18. Ο ΚΑΧΥΠΟΠΤΟΣ [18.1] [Χωρίς αμφιβολία η καχυποψία είναι η υπόνοια που έχει κανείς ότι όλοι τον εξαπατούν,] [18.2] ενώ ο καχύποπτος το είδος του ανθρώπου που αφού στείλει το δούλο του να κάνει ψώνια, στέλνει έναν άλλο δούλο για να μάθει πόσα πλήρωσε ο πρώτος. [18.3] Τα χρήματά του τα κουβαλά ο ίδιος και κάθε διακόσια μέτρα κάθεται και μετρά πόσα είναι. [18.4] Ρωτά τη γυναίκα του, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, αν έχει κλείσει το χρηματοκιβώτιο, αν έχει σφραγίσει τη σκευοθήκη και αν έχει περαστεί το μάνταλο στην αυλόπορτα. Όμως, ακόμη κι αν εκείνη πει «ναι», αυτός ούτως ή άλλως σηκώνεται γυμνός από τα στρώματα, ανάβει ξυπόλυτος το λυχνάρι και κάνει ένα γύρο για να τα ελέγξει όλα αυτά. Και μ᾽ αυτόν τον τρόπο μόλις που καταφέρνει να κοιμηθεί. [18.5] Από ανθρώπους που του χρωστάν χρήματα ζητά τους τόκους με συνοδεία μαρτύρων, ώστε να μην μπορούν να αρνηθούν (ότι τους ζητήθηκαν τα χρήματα). [18.6] Είναι ικανός να δώσει το φόρεμά του όχι σ᾽ εκείνον τον καθαριστή που θα κάνει την καλύτερη δουλειά, αλλά σ᾽ εκείνον που τυχόν διαθέτει αξιόπιστο εγγυητή. [18.7] Όταν έρθει κανείς να του ζητήσει ποτήρια, το πιθανότερο είναι να μην του τα δώσει. Αν όμως πρόκειται για κάποιον οικείο του ή για κάποιο συγγενή, θα τα δώσει, αφού κάνει τα πάντα, εκτός από το να δοκιμάσει στη φωτιά τη σύσταση των ποτηριών και να ζυγίσει το βάρος τους, και αφού κοντέψει να λάβει ακόμη και εγγυητή. [18.8] Το δούλο, ο οποίος τον συνοδεύει, τον διατάζει να μη βαδίζει πίσω του αλλά μπροστά, για να τον προσέχει μήπως και αποδράσει στην πορεία. [18.9] Σ᾽ εκείνους που αγόρασαν κάτι απ᾽ αυτόν και του λένε «Υπολόγισε το ποσό και σημείωσέ το στο λογαριασμό μου. Δεν ευκαιρώ προς το παρόν», απαντά: «Μη νοιάζεσαι. Γιατί εγώ θα σε συνοδεύσω μέχρι να ευκαιρήσεις».
|