Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ

Ὕμνοι (6.1-6.23)

ΕΙΣ ΔΗΜΗΤΡΑ


Τῶ καλάθω κατιόντος ἐπιφθέγξασθε, γυναῖκες·
«Δάματερ μέγα χαῖρε, πολυτρόφε, πουλυμέδιμνε.»
τὸν κάλαθον κατιόντα χαμαὶ θασεῖσθε βέβαλοι,
μηδ᾽ ἀπὸ τῶ τέγεος μηδ᾽ ὑψόθεν αὐγάσσησθε,
5 μὴ παῖς μηδὲ γυνὰ μηδ᾽ ἃ κατεχεύατο χαίταν,
μηδ᾽ ὅκ᾽ ἀφ᾽ αὑαλέων στομάτων πτύωμες ἄπαστοι.
Ἕσπερος ἐκ νεφέων ἐσκέψατο —πανίκα νεῖται;—
Ἕσπερος, ὅς τε πιεῖν Δαμάτερα μῶνος ἔπεισεν,
ἁρπαγίμας ὅκ᾽ ἄπυστα μετέστιχεν ἴχνια κώρας.
10 πότνια, πῶς σε δύναντο πόδες φέρεν ἔστ᾽ ἐπὶ δυθμάς,
ἔστ᾽ ἐπὶ τὼς μέλανας καὶ ὅπα τὰ χρύσεα μᾶλα;
οὐ πίες οὔτ᾽ ἄρ᾽ ἔδες τῆνον χρόνον οὐδὲ λοέσσω.
τρὶς μὲν δὴ διέβας Ἀχελώιον ἀργυροδίναν,
τοσσάκι δ᾽ ἀενάων ποταμῶν ἐπέρασας ἕκαστον,
15 τρὶς δ᾽ ἐπὶ Καλλιχόρῳ χαμάδις ἐκαθίσσαο φρητί
αὐσταλέα ἄποτός τε, καὶ οὐ φάγες οὐδὲ λοέσσω.
μὴ μὴ ταῦτα λέγωμες ἃ δάκρυον ἄγαγε Δηοῖ.
κάλλιον, ὡς πολίεσσιν ἑαδότα τέθμια δῶκε·
κάλλιον, ὡς καλάμαν τε καὶ ἱερὰ δράγματα πράτα
20 ἀσταχύων ἀπέκοψε καὶ ἐν βόας ἧκε πατῆσαι,
ἁνίκα Τριπτόλεμος ἀγαθὰν ἐδιδάσκετο τέχναν·
κάλλιον, ὡς —ἵνα καί τις ὑπερβασίας ἀλέηται—
π . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ἰδέσθαι.

ΣΤΗ ΔΗΜΗΤΡΑ


Όταν κατεβαίνει ο κάλαθος, να κράζετε γυναίκες:
«Δήμητρα μεγάλη χαίρε, πολυγόνιμη και πολυτρόφε».
Όταν κατεβαίνει ο κάλαθος, αμύητοι κοιτάξτε τον στο χώμα,
μην τον κοιτάτε από στέγη ή από ψηλά
5κι ούτε να τον κοιτάει παιδί, γυναίκα, ή και αυτή που θα ᾽χει τα μαλλιά λυμένα,
μήτε ο που φτύνει νηστικός με στεγνωμένο στόμα.
Ο Έσπερος τον είδε πάνω από τα σύννεφα — πότε θα έρθει;
Ο Έσπερος που μόνος έπεισε τη Δήμητρα να πιει νερό,
της αρπαγμένης κόρης της τα ίχνη όταν ζητούσε και δεν είχεν είδηση.
10Ω Σεβαστή, πώς μπόρεσαν τα πόδια να σε φέρουνε στη Δύση,
ώσμε τους μαύρους και τη γη που κάνει τα χρυσόμηλα;
Δεν ήπιες, ούτε κι έφαγες όλον εκείνο τον καιρό, ούτε και λούστηκες.
Και τρεις φορές εδιάβηκες τον Αχελώο με τις ασημένιες δίνες
και τρεις φορές επέρασες καθένα από τα ιερά αστείρευτα ποτάμια,
15και τρεις φορές κάθισες καταγής δίπλα στο πηγάδι, τον Καλλίχορο,
ηλιοφρυγμένη, διψασμένη, νηστική και άλουστη.
Μα ας μη λέμε αυτά που φέραν δάκρυα στη Δηώ.
Κάλλιο να τραγουδάμε για τα θέσμια που έδωσε στις πόλεις,
και πώς τα καλάμια και τις ιερές φουχτιές ήταν η πρώτη
20που έκοψε των σταχυών, αφήνοντας να τα πατούν τα βόδια,
την ώρα που ο Τριπτόλεμος μάθαινε την ευγενική της τέχνη.
Καλύτερα —ας αποφεύγει κανείς τις υπερβάσεις—
π. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ἰδέσθαι.