Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Ὀλυμπιονίκαις (6.85-6.105)


85πλάξιππον ἃ Θήβαν ἔτι- [στρ. ε]
κτεν, τᾶς ἐρατεινὸν ὕδωρ
πίομαι, ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων
ποικίλον ὕμνον. ὄτρυνον νῦν ἑταίρους,
Αἰνέα, πρῶτον μὲν Ἥραν
Παρθενίαν κελαδῆσαι,
γνῶναί τ᾽ ἔπειτ᾽, ἀρχαῖον ὄνειδος ἀλαθέσιν
90λόγοις εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν.
ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός,
ἠϋκόμων σκυτάλα Μοι-
σᾶν, γλυκὺς κρατὴρ ἀγαφθέγκτων ἀοιδᾶν·

εἶπον δὲ μεμνᾶσθαι Συρα- [ἀντ. ε]
κοσσᾶν τε καὶ Ὀρτυγίας·
τὰν Ἱέρων καθαρῷ σκάπτῳ διέπων,
ἄρτια μηδόμενος, φοινικόπεζαν
95ἀμφέπει Δάματρα λευκίπ-
που τε θυγατρὸς ἑορτάν
καὶ Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος. ἁδύλογοι δέ νιν
λύραι μολπαί τε γινώσκοντι. μὴ θράσ-
σοι χρόνος ὄλβον ἐφέρπων,
σὺν δὲ φιλοφροσύναις εὐ-
ηράτοις Ἁγησία δέξαιτο κῶμον

οἴκοθεν οἴκαδ᾽ ἀπὸ Στυμ- [ἐπῳδ. ε]
φαλίων τειχέων ποτινισόμενον,
100ματέρ᾽ εὐμήλοιο λείποντ᾽ Ἀρκαδίας.
ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ᾽ ἐν χειμερίᾳ
νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμ-
φθαι δύ᾽ ἄγκυραι. θεός
τῶνδε κείνων τε κλυτὰν αἶσαν παρέχοι φιλέων.
δέσποτα ποντόμεδον, εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων
ἐκτὸς ἐόντα δίδοι, χρυσαλακάτοιο πόσις
105Ἀμφιτρίτας, ἐμῶν δ᾽ ὕ-
μνων ἄεξ᾽ εὐτερπὲς ἄνθος.


αυτή τη Θήβα γέννησε την αλογοδαμάστρα, [στρ. ε]
που τα τερπνά θα πιω νερά της
86για τους αντρειωμένους πλέκοντας
τον ποικιλότροπο ύμνο. Και τώρα, Αινέα,
τους συντρόφους σου παρότρυνε πρώτα να υμνήσουν
την Ήρα την παρθενική,
κι έπειτα θε να ιδούμε αν ξεφύγουμε με λόγια αλάθητα
90και τ᾽ όνειδος το αρχαίο που μας λέει «Βοιωτικά γουρούνια».
Γιατ᾽ είσαι γνήσιος αγγελιαφόρος εσύ,
που με το ραβδί μεταφέρεις των καλλικόμων Μουσών το μήνυμα,
γλυκός κρατήρας μεγαλόηχων ύμνων.

Πες τους να μνημονεύουν [αντ. ε]
τις Συρακούσες και την Ορτυγία,
όπου με δίκαιο σκήπτρο κυβερνά ο Ιέρων,
και με τον λογισμό του τον σοφό τη Δήμητρα
95την αλικόποδη τιμά και τη γιορτή
της Κόρης με τα λευκά άλογα
και τον κραταιό Αιτναίο Δία. Γλυκόλογες
μολπές και λύρες τον γνωρίζουν. Και ο χρόνος
που κυλάει είθε να μην τον ταράξει
και να δεχτεί φιλικά και με αγάπη
το εορταστικό εγκώμιο του Αγησία,

που από τη μια πατρίδα πάει στην άλλη, [επωδ. ε]
της Στυμφάλου τα τείχη αφήνοντας,
100τη μάνα της Αρκαδίας με τα πολλά κοπάδια.
Είναι καλό τη νύχτα που μαίνονται οι θύελλες
άγκυρες δυο το γοργό καράβι να ρίχνει. Κι είθε ο θεός
σ᾽ αυτές τις δυο τις πόλεις με την αγάπη του μια δοξασμένη
τύχη να προσφέρει.
Δέσποτα που κυβερνάς τον πόντο, της Αμφιτρίτης σύζυγε
με τη χρυσή ηλακάτη,
δώσε γραμμή να πλεύσουνε, να μη βασανιστούνε
105και κάνε το άνθος το τερπνό των ύμνων μου ν᾽ ανοίξει.