ξηρά. Όρισαν επίσης ημερομηνία για τον αγώνα. Τότε, που λέτε, τα βατράχια, από μίσος για το νερόφιδο, πήγαν να βρουν την οχιά και της έδιναν θάρρος· αράδιαζαν κιόλας υποσχέσεις ότι θα συμμαχούσαν και τα ίδια μαζί της. Με τα πολλά, έφτασε η μέρα της μονομαχίας, και η οχιά βάλθηκε να παλεύει ενάντια στο νερόφιδο. Τα βατράχια κόαζαν βέβαια δυνατά, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο πέρα από αυτό. Τελικά νίκησε η οχιά, πλην όμως κατόπιν έκανε δριμύτατα παράπονα στα βατράχια: ακούς εκεί, την είχαν φλομώσει με τόσες υποσχέσεις να πολεμήσουν στο πλευρό της, και αντί για αυτό, όχι μόνο δεν της έδωσαν χέρι βοήθειας αλλά κάθονταν και τραγουδούσαν από πάνω. Όμως τα βατράχια τής αποκρίθηκαν: «Μα δεν κατάλαβες καλά, βρε ανόητη. Η δική μας συμμαχία συνίσταται αποκλειστικά και μόνο στις κραυγές. Ποτέ δεν σου είπαμε ότι θα σε συντρέξουμε με τα χέρια!». Το δίδαγμα του μύθου: Εκεί όπου χρειάζεται να βάλει κανείς ένα χέρι, βοήθεια που εξαντλείται στα λόγια δεν αποφέρει κανένα όφελος. 93. Το σκυλάκι και ο αφέντης του. [93.1] Ήταν κάποιος άνθρωπος που είχε στην κατοχή του ένα σκυλάκι Μάλτας και έναν γάιδαρο. Όπως ήταν φυσικό, συνέχεια έπαιζε με το σκυλάκι και το κανάκευε· και μάλιστα, όσες φορές έβγαινε έξω για δείπνο, του έφερνε κανένα καλό κομμάτι και του το έριχνε, έτσι όπως έτρεχε το σκυλί να τον προϋπαντήσει κουνώντας την ουρά του. Ο γάιδαρος βέβαια ζήλεψε με όλα αυτά. Γι᾽ αυτό κάποια φορά έτρεξε και ο ίδιος να κάνει υποδοχή· μονάχα που αυτός ο άγαρμπος, έτσι όπως τίναζε τα κανιά του, έδωσε τελικά μια γερή κλοτσιά στο αφεντικό του. Αποτέλεσμα: ο άνθρωπος αγανάκτησε και έδωσε εντολή να ξυλοφορτώσουν τον γάιδαρο και κατόπιν να τον πάρουν από εκεί και να τον δέσουν γερά στο παχνί. Το δίδαγμα του μύθου: Δεν είμαστε όλοι κατάλληλοι για τις ίδιες δουλειές. 94. Τα δύο σκυλιά. [94.1] Ήταν ένας άνθρωπος που είχε δύο σκυλιά. Το ένα από αυτά, που λέτε, το εκπαίδευε για το κυνήγι, ενώ το άλλο το έβαλε φύλακα του σπιτιού. Έτσι λοιπόν, όποτε έβγαινε το λαγωνικό να κυνηγήσει και έπιανε κανένα θήραμα, ο αφέντης έριχνε μια μερίδα από το κρέας και στον άλλο σκύλο. Το κυνηγόσκυλο, βέβαια, εξοργιζόταν με αυτό, και μια φορά ξέσπασε σε πικρά παράπονα ενάντια στον σύντροφό του: «Εγώ», έλεγε, «βγαίνω έξω και κοπιάζω κάθε μέρα σαν το σκυλί, ενώ εσύ κάθεσαι χωρίς να κάνεις τίποτε και απολαμβάνεις τους δικούς μου κόπους». Όμως ο άλλος σκύλος τού αποκρίθηκε: «Μα τί, δικό μου είναι το φταίξιμο για όλα αυτά; Όχι βέβαια — το αφεντικό τα φταίει. Εκείνος με έμαθε να τεμπελιάζω και να τρέφομαι από τον μόχθο των άλλων». Το ίδιο ισχύει και για τα παιδιά: Τα νωθρά δεν πρέπει να τα ψέγει κανείς. Το φταίξιμο είναι των γονιών, αν τα παρακινούν οι ίδιοι σε τέτοια συμπεριφορά. 95. Η οχιά και η λίμα. [95.1] Ήταν μια οχιά που τρύπωσε μέσα στο εργαστήριο κάποιου χαλκωματά και ζητιάνευε ελεημοσύνη από τα διάφορα σύνεργα. Όλα τους της έδωσαν διάφορα πράγματα, μέχρι που έφτασε και στη λίμα και την παρακαλούσε να της χαρίσει και αυτή κατιτί. Εντούτοις, η λίμα τής έκοψε τη φόρα και αποκρίθηκε: «Καλά, τόσο ντιπ χαζή είσαι και νομίζεις ότι μπορείς να αποσπάσεις τίποτε από μένα; Εγώ, μάτια μου, δεν συνηθίζω να δίνω πράγματα, αλλά να παίρνω από όλους». Το δίδαγμα του μύθου: Ματαιοπονούν όσοι περιμένουν πως θα κερδίσουν το παραμικρό από τους τσιγκούνηδες.
|