ΧΟΡ. Ω αλίμονό μου, αλίμονο· λοιπόν
σύρριζα χάθηκε, όπως φαίνεται, όλο
των παλαιών κυρίων μας το γένος.
ΚΛΥ. Πώς να τα λέω, Θεέ μου, αυτά; ευτυχία,
ή συμφορά, μα ωφέλιμη; πάντα όμως
λύπη μού κάνει, αν σώζω τη ζωή μου
με τις δικές μου συφορές. ΠΑΙ. Κερά μου,
γιατί έτσι βαριοθύμησες μ᾽ αυτά
τα νέα που σου ᾽φερα; ΚΛΥ. Τί πράμα πού ειναι
770να ᾽σαι γονιός! Μίσος, ό,τι κι αν πάθεις
από παιδί σου, δε μπορείς να του ᾽χεις.
ΠΑΙ. Άδικα λοιπόν φαίνεται πως πήγε
εμένα ο κόπος μου. ΚΛΥ. Άδικα; κάθε άλλο·
πώς μπορείς να το λες, αφού μας ήρθες
με μαρτυρίες πιστές, πως νεκρός είναι
εκείνος, που ενώ ηταν της ψυχής μου
το σπλάχνο, μου ξεκόφτηκε απ᾽ τον κόρφο
κι απ᾽ τις φροντίδες μου, αποξενωμένος
στην εξορία, κι ούτε πια που μέ ειδε
αφού βγήκε απ᾽ εδώ, μα πάντα του είχε
να μου χτυπά το φόνο του πατέρα του
και τέτοια ν᾽ απειλεί πως θα μου κάμει
780π᾽ ούτε νύχτα να μπορώ, ούτε μέρα,
τη γλύκα του ύπνου να χορτάσω, μα όλες
της ζωής μου οι στιγμές διάβαιναν μπρος μου
με του θανάτου συνοδειά το φόβο.
Μα τώρα σε μια μέρα, αυτή, γλιτώνω
από κείνον κι αυτήν, που η πιο μεγάλη
μου ήταν πληγή, σα σύνοικος, και πάντα
το ακράτο της ψυχής μου αίμα ρουφούσε.
Τώρα λοιπόν, όσο απ᾽ τις απειλές της,
ξέγνοιαστες, λέω, να περνούμε ημέρες.
|