ΕΚΑ. Τις θεές θα υπερασπίσω πρώτα πρώτα,
970θα δείξω πως αυτή δεν έχει δίκιο.
Δεν πιστεύω ποτέ πως τόσο ανόητες
κατάντησαν και η Ήρα κι η Παλλάδα,
που να πουλούν τις χώρες τους σε ξένους,
τ᾽ Άργος η μια και η άλλη την Αθήνα·
στην Ίδη αν πήγαν, σε ομορφιάς αγώνα,
έτσι για γούστο πήγαν, για παιχνίδι.
Τί λόγο θα ᾽χε η Ήρα νά βγει πρώτη;
άντρα να πάρει ανώτερο απ᾽ το Δία;
Και η Αθηνά; κανένα θεό ποθούσε,
980αυτή, που απ᾽ τον πατέρα της για χάρη
την παρθενιά την αιώνια ειχε ζητήσει;
Α, μη ζητάς ανόητες ν᾽ αποδείξεις
τις θεές, για να σκεπάσεις τις ντροπές σου·
κανείς που να ᾽χει νου δε σε πιστεύει.
Η Κύπρη —εδώ ᾽ναι για να σκας στα γέλια—
συνόδεψε το γιο μου, λες, στη Σπάρτη.
Μα δεν μπορούσε κείθε που καθόταν,
από τον ουρανό, να σε τραβήξει
στην Τροία μαζί με τις Αμύκλες όλες;
Ο γιος μου ήταν ωραίος και, σαν τον είδες,
έγινε ο νους σου Κύπρη· όλες τις τρέλες
τις ονομάζουν οι άνθρωποι Αφροδίτη·
990Αφροδίτη – αφροσύνη· δες πώς μοιάζουν!
Στ᾽ ασιατικά στολίδια, στα χρυσάφια
μπρος σου έλαμψε, κι ο νους σου πήρε αέρα.
Μικρή και φτωχικιά σού ᾽πεφτε η Σπάρτη
και θάρρεψες πως θα ᾽πλεες στο χρυσάφι,
όταν θα ᾽ρχόσουν στων Φρυγών την πόλη·
το σπίτι του Μενέλαου δεν αρκούσε
στα μεγαλεία σου και στην ξιπασιά σου.
Ας είναι· το παιδί μου λες σε πήρε
με το στανιό· μα φώναξες καθόλου;
Ποιός σε άκουσε στη Σπάρτη μέσα; Κι όμως
ήταν στον τόπο και τα δυο σου αδέρφια,
1000κι ο Κάστορας —και τί λεβέντης!— κι ο άλλος·
δεν είχαν ανεβεί στ᾽ αστέρια ακόμα.
Κι όταν στην Τροία σ᾽ ακλούθησαν οι Αργείοι
και δούλευε του φόνου το κοντάρι,
αν έφτανε μαντάτο πως νικούσε
ο πρώτος σου άντρας, του άρχιζες τους ύμνους,
για να σκάει το παιδί μου ακούγοντας δόξες
του αντεραστή του· κι όταν οι Τρωαδίτες
πετύχαιναν, γι᾽ αυτόν δεν έλεες λέξη.
Το φύσημα της τύχης κοίταες μόνο
και γι᾽ αρετή δε σ᾽ έμελε καθόλου.
Κι έπειτα λες πως πάσκιζες να φύγεις
1010με τα σκοινιά γλιστρώντας απ᾽ τους πύργους,
με το στανιό σαν να ᾽μενες στην Τροία.
Ποιός σ᾽ έπιασε ποτέ θηλιά να δένεις
ή ν᾽ ακονάς μαχαίρι, σα γυναίκα
πιστή, που λαχταράει τον πρώτον άντρα;
Κι όμως εγώ συχνά σ᾽ ορμήνευα έτσι:
«Κόρη μου, φύγε· τα παιδιά μου βρίσκουν
κι άλλες γυναίκες· σύρε στων Αργείων
τα πλοία· σε βοηθάω εγώ· σταμάτα
τον πόλεμο των Τρώων και των Ελλήνων.»
Μα εσένα αυτό δε σ᾽ άρεσε καθόλου·
ήθελες προσκυνήματα βαρβάρων
1020και μεγαλεία στου Πάρη τα παλάτια.
Και τώρα μας στολίστηκες και βγήκες
κάτω απ᾽ τον ίδιον ουρανό που βλέπει
—α σιχαμένη— κι ο άντρας σου· που νά ᾽ρθεις
θα ᾽πρεπε ταπεινή, τρεμουλιασμένη,
μες στα κουρέλια, με μαλλιά κομμένα,
όχι μ᾽ αδιαντροπιά, με σωφροσύνη
για τα παλιά σου κρίματα. ―Μενέλαε,
άκουσε τώρα πού θα καταλήξω·
1030δόξασε την Ελλάδα, σκότωσέ την
αυτήν εδώ, ως αξίζει στην τιμή σου,
και βάλε νόμο για όλες τις γυναίκες:
όποια απατά τον άντρα της, πεθαίνει.
|