ΣΙΜΙΚΗ
Αχ συφορά μου, αλί μου, συφορά μου!
ΓΕΤ. Μωρέ άντε χάσου· από του γέροντα είναι
το σπιτικό τούτη η γυναίκα. ΣΙΜ. Αλί μου,
τί έχω να πάθω; Θέλοντας να βγάλω
απ᾽ το πηγάδι τον κουβά, μα δίχως
ο αφέντης να με δει αν μπορέσω, δένω
580σ᾽ ένα ψιλό σάπιο σκοινί την τσάπα
κι έσπασε αμέσως. ΓΕΤ. (μέσα του) Τί ήθελες να κάμει;
ΣΙΜ. Κι έριξα η δόλια και κουβά και τσάπα
μες στο πηγάδι. ΓΕΤ. (μέσα του) Τώρα ένα σού μένει·
να ρίξεις μέσα εκεί και τον εαυτό σου.
ΣΙΜ. Κι είχε σκοπό, ίσα ίσα αυτή την ώρα,
κάτι κοπριές απ᾽ την αυλή να βγάλει
και τρέχει και ζητάει την τσάπα, σκούζει
και… η πόρτα, νά, χτυπά, προβάλλει· νά τος!
ΓΕΤ. Φεύγα, καημένη γριά, θα σε σκοτώσει·
ή, κάλλιο, υπερασπίσου τον εαυτό σου.
Βγαίνει από το σπίτι με ορμή ο Κνήμωνας.
ΚΝΗ. Πού πήγε η λωποδύτρα; ΣΙΜ. Αφέντη μου, άκου·
δεν το ᾽θελα. ΚΝΗ. Γιά μπαίνε αμέσως μέσα.
590ΣΙΜ. Τί έχεις σκοπό να κάμεις; Πες μου, αφέντη.
ΚΝΗ. Τί; Θα σε δέσω, να σε κατεβάσω.
ΣΙΜ. Τη δόλια… μη. ΚΝΗ. Και με το ίδιο κιόλας
σκοινί, μά τους θεούς· ναι, ναι, και τόσο
το καλύτερο, αν είναι τέλεια σάπιο.
ΣΙΜ. Το Δάο εγώ από δίπλα θα φωνάξω.
ΚΝΗ. Με πέθανες, θεομπαίχτρα, και θα κράξεις
το Δάο; Βρε σου μιλώ· γιά μπαίνε μέσα.
Η Σιμίκη μπαίνει στο σπίτι.
Έρμος και μόνος. Συφορά! Κι αν είμαι;
Ο ίδιος εγώ, και κάλλιο απ᾽ τον καθένα,
θα κατεβώ μες στο πηγάδι. ΓΕΤ. Γάντζο
και σκοινί σού δίνουμε ευχαρίστως.
600ΚΝΗ. Οι θεοί να σε χαλάσουν, αν μου δώσεις
και το παραμικρό.
Μπαίνει στο σπίτι του.
ΓΕΤ. Και θα ᾽χουν δίκιο.
Όρμησε πάλι μέσα μ᾽ έναν πήδο.
Τον κακομοίρη· τί ζωή τραβάει!
Σωστός γεωργός της Αττικής, αλήθεια·
με βράχους πολεμά, που βγάζουν μόνο
θυμάρι, αλιφασκιά και τίποτ᾽ άλλο·
παιδεύεται και τίποτα δεν παίρνει.
Βλέπει το Σώστρατο, που έρχεται
με το Γοργία και το Δάο.
Μα νά ο μικρός μου αφέντης που σιμώνει·
φέρνει τους καλεσμένους του· είναι εργάτες,
φαίνεται, δώθε, ντόπιοι. Κουταμάρες·
610γιατί τους κουβαλά και πού έχει κάμει
τη γνωριμιά τους; ΣΩΣ. (στο Γοργία) Όχι, δε σ᾽ αφήνω·
θά ᾽ρθεις· κι έχουμε απ᾽ όλα. ΓΕΤ. (μέσα του ειρωνικά) Πώς! Απ᾽ όλα.
ΣΩΣ. Μα ποιός αρνιέται, θεέ μου, να καθίσει
στο τραπέζι ενός φίλου που έχει κάμει
θυσία; Κι εγώ είμαι φίλος σου, στ᾽ αλήθεια,
από καιρό. ΓΕΤ. (μέσα του) Ναι, πριν τον δει. ΣΩΣ. Εσύ πάρε
και πήγαινέ τα τούτα, Δάε, στο σπίτι
και γύρνα αμέσως. ΓΟΡ. Δεν μπορεί ν᾽ αφήσει
τη μάνα μου ολομόναχη στο σπίτι.
Στο Δάο.
Γιά κοίτα αν θέλει τίποτα και γνοιάσου.
Μα κι ο ίδιος δε θ᾽ αργήσω να γυρίσω.
Ο Δάος πηγαίνει στο σπίτι του Γοργία·
ο Σώστρατος και ο Γοργίας μπαίνουν
στο ιερό· τους ακολουθεί ο Γέτας.
|