Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Τίμων ἢ Μισάνθρωπος (56-58)

ΘΡΑΣΥΚΛΗΣ
[56] Οὐ κατὰ ταὐτά, ὦ Τίμων, τοῖς πολλοῖς τούτοις ἀφῖγμαι, ὥσπερ οἱ τὸν πλοῦτόν σου τεθηπότες ἀργυρίου καὶ χρυσίου καὶ δείπνων πολυτελῶν ἐλπίδι συνδεδραμήκασι, πολλὴν τὴν κολακείαν ἐπιδειξόμενοι πρὸς ἄνδρα οἷον σὲ ἁπλοϊκὸν καὶ τῶν ὄντων κοινωνικόν· οἶσθα γὰρ ὡς μᾶζα μὲν ἐμοὶ δεῖπνον ἱκανόν, ὄψον δὲ ἥδιστον θύμον ἢ κάρδαμον ἢ εἴ ποτε τρυφῴην, ὀλίγον τῶν ἁλῶν· ποτὸν δὲ ἡ ἐννεάκρουνος· ὁ δὲ τρίβων οὗτος ἧς βούλει πορφυρίδος ἀμείνων. τὸ χρυσίον μὲν γὰρ οὐδὲν τιμιώτερον τῶν ἐν τοῖς αἰγιαλοῖς ψηφίδων μοι δοκεῖ. σοῦ δὲ αὐτοῦ χάριν ἐστάλην, ὡς μὴ διαφθείρῃ σε τὸ κάκιστον τοῦτο καὶ ἐπιβουλότατον κτῆμα ὁ πλοῦτος, ὁ πολλοῖς πολλάκις αἴτιος ἀνηκέστων συμφορῶν γεγενημένος· εἰ γάρ μοι πείθοιο, μάλιστα ‹μὲν› ὅλον ἐς τὴν θάλατταν ἐμβαλεῖς αὐτὸν οὐδὲν ἀναγκαῖον ἀνδρὶ ἀγαθῷ ὄντα καὶ τὸν φιλοσοφίας πλοῦτον ὁρᾶν δυναμένῳ· μὴ μέντοι ἐς βάθος, ὦγαθέ, ἀλλ᾽ ὅσον ἐς βουβῶνας ἐπεμβὰς ὀλίγον πρὸ τῆς κυματωγῆς, ἐμοῦ ὁρῶντος μόνου· [57] εἰ δὲ μὴ τοῦτο βούλει, σὺ δὲ ἄλλον τρόπον ἀμείνω κατὰ τάχος ἐκφόρησον αὐτὸν ἐκ τῆς οἰκίας μηδ᾽ ὀβολὸν αὑτῷ ἀνείς, διαδιδοὺς ἅπασι τοῖς δεομένοις, ᾧ μὲν πέντε δραχμάς, ᾧ δὲ μνᾶν, ᾧ δὲ ἡμιτάλαντον· εἰ δέ τις φιλόσοφος εἴη, διμοιρίαν ἢ τριμοιρίαν φέρεσθαι δίκαιος· ἐμοὶ δέ —καίτοι οὐκ ἐμαυτοῦ χάριν αἰτῶ, ἀλλ᾽ ὅπως μεταδῶ τῶν ἑταίρων τοῖς δεομένοις— ἱκανὸν εἰ ταυτηνὶ τὴν πήραν ἐμπλήσας παράσχοις οὐδὲ ὅλους δύο μεδίμνους χωροῦσαν Αἰγινητικούς. ὀλιγαρκῆ δὲ καὶ μέτριον χρὴ εἶναι τὸν φιλοσοφοῦντα καὶ μηδὲν ὑπὲρ τὴν πήραν φρονεῖν.
ΤΙΜΩΝ
Ἐπαινῶ ταῦτά σου, ὦ Θρασύκλεις· πρὸ δ᾽ οὖν τῆς πήρας, εἰ δοκεῖ, φέρε σοι τὴν κεφαλὴν ἐμπλήσω κονδύλων ἐπιμετρήσας τῇ δικέλλῃ.
ΘΡΑΣΥΚΛΗΣ
Ὦ δημοκρατία καὶ νόμοι, παιόμεθα ὑπὸ τοῦ καταράτου ἐν ἐλευθέρᾳ τῇ πόλει.
ΤΙΜΩΝ
Τί ἀγανακτεῖς, ὦγαθέ; μῶν παρακέκρουσμαί σε; καὶ μὴν ἐπεμβαλῶ χοίνικας ὑπὲρ τὸ μέτρον τέτταρας. ἀλλὰ τί τοῦτο; [58] πολλοὶ συνέρχονται· Βλεψίας ἐκεῖνος καὶ Λάχης καὶ Γνίφων καὶ ὅλον τὸ σύνταγμα τῶν οἰμωξομένων. ὥστε τί οὐκ ἐπὶ τὴν πέτραν ταύτην ἀνελθὼν τὴν μὲν δίκελλαν ὀλίγον ἀναπαύω πάλαι πεπονηκυῖαν, αὐτὸς δὲ ὅτι πλείστους λίθους συμφορήσας ἐπιχαλαζῶ πόρρωθεν αὐτούς;
ΒΛΕΨΙΑΣ
Μὴ βάλλε, ὦ Τίμων· ἄπιμεν γάρ.
ΤΙΜΩΝ
Ἀλλ᾽ οὐκ ἀναιμωτί γε ὑμεῖς οὐδὲ ἄνευ τραυμάτων.

ΘΡΑΣΥΚΛΗΣ
[56] Δεν έχω έρθει, Τίμων, για τους ίδιους λόγους που ήρθαν αυτοί οι πολλοί. Όπως έτρεξαν για παράδειγμα αυτοί που θαυμάζουν τα πλούτη σου περιμένοντας ασήμι και χρυσάφι και δείπνα πλούσια, για να πουν πολλές κολακείες σ᾽ έναν άνθρωπο, όπως εσύ, απλό και ανοιχτοχέρη. Ξέρεις βέβαια ότι το κριθαρόψωμο για εμένα είναι δείπνο αρκετό, προσφάγι νοστιμότατο το θυμάρι ή το κάρδαμο και, όταν κάποτε το ρίχνω στην τρυφή, του βάζω και λίγο αλάτι. Πιοτό μου η Εννεάκρουνος. Και αυτό το τριβώνιο καλύτερο από όποια θέλεις πορφύρα. Το χρυσάφι πάλι καθόλου πιο πολύτιμο από τα χαλίκια του γιαλού. Αλλά κουβαλήθηκα μόνο για χάρη σου, για να μη σε διαφθείρει το πιο κακό και καταστρεπτικό πράγμα, ο πλούτος, που πολλές φορές σε πολλούς στάθηκε αίτια αγιάτρευτων συμφορών. Εάν λοιπόν πειστείς σ᾽ εμένα, σίγουρα θα τον πετάξεις όλον στη θάλασσα, διότι καθόλου δεν είναι αναγκαίος για έναν άνθρωπο αγαθό, που μπορεί να καταλάβει τον πλούτο της φιλοσοφίας. Μην τον ρίξεις όμως βαθιά, καλέ μου, αλλά μόλις μπεις ώς τη μέση στο νερό, λίγο πιο πέρα από την ακτή και να σε βλέπω μόνο εγώ. [57] Και αν αυτό δε σου αρέσει, εσύ με άλλο τρόπο καλύτερο γρήγορα σύρε τον έξω από το σπίτι σου, χωρίς να αφήσεις για τον εαυτό σου ούτε οβολό. Μοίρασέ τον σε όλους που έχουν ανάγκη, σε άλλον πέντε δραχμές, σε άλλον μία μνα, σε άλλον μισό τάλαντο. Εάν μάλιστα κανείς είναι φιλόσοφος, είναι δίκαιο να πάρει διπλό ή τριπλό μερίδιο. Και σ᾽ εμένα —αν και δε ζητώ για τον εαυτό μου, αλλά για να δώσω σε φίλους, που έχουν ανάγκη— φτάνει να μου γεμίσεις τούτο το ταγάρι, που καλά καλά δε χωρά ούτε δύο Αιγινητικούς μεδίμνους. Πρέπει ο φιλόσοφος να είναι ολιγαρκής και μετριόφρων και να μη σκέπτεται τίποτε πέρα από το ταγάρι του.
ΤΙΜΩΝ
Σε επαινώ για τούτα, Θρασυκλή. Πριν όμως από το ταγάρι έλα, αν θέλεις, να σου γεμίσω το κεφάλι γροθιές και να σου δώσω και από πάνω άλλες με τη δικέλλα.
ΘΡΑΣΥΚΛΗΣ
Ω δημοκρατία και νόμοι, σε ελεύθερη πόλη δεχόμαστε χτυπήματα από τον καταραμένο.
ΤΙΜΩΝ
Τί αγανακτείς, καλέ μου; Μήπως σε έχω ξεγελάσει; Μα θα προσθέσω τέσσερις χοίνικες επί πλέον. Μα τί είναι αυτό; [58] Έρχονται πολλοί μαζί. Ο Βλεψίας εκείνος και ο Λάχης και ο Γνίφων και όλο το σύνταγμα που θα βογκήξουν. Γιατί λοιπόν να μην ανέβω σ᾽ αυτόν το βράχο και να ξεκουράσω το δικέλλι μου, που από καιρό έχει κουραστεί, και να μαζέψω ο ίδιος όσο γίνεται πιο πολλές πέτρες και να τους πετροβολήσω από μακριά;
ΒΛΕΨΙΑΣ
Μη βαράς, Τίμων. Θα φύγουμε.
ΤΙΜΩΝ
Αλλ᾽ όχι χωρίς αίματα, μήτε χωρίς τραύματα.