ΙΟΚ. Για το Θεό, πες, βασιλιά, και μένα
τί ᾽ναι π᾽ άναψε τόσο το θυμό σου.
700ΟΙΔ. Θα σου το πω, γιατί, γυναίκα, εσένα
τιμώ απ᾽ τους άλλους πιότερο, να μάθεις
τί ο Κρέοντας μηχανεύτηκε για μένα.
ΙΟΚ. Λέγε να ιδώ αν αληθινά έχεις δίκιο
γι᾽ αυτή την κατηγόρια που του ρίχτεις.
ΟΙΔ. Εγώ φονιάς του Λάιου λέει πως είμαι.
ΙΟΚ. Ο ίδιος το ξέρει, ή τα ᾽χει ακούσει απ᾽ άλλους;
ΟΙΔ. Έναν κακούργο μου ᾽χε στείλει μάντη,
γιατ᾽ όσο για τον ίδιο, αυτός φυλάει
ολωσδιόλου ελεύθερο το στόμα.
ΙΟΚ. Λοιπόν εσύ γι᾽ αυτά που λες ξεγνοιάσου
κι άκουσ᾽ εμένα· μάθε πως δε θα ᾽βρεις
ψυχή στον κόσμο που να ᾽χει το δώρο
της μαντοσύνης· και θενα σου φέρω
710απόδειξη γι᾽ αυτό με λίγα λόγια:
Ήρθε χρησμός έναν καιρό στο Λάιο,
δε λέω από τον Απόλλωνα τον ίδιο,
μ᾽ από τους υπηρέτες του, πως θα ᾽ταν
η μοίρα του να σκοτωθεί απ᾽ το γιο του
που απ᾽ αυτόν κι από μένα θα γεννιόταν·
και μολαταύτα εκείνον τον σκοτώνουν
ξένοι ληστές, καθώς ακούσαμε όλοι,
σε τριπλό δρόμο αμαξιτό μια μέρα·
και το παιδί, δεν πέρασαν τρεις μέρες
πού ηρθε στο φως, και δένοντάς το εκείνος
απ᾽ των ποδιών τις κλείδωσες, σ᾽ ένα έρμο
το πέταξε βουνό με ξένα χέρια.
720Κι έτσι ο Φοίβος δεν το ᾽φερε σε τέλος
ούτε ο Λάιος —πράγμα φριχτό που τόσο
φοβόντανε— να σκοτωθεί απ᾽ το γιο του,
ούτε ο γιος του να σκοτώσει τον πατέρα.
Αυτά είχαν των χρησμών τα λόγια ορίσει,
κι εσύ καθόλου μην τους λογαριάζεις,
γιατ᾽ ό,τι βρίσκει ο Θεός πως είναι ανάγκη,
θα το φανέρων᾽ εύκολα και μόνος.
|