Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πρωταγόρας (337a-338b)

[337a] Εἰπόντος δὲ αὐτοῦ ταῦτα, ὁ Πρόδικος, Καλῶς μοι, ἔφη, δοκεῖς λέγειν, ὦ Κριτία· χρὴ γὰρ τοὺς ἐν τοιοῖσδε λόγοις παραγιγνομένους κοινοὺς μὲν εἶναι ἀμφοῖν τοῖν διαλεγομένοιν ἀκροατάς, ἴσους δὲ μή — ἔστιν γὰρ οὐ ταὐτόν· κοινῇ μὲν γὰρ ἀκοῦσαι δεῖ ἀμφοτέρων, μὴ ἴσον δὲ νεῖμαι ἑκατέρῳ, ἀλλὰ τῷ μὲν σοφωτέρῳ πλέον, τῷ δὲ ἀμαθεστέρῳ ἔλαττον. ἐγὼ μὲν καὶ αὐτός, ὦ Πρωταγόρα τε καὶ Σώκρατες, ἀξιῶ ὑμᾶς συγχωρεῖν καὶ ἀλλήλοις περὶ τῶν λόγων ἀμφισβητεῖν μέν, [337b] ἐρίζειν δὲ μή —ἀμφισβητοῦσι μὲν γὰρ καὶ δι᾽ εὔνοιαν οἱ φίλοι τοῖς φίλοις, ἐρίζουσιν δὲ οἱ διάφοροί τε καὶ ἐχθροὶ ἀλλήλοις— καὶ οὕτως ἂν καλλίστη ἡμῖν ἡ συνουσία γίγνοιτο· ὑμεῖς τε γὰρ οἱ λέγοντες μάλιστ᾽ ἂν οὕτως ἐν ἡμῖν τοῖς ἀκούουσιν εὐδοκιμοῖτε καὶ οὐκ ἐπαινοῖσθε—εὐδοκιμεῖν μὲν γὰρ ἔστιν παρὰ ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀκουόντων ἄνευ ἀπάτης, ἐπαινεῖσθαι δὲ ἐν λόγῳ πολλάκις παρὰ δόξαν ψευδομένων— [337c] ἡμεῖς τ᾽ αὖ οἱ ἀκούοντες μάλιστ᾽ ἂν οὕτως εὐφραινοίμεθα, οὐχ ἡδοίμεσθα — εὐφραίνεσθαι μὲν γὰρ ἔστιν μανθάνοντά τι καὶ φρονήσεως μεταλαμβάνοντα αὐτῇ τῇ διανοίᾳ, ἥδεσθαι δὲ ἐσθίοντά τι ἢ ἄλλο ἡδὺ πάσχοντα αὐτῷ τῷ σώματι.
Ταῦτα οὖν εἰπόντος τοῦ Προδίκου πολλοὶ πάνυ τῶν παρόντων ἀπεδέξαντο· μετὰ δὲ τὸν Πρόδικον Ἱππίας ὁ σοφὸς εἶπεν, Ὦ ἄνδρες, ἔφη, οἱ παρόντες, ἡγοῦμαι ἐγὼ ὑμᾶς συγγενεῖς τε καὶ οἰκείους καὶ πολίτας ἅπαντας εἶναι [337d] —φύσει, οὐ νόμῳ· τὸ γὰρ ὅμοιον τῷ ὁμοίῳ φύσει συγγενές ἐστιν, ὁ δὲ νόμος, τύραννος ὢν τῶν ἀνθρώπων, πολλὰ παρὰ τὴν φύσιν βιάζεται— ἡμᾶς οὖν αἰσχρὸν τὴν μὲν φύσιν τῶν πραγμάτων εἰδέναι, σοφωτάτους δὲ ὄντας τῶν Ἑλλήνων, καὶ κατ᾽ αὐτὸ τοῦτο νῦν συνεληλυθότας τῆς τε Ἑλλάδος εἰς αὐτὸ τὸ πρυτανεῖον τῆς σοφίας καὶ αὐτῆς τῆς πόλεως εἰς τὸν μέγιστον καὶ ὀλβιώτατον οἶκον τόνδε, μηδὲν τούτου τοῦ [337e] ἀξιώματος ἄξιον ἀποφήνασθαι, ἀλλ᾽ ὥσπερ τοὺς φαυλοτάτους τῶν ἀνθρώπων διαφέρεσθαι ἀλλήλοις. ἐγὼ μὲν οὖν καὶ δέομαι καὶ συμβουλεύω, ὦ Πρωταγόρα τε καὶ Σώκρατες, συμβῆναι ὑμᾶς ὥσπερ ὑπὸ διαιτητῶν ἡμῶν συμβιβαζόντων [338a] εἰς τὸ μέσον, καὶ μήτε σὲ τὸ ἀκριβὲς τοῦτο εἶδος τῶν διαλόγων ζητεῖν τὸ κατὰ βραχὺ λίαν, εἰ μὴ ἡδὺ Πρωταγόρᾳ, ἀλλ᾽ ἐφεῖναι καὶ χαλάσαι τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις, ἵνα μεγαλοπρεπέστεροι καὶ εὐσχημονέστεροι ἡμῖν φαίνωνται, μήτ᾽ αὖ Πρωταγόραν πάντα κάλων ἐκτείναντα, οὐρίᾳ ἐφέντα, φεύγειν εἰς τὸ πέλαγος τῶν λόγων ἀποκρύψαντα γῆν, ἀλλὰ μέσον τι ἀμφοτέρους τεμεῖν. ὣς οὖν ποιήσετε, καὶ πείθεσθέ μοι ῥαβδοῦχον καὶ ἐπιστάτην καὶ πρύτανιν ἑλέσθαι ὃς ὑμῖν [338b] φυλάξει τὸ μέτριον μῆκος τῶν λόγων ἑκατέρου.

β) Παρέμβαση του Πρόδικου και του Ιππία.
[337a] Πάνω σ᾽ αυτά είπε ο Πρόδικος: Σα να μη μας τα λες και άσχημα, Κριτία· γιατί όσοι παρακολουθούν τέτοιες συζητήσεις πρέπει να είναι αμερόληπτοι, όχι όμως ίσοι απέναντι στους δυο συζητητές· γιατί άλλο το ένα κι άλλο το άλλο. Πρέπει δηλαδή να τους ακούνε αμερόληπτα, αλλά να μη δίνουν την ίδια αξία στον καθένα τους, παρά μεγαλύτερη στο σοφότερο, μικρότερη στον κατώτερο. Πάντως και ο ίδιος σας ζητώ τη χάρη, Πρωταγόρα και Σωκράτη, να μας κάνετε μια παραχώρηση — να διαφωνείτε βέβαια πάνω στη συζήτηση μεταξύ σας, [337b] αλλά να μην καβγαδίζετε· γιατί διαφωνούν οι φίλοι με τους φίλους και από αγάπη, καβγαδίζουν όμως αυτοί που έχουν διαφορές και έχθρα ανάμεσά τους. Μ᾽ αυτό τον τρόπο η συγκέντρωσή μας θα είχε μια ομορφιά μοναδική. Γιατί από μέρους σας εσείς οι συζητητές θα κερδίζατε έτσι την εκτίμηση όλων μας που σας ακούμε, κι όχι τα παινέματα, αφού εκτίμηση είναι κάτι που δημιουργείται μες στην ψυχή του ακροατή και δεν έχει σκοπό το ξεγέλασμα· τα παινέματα όμως προέρχονται πολλές φορές από ανθρώπους που λένε ψέματα, ενώ έχουν διαφορετική γνώμη. [337c] Απ᾽ τη μεριά μας πάλι εμείς οι ακροατές τότε θα νιώθουμε τη μεγαλύτερη ευφροσύνη — δε λέω απόλαυση· γιατί ευφροσύνη νιώθουμε όταν μαθαίνουμε κάτι, όταν η διάνοιά μας δέχεται μια καινούρια ιδέα, ενώ απόλαυση όταν τρώμε κάτι ή το σώμα μας δοκιμάζει κάποιο άλλο ηδονικό αίσθημα.
Πάρα πολλοί από τη συντροφιά παινέσανε τα λόγια αυτά του Προδίκου. Μετά τον Πρόδικο πήρε το λόγο ο Ιππίας ο σοφός και είπε: Άνθρωποι της συντροφιάς, εγώ σας θεωρώ όλους συγγενείς και φίλους και συμπολίτες — [337d] μας συνδέει η φύση, όχι ο νόμος· γιατί η φύση συνδέει με συγγένεια το όμοιο με το όμοιο, ενώ ο νόμος, των ανθρώπων ο δυνάστης, συχνά επιβάλλει με τη βία σχέσεις, που δεν τις ανέχεται η φύση. Εμείς λοιπόν και τη φύση των πραγμάτων γνωρίζουμε και των Ελλήνων οι σοφότατοι είμαστε — κι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που τώρα βρισκόμαστε συγκεντρωμένοι εδώ, στο πρυτανείο της σοφίας της Ελλάδας, και μάλιστα σ᾽ αυτό το αρχοντικό, το λαμπρότατο και πλουσιότατο της πολιτείας. Ντροπή μας λοιπόν να μην παρουσιάζουμε τίποτα [337e] αντάξιο της τιμής αυτής που μας γίνεται, αλλά να λογοφέρνουμε μεταξύ μας, όπως οι τιποτένιοι των τιποτένιων. Λοιπόν, Πρωταγόρα και Σωκράτη, σας παρακαλώ και σας συμβουλεύω να βρείτε μια συμβιβαστική λύση ανάμεσά σας, την ώρα που εμείς σαν διαιτητές προσπαθούμε να σας συμβιβάσουμε. [338a] Εσύ μην επιμένεις σ᾽ αυτή την αυστηρή μορφή του διαλόγου —η συντομία της ξεπερνά τα όρια— μια και αυτό εκνευρίζει τον Πρωταγόρα, αλλά δώσε ελευθερία, χαλάρωσε τα χαλινάρια του λόγου, για να ξεδιπλωθεί με περισσότερη μεγαλοπρέπεια και ομορφιά μπροστά στα μάτια μας· κι ο Πρωταγόρας απ᾽ τη μεριά του να μην απλώνει στον άνεμο όλα τα πανιά του —ο πρίμος τιμονιέρης— και να μη χύνεται σε πέλαγα απεραντολογίας, χάνοντας τη στεριά από τα μάτια του. Ας συμφωνήσουν και οι δυο τους σε μια ενδιάμεση γραμμή πορείας. Αυτό να κάνετε, κι αν δέχεστε τη συμβουλή μου, διαλέξτε ένα διαιτητή, έναν επόπτη, έναν ελλανοδίκη που να ᾽χει το νου του, [338b] ώστε και του ενός και του άλλου τα λόγια να έχουν το μάκρος που ταιριάζει.